Ο Τσεν Τζουν, ο οποίος συνελήφθη πρόσφατα για απόπειρα δωροδοκίας που θα βοηθούσε το κινεζικό κομμουνιστικό καθεστώς να ασκήσει την καταστολή του μέσα στις Ηνωμένες Πολιτείες, είναι ένα πρόσωπο το οποίο ο γλύπτης Τσεν Γουεϊμίνγκ έχει ήδη γνωρίσει, όταν πριν από χρόνια είχε απειλήσει τον ίδιο και άλλους Κινέζους αντιφρονούντες στο Λος Άντζελες:
«Για ακούστε με, αν έχετε κινεζικό διαβατήριο και σας βγάλουμε φωτογραφία, δεν θα μπορέσετε ποτέ να επιστρέψετε στην Κίνα», είχε πει ο Τσεν Τζουν στον ίδιο και σε άλλους Κινέζους αντιφρονούντες στο Λος Άντζελες κατά τη διάρκεια μιας έντονης αντιπαράθεσης που είχαν, θυμάται ο γλύπτης.
Το περιστατικό συνέβη πριν από μερικά χρόνια, όταν ο Τσεν Γουεϊμίνγκ και οι άλλοι διαμαρτύρονταν για μια εκδήλωση υπέρ του Πεκίνου που είχε διοργανώσει ο Τσεν Τζουν, μία από τις πολλές που πραγματοποιούσε στο Μοντερέι Παρκ της Καλιφόρνια. Όπως και άλλες χρονιές, το πάρκο Μπαρνς είχε γεμίσει με κόκκινες διακοσμήσεις, ενώ η κινεζική σημαία κυμάτιζε για τον εορτασμό της 70ής επετείου από την ίδρυση του κομμουνιστικού καθεστώτος.
«Αν καταφέρετε να επιστρέψετε, θα συλληφθείτε αμέσως», τους φώναξε ο Τσεν Τζουν, μέσα από ένα μεγάφωνο που είχε κρεμασμένο στο λαιμό του.
Αυτό συνέβη τον Σεπτέμβριο του 2019. Τριάμισι χρόνια αργότερα, στις 26 Μαΐου, ήταν ο Τσεν Τζουν αυτός που συνελήφθη τελικά, από το FBI, στο σπίτι του στο Τσίνο. Όντας Αμερικανός πολίτης, ο Τσεν Τζουν αποτελούσε αντικείμενο έρευνας του υπουργείου Δικαιοσύνης για τον φερόμενο ρόλο του ως αρωγού της διακρατικής εκστρατείας καταστολής του Πεκίνου, αυτήν τη φορά με στόχο τη διωκόμενη πίστη Φάλουν Γκονγκ.
Μια παγκόσμια εκστρατεία καταστολής
Το Φάλουν Γκονγκ, το οποίο περιλαμβάνει ασκήσεις διαλογισμού και ηθικές διδασκαλίες με επίκεντρο τις αρχές της αλήθειας, της καλοσύνης και της ανεκτικότητας, αποτελεί βασικό στόχο του κινεζικού καθεστώτος από το 1999, όταν το καθεστώς ξεκίνησε μια ανελέητη σταυροφορία για την εξάλειψη της πνευματικής πειθαρχίας. Το Κομμουνιστικό Κόμμα της Κίνας (ΚΚΚ) θεώρησε την τεράστια δημοτικότητα της πρακτικής, η οποία είχε προσελκύσει μέχρι και 100 εκατομμύρια οπαδούς εκείνη την εποχή, ως απειλή για την απολυταρχική του κυριαρχία.
Στο εσωτερικό της Κίνας, δεκάδες εκατομμύρια ασκούμενοι του Φάλουν Γκονγκ εξακολουθούν να αντιμετωπίζουν παρενοχλήσεις, αυθαίρετες συλλήψεις, βασανιστήρια και εξαναγκαστικές αφαιρέσεις οργάνων. Αλλά ακόμη και εκτός των συνόρων της Κίνας, οι ασκούμενοι και οι αντιφρονούντες δεν είναι απρόσβλητοι από τις μηχανορραφίες του Κόμματος. Από την κατασκοπεία και τη σωματική επίθεση μέχρι τον εκβιασμό, το καθεστώς έχει αναπτύξει μια ευρεία γκάμα εξαναγκαστικών τακτικών, σχεδιασμένων ειδικά για να φιμώνουν και να σαμποτάρουν κάθε φωνή που θεωρείται δυσμενής για το Πεκίνο.
