Ειδικοί από τις Ηνωμένες Πολιτείες και το Ιράν πραγματοποίησαν τις πρώτες τους τεχνικές συνομιλίες σχετικά με το μέλλον του ιρανικού πυρηνικού προγράμματος.
Οι συζητήσεις, που διεξήχθησαν στην πρωτεύουσα του Ομάν, Μουσκάτ, ακολούθησαν δύο υψηλού προφίλ συναντήσεις μεταξύ του Αμερικανού προεδρικού απεσταλμένου Στιβ Γουίτκοφ και του Ιρανού υπουργού Εξωτερικών Αμπάς Αραγτσί τις προηγούμενες εβδομάδες.
Ο υπουργός Εξωτερικών του Ομάν, Μπάντρ αλ-Μπουσαΐντι, ο οποίος είχε μεσολαβήσει στους δύο προηγούμενους γύρους συνομιλιών στη Μουσκάτ και τη Ρώμη, δήλωσε ότι το Ιράν και οι Ηνωμένες Πολιτείες «εντόπισαν μια κοινή φιλοδοξία να επιτύχουν συμφωνία βασισμένη στον αμοιβαίο σεβασμό και σε διαρκείς δεσμεύσεις».
«Βασικές αρχές, στόχοι και τεχνικά ζητήματα συζητήθηκαν όλα», έγραψε ο αλ-Μπουσαΐντι στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, προσθέτοντας ότι ένας επόμενος γύρος υψηλόβαθμων συνομιλιών έχει προγραμματιστεί προκαταρκτικά για τις 3 Μαΐου.
Σε αντίθεση με προηγούμενες διαπραγματεύσεις, όπου ο Γουίτκοφ και ο Αραγτσί διαπραγματεύονταν έμμεσα με στόχο να καθορίσουν το γενικό περίγραμμα των θέσεών τους, οι συνομιλίες της 26ης Απριλίου περιελάμβαναν και τεχνικό σκέλος, επικεντρωμένο στις πραγματικότητες περιορισμού του ιρανικού πυρηνικού προγράμματος.
Πέραν του Γουίτκοφ και του Αραγτσί, στην ομάδα της Τεχεράνης συμμετείχε και ο αναπληρωτής υπουργός Εξωτερικών Ματζίντ Ταχτ-ε Ραβαντσί, ενώ την αμερικανική πλευρά εκπροσώπησε ο διευθυντής πολιτικής του Στέιτ Ντιπάρτμεντ, Μάικλ Άντον.
Ο Αραγτσί δήλωσε σε συνέντευξή του στη ιρανική κρατική τηλεόραση ότι οι δύο πλευρές αντάλλαξαν γραπτά σημεία κατά τη διάρκεια της ημέρας και χαρακτήρισε τις συνομιλίες «πολύ σοβαρές και επικεντρωμένες στην ουσία».
«Αυτή τη φορά, οι διαπραγματεύσεις ήταν πολύ πιο σοβαρές σε σχέση με το παρελθόν και σταδιακά προχωρήσαμε σε πιο εις βάθος και λεπτομερείς συζητήσεις», είπε.
«Διαφορές εξακολουθούν να υφίστανται τόσο σε βασικά ζητήματα όσο και σε λεπτομέρειες», πρόσθεσε.
Ο πρόεδρος Ντόναλντ Τραμπ έχει θέσει ως προτεραιότητα της εξωτερικής του πολιτικής την αποτροπή απόκτησης πυρηνικών όπλων από την Τεχεράνη, ενώ η κυβέρνησή του έχει εκφράσει προθυμία να επιτρέψει στο Ιράν να διατηρήσει εγκαταστάσεις πυρηνικής ενέργειας, υπό την προϋπόθεση ότι θα σταματήσει τον εμπλουτισμό ουρανίου και δεν θα επιδιώξει την κατασκευή πυρηνικών όπλων.
Το Ιράν διατεινόταν στο παρελθόν ότι το πυρηνικό του πρόγραμμα είχε αποκλειστικά ειρηνικούς σκοπούς, ωστόσο τα τελευταία χρόνια άφησε να εννοηθεί ότι θα μπορούσε να αποκτήσει πυρηνικά όπλα, χωρίς να έχει ακόμη λάβει σχετική απόφαση.
