Ο Αμερικανός γερουσιαστής Τζιμ Ρις (R-Idaho) και η Ευρωπαϊκή Ένωση καταδίκασαν την καταστολή της αντιγνωμίας στο Χονγκ Κονγκ, με αφορμή τη συμπλήρωση πέντε ετών από την επιβολή του Νόμου Εθνικής Ασφάλειας που επέβαλε το Πεκίνο στις 30 Ιουνίου 2020.
Ο Ρις, πρόεδρος της Επιτροπής Εξωτερικών Σχέσεων της Γερουσίας των ΗΠΑ, υποστήριξε ότι το Χονγκ Κονγκ δεν διαφέρει πλέον από την Κίνα, κάνοντας λόγο για καταστολή της πολιτικής αντιπολίτευσης, συλλήψεις υπέρμαχων της δημοκρατίας και υπονόμευση του κράτους δικαίου. Σύμφωνα με σχετική ανάρτησή του στην πλατφόρμα Χ, ανέφερε ότι οι ηγέτες του Χονγκ Κονγκ και του Πεκίνου πρέπει να λογοδοτήσουν.
Ο Νόμος Εθνικής Ασφάλειας προβλέπει βαριές ποινές για πράξεις που το Κομμουνιστικό Κόμμα Κίνας ορίζει ευρέως ως απόσχιση, ανατροπή, τρομοκρατία και συνέργεια με ξένες δυνάμεις — με ποινές που φθάνουν έως και την ισόβια κάθειρξη. Οργανώσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων έχουν επικρίνει τον νόμο ως μέσο καταστολής της διαφωνίας στο Χονγκ Κονγκ.
Ο νόμος επιβλήθηκε από το Πεκίνο στις 30 Ιουνίου 2020 μετά τις μαζικές διαδηλώσεις ενάντια σε νομοσχέδιο έκδοσης υπόπτων στην ηπειρωτική Κίνα. Στις 9 Ιουνίου 2019, περίπου 1 εκατομμύριο πολίτες διαδήλωσαν, ενώ μία εβδομάδα αργότερα ο αριθμός των διαδηλωτών ξεπέρασε τα 2 εκατομμύρια — η μεγαλύτερη κινητοποίηση στην ιστορία της πόλης.
Η Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Εξωτερικής Δράσης επεσήμανε ότι η επιβολή του νόμου έχει οδηγήσει σε «διάβρωση των πολιτικών ελευθεριών» στο Χονγκ Κονγκ, περιορίζοντας δραστικά τον χώρο για πολιτική αντιπολίτευση και ανεξάρτητη κοινωνία των πολιτών. Σε ανακοίνωση της 30ής Ιουνίου, εκπρόσωπος της ΕΕ ανέφερε ότι η κατασταλτική εφαρμογή του Νόμου Εθνικής Ασφάλειας έχει υπονομεύσει την εμπιστοσύνη στο κράτος δικαίου και έχει πλήξει τη διεθνή εικόνα της πόλης.
Η ΕΕ επέκρινε επίσης την περσινή απόφαση της κυβέρνησης του Χονγκ Κονγκ να προωθήσει τον Κανονισμό για τη Διασφάλιση της Εθνικής Ασφάλειας, καθώς και άλλη σχετική νομοθεσία, επεκτείνοντας περαιτέρω τις εξουσίες των αρχών ασφαλείας. Όπως σημείωσε, οι διώξεις κατά ακτιβιστών υπέρ της δημοκρατίας συνεχίζονται, με ανησυχία να προκαλούν οι μακροχρόνιες δικαστικές διαδικασίες, η κράτηση πριν από τη δίκη και η εξωεδαφική εφαρμογή του νόμου.
Η ΕΕ υπογράμμισε ότι επιθυμεί να συνεργαστεί με το Χονγκ Κονγκ σε τομείς όπως το εμπόριο και οι επενδύσεις, επισημαίνοντας όμως ότι απαιτείται η διατήρηση του υψηλού βαθμού αυτονομίας της πόλης. Παράλληλα, κάλεσε τις αρχές να προωθήσουν τη συμφιλίωση στο εσωτερικό της κοινωνίας.
Από την πλευρά της, η Επίτροπος του κινεζικού υπουργείου Εξωτερικών στο Χονγκ Κονγκ απέρριψε τις επικρίσεις των ΗΠΑ και της ΕΕ, κατηγορώντας τους για απόπειρα χρησιμοποίησης του Χονγκ Κονγκ ως μέσου περιορισμού της Κίνας. Σε σχετική δήλωση, κάλεσε τους ξένους αξιωματούχους να σταματήσουν να επεμβαίνουν στις εσωτερικές υποθέσεις της Κίνας και του Χονγκ Κονγκ.

Σύμφωνα με το Συμβούλιο Δημοκρατίας του Χονγκ Κονγκ, που εδρεύει στην Ουάσιγκτον, από την εφαρμογή του νόμου έχουν συλληφθεί τουλάχιστον 332 άτομα για παραβάσεις σχετιζόμενες με την εθνική ασφάλεια, ενώ έχουν ασκηθεί διώξεις σε 189 άτομα και πέντε εταιρείες.
Στις 29 Ιουνίου, το κόμμα League of Social Democrats (LSD), ένα από τα τελευταία κόμματα της αντιπολίτευσης που παρέμενε ενεργό, ανακοίνωσε τη διάλυσή του, επικαλούμενο «τεράστια πολιτική πίεση» εξαιτίας του Νόμου Εθνικής Ασφάλειας. Το LSD ήταν η μοναδική οργάνωση που εξακολουθούσε να πραγματοποιεί μικρές διαδηλώσεις στο Χονγκ Κονγκ εντός του 2025.
Τον Μάρτιο του 2024, η κυβέρνηση προχώρησε στην υιοθέτηση νέας νομοθεσίας εθνικής ασφάλειας — γνωστής ως Άρθρο 23 — με στόχο πολιτικά εγκλήματα όπως η προδοσία και η στάση, επίσης τιμωρούμενα με ισόβια.
Το Χονγκ Κονγκ, πρώην αποικία της Βρετανίας, παραδόθηκε στην κυριαρχία της Κίνας το 1997, βάσει της αρχής «μία χώρα, δύο συστήματα», με την υπόσχεση ότι θα διατηρούσε ελευθερίες και αυτονομία που δεν ισχύουν στην ενδοχώρα. Την 1η Ιουλίου η πόλη γιόρτασε την 28η επέτειο της μεταβίβασης.
Τέλος, σύμφωνα με πρόσφατη έκθεση της οργάνωσης Human Rights Watch, το Χονγκ Κονγκ κυβερνάται πλέον στην πράξη με βάση το μοντέλο «μία χώρα, ένα σύστημα», μετά τις λεγόμενες θεσμικές μεταρρυθμίσεις που ανακοινώθηκαν από το Πεκίνο το 2023, δίνοντας στο καθεστώς της ηπειρωτικής Κίνας ουσιαστικό έλεγχο της πόλης.
Με τη συμβολή του Frank Fang και πληροφορίες από το Reuters