Τέτοιου είδους εκστρατείες, συλλογικά γνωστές ως διεθνής ή διακρατική καταστολή, ήρθαν πρόσφατα στο προσκήνιο, καθώς οι εισαγγελείς των ΗΠΑ απήγγειλαν κατηγορίες κατά δεκάδων Κινέζων πρακτόρων και Αμερικανών πολιτών που συμμετείχαν σε σχέδια καταστολής που οργάνωνε το καθεστώς σε αμερικανικό έδαφος.
Μόνο τις τελευταίες έξι εβδομάδες, το υπουργείο Δικαιοσύνης κατηγόρησε 40 μέλη της εθνικής αστυνομίας της Κίνας για τη διεξαγωγή εκστρατείας προπαγάνδας στον κυβερνοχώρο με σκοπό την παρενόχληση των κατοίκων των ΗΠΑ, συνέλαβε έναν άνδρα από τη Βοστώνη που πιστεύεται ότι συνέτασσε κρυφά για το Πεκίνο μια «μαύρη λίστα» επικριτών της Κίνας και συνέλαβε δύο ακόμη άτομα στη Νέα Υόρκη, που επιτηρούσαν έναν από τους τέσσερεις γνωστούς κινεζικούς αστυνομικούς σταθμούς στις Ηνωμένες Πολιτείες.
Ένας από τους άνδρες που συνελήφθησαν για την παράνομη επιχείρηση της κινεζικής αστυνομίας είχε εμπλακεί και στη στοχοποίηση των ασκουμένων του Φάλουν Γκονγκ στις Ηνωμένες Πολιτείες, όπως προκύπτει από τις δικαστικές καταθέσεις. Όταν ο Κινέζος ηγέτης Σι Τζινπίνγκ επισκέφθηκε την Ουάσινγκτον το 2015, ο άνδρας αυτός, ονόματι Τσεν Τζινπίνγκ, έλαβε τιμητική πλακέτα για την αναγνώριση των προσπαθειών του στην οργάνωση αμειβόμενων διαδηλωτών ως αντίμετρα στις διαδηλώσεις των ασκούμενων του Φάλουν Γκονγκ.
Στην υπόθεση του Τσεν Τζουν, οι εισαγγελείς ισχυρίστηκαν ότι αυτός και ένας συγκατηγορούμενός του συνεργάστηκαν με αξιωματούχους στην Κίνα για να καταστρώσουν ένα σχέδιο για να σαμποτάρουν μια αμερικανική μη κερδοσκοπική οργάνωση που διοικείται από ασκούμενους του Φάλουν Γκονγκ, προσπαθώντας να ανακαλέσουν το αφορολόγητο καθεστώς της οργάνωσης.
Ο Τσεν Τζουν, σύμφωνα με το δικαστικό έγγραφο, προσέφερε 50.000 δολάρια σε έναν μυστικό πράκτορα του FBI, για τον οποίο νόμιζε ότι ήταν υπάλληλος της IRS, προκειμένου να προσπαθήσει να προωθήσει μια απατηλή καταγγελία κατά της μη κερδοσκοπικής εταιρείας. Σε μια καταγεγραμμένη συνομιλία, ο Τσεν ακούγεται να λέει ότι στόχος του ήταν να βοηθήσει το καθεστώς να «ανατρέψει» την πνευματική ομάδα.
Τα έγγραφα του δικαστηρίου ανέφεραν ότι ο Τσεν Τζουν εργαζόταν υπό την καθοδήγηση ενός ανώνυμου Κινέζου αξιωματούχου και ότι το καθεστώς τού παρείχε χρήματα για τις δωροδοκίες.
Ενώ τα έγγραφα δεν αναφέρουν για ποια υπηρεσία εργαζόταν ο σύνδεσμος του Τσεν Τζουν, κάνουν πολλαπλές αναφορές στην μεγαλούπολη Τιαντζίν, όπου γεννήθηκε και μεγάλωσε ο Τσεν Τζουν. Για πολλά χρόνια, η πόλη χρησίμευε ως κύρια βάση του Γραφείου 610, μιας εξωθεσμικής υπηρεσίας που θυμίζει την Γκεστάπο και έχει αναλάβει την εποπτεία της δίωξης του Φάλουν Γκονγκ. Ο σύνδεσμος του Τσεν Τζουν φαίνεται να είναι επίσης από το Τιαντζίν- όταν ο Τσεν Τζουν κάλεσε έναν άλλο συνωμότη της ομάδας του για να συζητήσει τα σχέδια πληρωμής, είπε ότι «θα επικοινωνήσει ξανά με το Τιαντζίν».