Από το 2018, όταν ο Τραμπ αποχώρησε μονομερώς από μια διμερή πυρηνική συμφωνία που επέβαλλε περιορισμούς στις πυρηνικές του δραστηριότητες, η Τεχεράνη έχει αυξήσει σημαντικά τον εμπλουτισμό ουρανίου σε επίπεδα κοντά σε αυτά που απαιτούνται για την κατασκευή όπλων. Τότε, ο Τραμπ είχε επικρίνει τη συμφωνία ως «μία από τις χειρότερες και πιο μονόπλευρες συμφωνίες στις οποίες έχουν εμπλακεί ποτέ οι Ηνωμένες Πολιτείες», λέγοντας ότι «έδωσε στο ιρανικό καθεστώς υπερβολικά πολλά σε αντάλλαγμα για πολύ λίγα».
Οι ηγέτες των αμερικανικών υπηρεσιών πληροφοριών έχουν δηλώσει εδώ και χρόνια ότι το Ιράν θα μπορούσε να κατασκευάσει πυρηνικό όπλο μέσα σε λίγες εβδομάδες, αν το αποφάσιζε.
Έκθεση του πυρηνικού παρατηρητηρίου του ΟΗΕ που δημοσιεύτηκε στις αρχές του 2025 υποστήριξε ότι το Ιράν είχε επιταχύνει την παραγωγή εμπλουτισμένου ουρανίου σε τέτοιο βαθμό, ώστε θα μπορούσε να κατασκευάσει περίπου έξι πυρηνικές κεφαλές εφόσον το αποφάσιζε.
Ο Τραμπ έχει δηλώσει ότι οι τρέχουσες διαπραγματεύσεις με την Τεχεράνη είναι μια ύστατη προσπάθεια αποτροπής ολοκληρωτικής σύγκρουσης μεταξύ των δύο χωρών, προειδοποιώντας ότι θα βομβαρδίσει το Ιράν αν δεν περιορίσει το πυρηνικό του πρόγραμμα.
«Αν δεν επιτευχθεί συμφωνία, θα υπάρξει βομβαρδισμός, και μάλιστα βομβαρδισμός όπως δεν έχουν ξαναδεί ποτέ», έγραψε σε ανάρτησή του στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης στις 30 Μαρτίου.
Δεν είναι σαφές πόσο θα διαρκέσουν οι συνομιλίες. Ένα από τα κύρια σημεία συζήτησης αναμένεται να είναι ο Ερευνητικός Πυρηνικός Αντιδραστήρας της Τεχεράνης.
Οι ιρανικές αρχές ξεκίνησαν τον εμπλουτισμό ουρανίου το 2010 για την τροφοδοσία του αντιδραστήρα αυτού, ο οποίος είχε δοθεί στο Ιράν από τις Ηνωμένες Πολιτείες τη δεκαετία του 1960 για ερευνητικούς σκοπούς.
Ο αντιδραστήρας είχε σχεδιαστεί για να λειτουργεί για 25 χρόνια, ωστόσο η Τεχεράνη κατάφερε, με τη βοήθεια διεθνών εταίρων, να τον μετατρέψει ώστε να λειτουργεί με χαμηλού εμπλουτισμού ουράνιο. Όταν, στα τέλη της δεκαετίας του 2000, το Ιράν εξάντλησε τα αποθέματα χαμηλού εμπλουτισμού ουρανίου, αποφάσισε να παράγει δικό του υψηλού εμπλουτισμού ουράνιο για καύσιμο και δεν εγκατέλειψε ποτέ αυτή την πορεία.
Το Ιράν υπήρξε κάποτε ένας από τους στενότερους συμμάχους των Ηνωμένων Πολιτειών στη Μέση Ανατολή. Η ιρανική μοναρχία αγόραζε αμερικανικά όπλα και θεωρούνταν από τους Αμερικανούς ηγέτες ως μια αυταρχική αλλά εκσυγχρονιστική δύναμη, που λειτουργούσε ως ανάχωμα στην εξάπλωση του κομμουνισμού.
Η σχέση αυτή τερματίστηκε το 1979, όταν ο Ιρανός μονάρχης διέφυγε και οι ισλαμιστικές δυνάμεις κατέλαβαν την εξουσία. Έκτοτε, η Ισλαμική Δημοκρατία του Ιράν αντιτάσσεται στον κοσμικό μοντερνισμό που συνδέεται με τις Ηνωμένες Πολιτείες και καλεί ανοιχτά στην καταστροφή του Ισραήλ και των Ηνωμένων Πολιτειών.
Οι εντάσεις μεταξύ Ουάσινγκτον και Τεχεράνης έχουν κλιμακωθεί στα πρόθυρα ρήξης τα τελευταία χρόνια, εν μέρει λόγω της οικονομικής και στρατιωτικής υποστήριξης του Ιράν σε τρομοκρατικές οργανώσεις όπως η Χαμάς στη Λωρίδα της Γάζας, η Χεζμπολάχ στον Λίβανο και οι Χούθι στην Υεμένη.