Είπε ότι ο αξιωματούχος είναι «αυτός που είναι πάντα υπεύθυνος για αυτά τα θέματα».
«Είναι σαν αδέρφια [μας]», είπε κάποια στιγμή ο Τσεν Τζουν στον μυστικό πράκτορα του FBI για τους Κινέζους συνεργάτες του, σύμφωνα με την καταγγελία. «Ξεκινήσαμε αυτόν τον αγώνα κατά του [Φάλουν Γκονγκ] πριν από είκοσι, τριάντα χρόνια. Είναι πάντα μαζί μας».
Μυστικός πόλεμος
Για τους αναλυτές και τους υποστηρικτές της Κίνας, η πρόσφατη υπόθεση δεν αποτελεί παρά ένα ακόμη παράδειγμα μιας μακρόχρονης εκστρατείας του Πεκίνου για τη φίμωση των διαφωνούντων στο εξωτερικό.
«Είναι ένα είδος μοτίβου που αναδύεται», δήλωσε στην Epoch Times η Λώρα Χαρθ, διευθύντρια εκστρατείας της Safeguard Defenders, ομάδας που επικεντρώνεται στα ανθρώπινα δικαιώματα στην Κίνα.
Η υπόθεση δωροδοκίας, είπε, είναι «η κορυφή του παγόβουνου».
Αλλά ακόμη και έτσι, η Χαρθ έμεινε έκπληκτη από την τακτική που χρησιμοποίησαν ο Τσεν Τζουν και οι συνωμότες του, όπως περιγράφεται λεπτομερώς από το Υπουργείο Δικαιοσύνης.
Το σχέδιο δωροδοκίας κατέδειξε το «εύρος και τη δημιουργικότητα» των προσπαθειών του καθεστώτος, είπε, καθώς και το «θράσος τους και την αμεριμνησία τους για τις συνέπειες, αφού φαίνεται ότι νομίζουν ότι μπορούν να εύκολα να τη γλιτώσουν» με τέτοιου είδους ενέργειες.
Την καταγγελλόμενη προσπάθεια υπονόμευσης των αμερικανικών θεσμών ξεχώρισαν και άλλοι αναλυτές της Κίνας.
«Δεν μιλάμε πια μόνο για την οργάνωση κάποιων αντιδιαδηλωτών, ή για την προσπάθεια να πείσουμε κάποιον να επιστρέψει στην Κίνα, ή για την παρακολούθηση ενός αντιφρονούντα. Αυτό ήταν πραγματικά μια προσπάθεια να χρησιμοποιηθούν θεσμοί των Ηνωμένων Πολιτειών, συμπεριλαμβανομένων πραγμάτων όπως τα συστήματα και η προστασία των πληροφοριοδοτών, για να κυνηγήσουν ουσιαστικά έναν θεωρούμενο εχθρό του ΚΚΚ», δήλωσε στην Epoch Times η Σάρα Κουκ, ανώτερη αναλύτρια της Κίνας στο Freedom House.
Για εκείνη, αποκαλύπτει τόσο τον «βαθμό της προσπάθειας και των πόρων που επενδύει το ΚΚΚ για να στοχοποιήσει το Φάλουν Γκονγκ, τουλάχιστον στις Ηνωμένες Πολιτείες», όσο και το «πόσο μακριά είναι διατεθειμένο να φτάσει το ΚΚΚ για να χρησιμοποιήσει τους δημοκρατικούς θεσμούς εναντίον του εαυτού του».
Ο Νικόλαος Ευθυμιάδης, πρώην αναλυτής πληροφοριών της CIA που ειδικεύεται στην κινεζική κατασκοπεία, βλέπει την τελευταία υπόθεση ως μέρος του «μυστικού πολέμου» του Πεκίνου – μια «εξαιρετικά εκτεταμένη παγκόσμια προσπάθεια» της Κίνας να «επηρεάσει και να διαφθείρει ξένες κυβερνήσεις και ξένες πολιτικές διαδικασίες».
«Το να προσπαθήσεις να πείσεις κάποιον στις Ηνωμένες Πολιτείες να υποβάλει ένα τέτοιο ψέμα ως αλήθεια, να κάνεις την αμερικανική κυβέρνηση να λάβει επίσημα μέτρα και να δωροδοκήσεις Αμερικανούς αξιωματούχους – αυτό είναι το ζενίθ της διαφθοράς», δήλωσε ο Ευθυμιάδης στην Epoch Times, προσθέτοντας ότι είναι κάτι που πραγματοποιείται συνήθως από υπηρεσίες πληροφοριών και ομάδες οργανωμένου εγκλήματος. «Έτσι, βλέπουμε την κινεζική κυβέρνηση να συμπεριφέρεται ως τέτοια».
Στην κομητεία του Λος Άντζελες, ο 70χρονος Τσεν Τζουν, ο οποίος ονομάζεται επίσης Τζον Τσεν, έχει γίνει γνωστός μεταξύ της κινεζικής διασποράς ως φερέφωνο του κινεζικού καθεστώτος. Βετεράνος της πολεμικής αεροπορίας της Κίνας, ο Τσεν ήταν εμπορικός αντιπρόσωπος για την Τιαντζίν πριν μεταναστεύσει στην Καλιφόρνια, όπου κατέχει κορυφαίες θέσεις σε μια σειρά από φιλικές προς το Πεκίνο οργανώσεις, συμπεριλαμβανομένων δύο που δημιούργησε ο ίδιος, σύμφωνα με αναφορές των κινεζικών μέσων ενημέρωσης. Έχει φιλοξενήσει περισσότερες από 20 ετήσιες εκδηλώσεις για την έπαρση της σημαίας, όπως αυτή του 2019, και έχει γράψει αρκετά βιβλία που αναπαράγουν τα μηνύματα του καθεστώτος. Έχει κινητοποιήσει τις τοπικές κινεζικές κοινότητες για να υποδεχθούν κορυφαίους Κινέζους αξιωματούχους κατά τη διάρκεια των επισκέψεών τους στις Ηνωμένες Πολιτείες και έχει οργανώσει διαδηλώσεις που το καθεστώς θεωρούσε «πατριωτικές», ανέφεραν οι αναφορές.
Όντας τόσο στενά ευθυγραμμισμένος με το καθεστώς, δεν αποτέλεσε έκπληξη για κάποιους το γεγονός ότι συμβαδίζει αναλόγως και συντρέχει την κινεζική κυβέρνηση για την καταστολή του Φάλουν Γκονγκ.
Ο Γου Φαν, πρώην αρχισυντάκτης του φιλοδημοκρατικού κινεζικού περιοδικού Beijing Spring («Άνοιξη του Πεκίνου») και σχολιαστής σε θέματα Κίνας, θυμάται ότι συζητούσε με τον Τσεν Τζουν για τις διώξεις στο ραδιόφωνο ήδη από το 2001. Σε άλλες περίπου 20 παρόμοιες συναντήσεις τους για διάφορα θέματα σχετικά με την Κίνα, ο Τσεν Τζουν πάντα παπαγάλιζε τα επιχειρήματα του καθεστώτος, θυμάται ο Γου.
«Φαίνεται ότι ο σκοπός της ζωής του είναι να ακολουθά το ΚΚΚ», δήλωσε ο Γου στην Epoch Times.
Ο Λίβαϊ Μπράουντ, εκτελεστικός διευθυντής του Κέντρου Πληροφόρησης για το Φάλουν Ντάφα με έδρα τη Νέα Υόρκη, δήλωσε ότι η δράση των ΗΠΑ σχετικά με την απόπειρα δωροδοκίας της φορολογικής υπηρεσίας, η οποία ήταν ακόμη σε εξέλιξη κατά τη στιγμή της σύλληψης των ανδρών, δείχνει ότι οι αμερικανικές αρχές έχουν «πραγματικά ενημερωθεί για το τεράστιο εύρος και την κλίμακα της διείσδυσης του ΚΚΚ σε αυτή τη χώρα».
«Έχω συναντήσει πολλούς ανθρώπους που πιστεύουν ότι χάρις στο ζήτημα του Φάλουν Γκονγκ οι Αμερικανοί έχουν συνειδητοποιήσει [τι πραγματικά συμβαίνει στην Κίνα]”, δήλωσε στην Epoch Times, προσθέτοντας ότι πιστεύει πως η κοινότητα του Φάλουν Γκονγκ «διαδραμάτισε εξέχοντα ρόλο όχι μόνο στην έκθεση της ίδιας της δίωξης, αλλά και στην αποκάλυψη της πραγματικής φύσης του ΚΚΚ στην παγκόσμια σκηνή».
«Το να δούμε τι κάνει το ΚΚΚ στο Φάλουν Γκονγκ και να κατανοήσουμε ποια είναι η φύση αυτής της απειλής και πώς να την αντιμετωπίσουμε είναι ένα μεγάλο μάθημα για όλους τους Αμερικανούς», επεσήμανε. «Αν κάποιος, οποιοσδήποτε, όχι μόνο [από] το Φάλουν Γκονγκ, βρεθεί αντίθετος με το ΚΚΚ κάνοντας ή λέγοντας πράγματα που δεν αρέσουν στο ΚΚΚ, ποιος μπορεί να πει ότι δεν θα του συμβεί ακριβώς το ίδιο πράγμα;»
Ένα γλυπτό στο στόχαστρο
Τρεις ημέρες μετά τη διαμάχη στο Πάρκο Μπαρνς το 2019, ο Τσεν Γουεϊμίνγκ κατέθεσε μήνυση κατηγορώντας τον Τσεν Τζουν για παραβίαση των δικαιωμάτων του στην ελευθερία του λόγου, αν και τελικά δεν την άσκησε λόγω έλλειψης κεφαλαίων.
Ο Καλιφορνέζος καλλιτέχνης υπέρ της δημοκρατίας βρήκε εύστοχο το γεγονός ότι το Υπουργείο Δικαιοσύνης στο δελτίο Τύπου του περιέγραψε τον Τσεν και τον συνεργάτη του ως «παράνομους πράκτορες» του Πεκίνου.
«Είναι αναμφίβολα πράκτορας του ΚΚΚ», δήλωσε ο Τσεν Γουεϊμίνγκ στην Epoch Times. «Διαφορετικά, πώς δηλώνει ότι μπορεί να με συλλάβει; Ποια δύναμη έχει ως άτομο;»
Ο Τσεν Γουεϊμίνγκ, όπως και άλλοι, έχει βιώσει από πρώτο χέρι τα αντίποινα του καθεστώτος.
Σε μια συνωμοσία για να καταστρέψει ένα από τα έργα τέχνης του που ασκούσε κριτική στο καθεστώς, ο Μάθιου Ζιμπούρις, πρώην σωφρονιστικός υπάλληλος της Φλόριντα και πρώην σωματοφύλακας, προσέγγισε τον κινεζικής καταγωγής Νεοζηλανδό γλύπτη, ο οποίος ζει στην Καλιφόρνια, παριστάνοντας τον έμπορο τέχνης που ενδιαφερόταν να εκθέσει έργα του σε μουσείο της Νέας Υόρκης, σύμφωνα με τις δικαστικές καταθέσεις.
Το γλυπτό, μια προτομή που απεικονίζει τον Σι ως μόριο του κορωνοϊού, γκρεμίστηκε από βανδάλους τον Ιούλιο του 2021, αφότου ο καλλιτέχνης το αποκάλυψε στο κοινό στο Liberty Sculpture Park στο Γέρμο της Καλιφόρνιας. Δεν είναι σαφές αν ο Ζιμπούρις, ο οποίος βρισκόταν στη Νέα Υόρκη κατά τη διάρκεια εκείνης της εμπρηστικής επίθεσης, είχε οποιαδήποτε ανάμειξη στην καταστροφή του γλυπτού, αλλά δύο από τους συνωμότες του, ένας εκ των οποίων έχει την έδρα του στην Κίνα, συζήτησαν τέτοιες ενέργειες σε μη χρονολογημένες συνομιλίες που αναφέρονται στην κατάθεση.
Όσον αφορά το σχετικό με τους φόρους σχέδιο δωροδοκίας, το οποίο αποκαλύφθηκε πρόσφατα στη δημοσιότητα, Κινέζοι πράκτορες κατέβαλαν 1.500 δολάρια σε έναν υποτιθέμενο πράκτορα της φορολογικής υπηρεσίας IRS για να πάρουν τις φορολογικές δηλώσεις του Τσεν Γουεϊμίνγκ, πιστεύοντας ότι θα μπορούσαν να βρουν στοιχεία φοροδιαφυγής για να τον δυσφημίσουν.
«Όταν πρόκειται για αντιφρονούντες, ως άτομο το ΚΚΚ προσπαθεί με κάθε δυνατό τρόπο να τους απειλήσει και να καταστρέψει τη φήμη τους», δήλωσε ο Τσεν, ο οποίος στις 4 Ιουνίου αποκάλυψε το τελευταίο του έργο – το άγαλμα μιας κακοποιημένης μητέρας οκτώ παιδιών, αλυσοδεμένης μπροστά από ένα μεταλλικό κλουβί που έχει συγκολληθεί με τους χαρακτήρες «Κίνα», εμπνευσμένο από ένα πραγματικό περιστατικό που προκάλεσε φρίκη στη χώρα πέρυσι και επισκίασε εν μέρει και τους Χειμερινούς Ολυμπιακούς Αγώνες του Πεκίνου.
Όταν ο Τσεν Γουεϊμίνγκ διηύθυνε τη φιλοδημοκρατική εφημερίδα New Times Weekly στη Νέα Ζηλανδία, η αστυνομία είχε επανειλημμένα λάβει ανώνυμες πληροφορίες που ισχυρίζονταν, χωρίς αποδείξεις, ότι το γραφείο του εν λόγω εντύπου εμπλέκεται σε εμπόριο ναρκωτικών και φορολογική απάτη.
Κάλεσμα αφύπνισης
Στο Κογκρέσο, ορισμένοι νομοθέτες λαμβάνουν επίσης υπόψη τους τις μυστικές εκστρατείες κινεζικής επιρροής.
«Το FBI το αποκαλεί αυτό «διακρατική καταστολή», αλλά θα πρέπει να ξεκαθαρίσουμε ότι πρόκειται για έναν ξένο αντίπαλο που έχει πάρει αρκετό θάρρος ώστε να διαπράττει εγκλήματα εναντίον όσων θεωρεί ότι αποτελούν απειλή στις Ηνωμένες Πολιτείες», δήλωσε στην Epoch Times ο βουλευτής Μάικ Γκάλαχερ (R-Wis.), ο οποίος προεδρεύει της Επιτροπής Επιλογής της Βουλής των Αντιπροσώπων για το Κομμουνιστικό Κόμμα της Κίνας, μετά την αποσφράγιση των φακέλων της υπόθεσης δωροδοκίας της IRS.
Η βουλευτής Άσλεϊ Χίνσον (R-Iowa), μέλος της επιτροπής, δήλωσε ότι η αποκάλυψη της υπόθεσης είναι «μια ευκαιρία αφύπνισης για όλους μας εδώ».
«Δεν υπάρχει τίποτα περισσότερο που μισεί το Κομμουνιστικό Κόμμα Κίνας από τους ανθρώπους που αναζητούν την ελευθερία – τους ανθρώπους που θέλουν να ασκούν τη θρησκεία που θέλουν να ασκούν, αυτό που έχουμε εδώ στις Ηνωμένες Πολιτείες – αυτό αποτελεί απειλή γι’ αυτούς», δήλωσε η Χίνσον στην εκπομπή «Capitol Report» του NTD.
«Έτσι, αυτό συμβαίνει μέσα στο σπίτι μας κάθε μέρα, είτε προσπαθούν να δωροδοκήσουν έναν υπάλληλο της Εφορίας, είτε προσπαθούν να τρυπώσουν στις στρατιωτικές μας βάσεις. Δεν είναι φίλοι μας και αν δεν τους ζητήσουμε να λογοδοτήσουν και δεν τους δείξουμε ότι είμαστε δυνατοί και σοβαροί, θα το εκμεταλλευτούν αυτό, όπως έκαναν για δεκαετίες».
Από τη σκοπιά της εθνικής ασφάλειας, ο Ευθυμιάδης θεωρεί ότι οι [διακρατικές] κατασταλτικές δραστηριότητες της Κίνας αποτελούν ένα καμπανάκι για τα εθνικά κράτη προκειμένου να επανεξετάσουν τη σχέση τους με την Κίνα και να αποφασίσουν αν τα εμπορικά οφέλη που αποκομίζουν [από αυτήν] αξίζουν τους κινδύνους στον τομέα της εθνικής ασφάλειας.
Για την αντιμετώπιση μιας τέτοιας κρατικά υποστηριζόμενης «διάχυτης εγκληματικής δραστηριότητας», η επιβολή του νόμου από μόνη της δεν είναι αποτελεσματική, είπε.
Η αμερικανική προσέγγιση πρέπει να είναι περιεκτική, στρατηγική και να χρησιμοποιεί «όλα τα στοιχεία της εθνικής ισχύος … επειδή έτσι προσεγγίζει την κατάσταση η Κίνα», επεσήμανε.
Σε ευρύτερη κλίμακα, οι Ηνωμένες Πολιτείες θα πρέπει επίσης να συνεργαστούν με τις συμμαχικές χώρες, είτε για την έκδοση κυρώσεων είτε με άλλο τρόπο, για να καταστήσουν την αποτροπή αποτελεσματική σε παγκόσμιο επίπεδο, τόνισε ο Ευθυμιάδης.
Τον Μάρτιο, μια διακομματική ομάδα γερουσιαστών εισήγαγε τον νόμο για την πολιτική της διακρατικής καταστολής, ο οποίος αποσκοπεί στο να καταστήσει υπόλογους τις ξένες κυβερνήσεις και τα άτομα όταν παρακολουθούν, εκφοβίζουν, παρενοχλούν, εξαναγκάζουν ή επιτίθενται σε ανθρώπους στις Ηνωμένες Πολιτείες -ή σε Αμερικανούς πολίτες στο εξωτερικό.
Ο Γκάλαχερ πρότεινε επίσης την αύξηση των ποινών για τους εκτελεστές στοχευμένων παρενοχλήσεων, εάν ενεργούν για λογαριασμό ενός ξένου αντιπάλου.
Ο Ευθυμιάδης υποστηρίζει άλλες κυρώσεις, όπως η καταχώρηση των δραστών σε κατάλογο «μη επιτρεπόμενων πτήσεων» και η απαγόρευση επενδύσεων σε περιφερειακές κινεζικές κυβερνήσεις που εμπλέκονται.
Τα φώτα της δημοσιότητας που πρόσφατα στράφηκαν στο κατασκοπευτικό μπαλόνι του καθεστώτος και στα δίκτυα αστυνόμευσης σε περισσότερες από 100 χώρες, τα οποία η Γερμανία υποπτεύεται ότι λειτουργούσαν ακόμη στη χώρα της στα μέσα Μαΐου, φαίνεται ότι τράβηξαν επιτέλους την προσοχή της Δύσης.
Κατά τη σύνοδο κορυφής της G-7 στη Χιροσίμα τον περασμένο μήνα, οι ηγέτες των κρατών μελών κάλεσαν την Κίνα «να μην διεξάγει παρεμβατικές δραστηριότητες με στόχο την υπονόμευση της ασφάλειας και της προστασίας των κοινοτήτων μας, της ακεραιότητας των δημοκρατικών μας θεσμών και της οικονομικής μας ευημερίας».
«O κλοιός σφίγγει γύρω από τους μεσολαβητές της κινεζικής πολιτικής», λέει ο Τσεν Γουεϊμίνγκ, εκφράζοντας την ικανοποίησή του που ο Δυτικός κόσμος βλέπει πια καθαρά πώς έχουν τα πράγματα.
«Το ΚΚΚ ποτέ δεν θα ενστερνιστεί τις δυτικές αξίες. Εφόσον έχει χρήματα και δύναμη, ο μοναδικός του στόχος θα είναι η εξαγωγή των απολυταρχικών του μεθόδων, για να ξαναπλάσει τον κόσμο κατ’ εικόνα του», σχολιάζει ο καλλιτέχνης.
O Ευθυμιάδης εστίασε στην ανάγκη μιας «ενιαίας και ομόφωνης κυβερνητικής απάντησης» στον κρυφό πόλεμο του Πεκίνου.
«Στρέφεται ενάντια στους πολίτες μας… Το πρώτο και κύριο μέλημα μιας κυβέρνησης είναι η προστασία των πολιτών της, του λαού της, και από αυτή την άποψη δεν τα πάμε και πολύ καλά», επεσήμανε.
Η Λίντα Τζιανγκ συνέβαλε σε αυτό το άρθρο.
Επιμέλεια: Αλία Ζάε