ΟΥΑΣΙΓΚΤΟΝ – Καθώς η πανδημία COVID-19 εξαπλωνόταν παγκοσμίως το 2020, τα νοσοκομεία των Ηνωμένων Πολιτειών βρέθηκαν να πασχίζουν να εξασφαλίσουν μάσκες, γάντια και άλλες βασικές ιατρικές προμήθειες.
Η κρίση αυτή λειτούργησε ως ηχηρό καμπανάκι κινδύνου για τις ΗΠΑ, παρά την ηγετική τους θέση στη φαρμακευτική βιομηχανία. Πολιτικοί και παράγοντες στον τομέα της Υγείας δεσμεύτηκαν να αντιμετωπίσουν τη σοβαρή εξάρτηση της χώρας από εισαγόμενα ιατρικά εφόδια — ένα πρόβλημα που μέχρι τότε είχε περάσει σχεδόν απαρατήρητο.
Ωστόσο, λίγα έχουν αλλάξει από τότε, όπως επεσήμανε ο Μάικλ Άινχορν, ιδρυτής της εταιρείας ιατρικών προμηθειών Dealmed με έδρα τη Νέα Υόρκη, σε δηλώσεις του στην Epoch Times. Ο Άινχορν θυμήθηκε τον Μάρτιο του 2020, όταν έγινε μάρτυρας αυτού που περιέγραψε ως «εφιάλτη της εφοδιαστικής αλυσίδας», καθώς οι αποστολές από την Κίνα σταμάτησαν απότομα.
Σύμφωνα με τον ίδιο, η αμερικανική εφοδιαστική αλυσίδα για γενόσημα φάρμακα εξακολουθεί να εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από την παγκόσμια παραγωγή, με σημαντικό ποσοστό των πρώτων υλών να προέρχεται από την Κίνα.
Στην προσπάθεια περιορισμού αυτής της εξάρτησης, η κυβέρνηση Τραμπ ανακοίνωσε την 1η Απριλίου την έναρξη έρευνας, στο πλαίσιο του άρθρου 232, για να εξεταστούν οι επιπτώσεις των εισαγωγών φαρμάκων και των συστατικών τους στην εθνική ασφάλεια. Παράλληλα, δρομολογήθηκε και μια αντίστοιχη έρευνα για τους ημιαγωγούς.
Ο Άινχορν σχολίασε πως αυτές οι έρευνες ήταν «πολυαναμενόμενες», επισημαίνοντας ότι η εξάρτηση των ΗΠΑ από την Κίνα στον τομέα των φαρμάκων είναι το αποτέλεσμα της μακρόχρονης στρατηγικής του Πεκίνου για κυριαρχία σε καίριους τομείς, σε συνδυασμό με δομικά προβλήματα του αμερικανικού συστήματος υγείας και την απουσία αποφασιστικής πολιτικής βούλησης από την πλευρά της Ουάσιγκτον.
Σύμφωνα με ειδικούς του κλάδου, η φαρμακοβιομηχανία διαφέρει από τη βιομηχανία αυτοκινήτων, όπου η κυβέρνηση των ΗΠΑ αναγνωρίζει ότι δεν μπορεί να επιβάλει δασμούς χωρίς ένα συνολικό στρατηγικό σχέδιο, καθώς κάτι τέτοιο θα προκαλούσε σοβαρές ελλείψεις και αυξήσεις τιμών.
Ο Άινχορν επεσήμανε ότι η κατάσταση αυτή προσφέρει σημαντικό πλεονέκτημα στην Κίνα, λέγοντας χαρακτηριστικά πως «έχουν όλα τα ατού» — κάτι που, όπως σημείωσε, πολλοί δεν θέλουν να παραδεχτούν.
Απειλή για την εθνική ασφάλεια
Η απώλεια της δυνατότητας των Ηνωμένων Πολιτειών να παράγουν σωτήρια φάρμακα λόγω της μεταφοράς της παραγωγής στο εξωτερικό, κυρίως στην Κίνα, συνιστά απειλή για την εθνική ασφάλεια, σύμφωνα με ειδικούς.
Όπως υποστηρίζει η Ρόζμαρυ Γκίμπσον, συγγραφέας του βιβλίου «China RX: Exposing the Risks of America’s Dependence on China for Medicine» («Η κινεζική συνταγή: Αποκαλύπτοντας τους κινδύνους της εξάρτησης της Αμερικής από την Κίνα για φάρμακα»), πρόκειται για πρόβλημα που έχει δημιουργήσει ο άνθρωπος, αλλά που είναι δυνατόν να αντιμετωπιστεί.
Σε συνέντευξή της στον παρουσιαστή της εκπομπής «American Thought Leaders» του Epoch TV, Γιαν Γεκιέλεκ, δήλωσε ότι το υπάρχον σύστημα είναι «σχεδιασμένο με ακρίβεια για καταστροφική αποτυχία και σημαντική απώλεια ανθρώπινων ζωών» — και αυτό, όπως είπε, πρέπει να αλλάξει.
Η Γκίμπσον ανέφερε ότι οι ΗΠΑ δεν μπορούν πλέον να παράγουν οι ίδιες εξ ολοκλήρου αντιβιοτικά, περιλαμβανομένης της πενικιλίνης και άλλων ουσιών κρίσιμων για τη θεραπεία σηψαιμίας, πνευμονίας και σεξουαλικώς μεταδιδόμενων νοσημάτων.

Η νέα έρευνα βάσει του άρθρου 232 καλύπτει τόσο τα τελικά γενόσημα και μη γενόσημα φάρμακα όσο και τις κρίσιμες πρώτες ύλες, όπως τα δραστικά συστατικά και τα βασικά αρχικά υλικά, καθώς και τα παράγωγα προϊόντα τους. Πολλοί αναλυτές εθνικής ασφάλειας εκφράζουν την ελπίδα ότι η έρευνα αυτή θα βοηθήσει την αμερικανική κυβέρνηση να καταρτίσει ένα στοχευμένο και αποτελεσματικό στρατηγικό σχέδιο.
Ο Βίκτορ Σουάρες, απόστρατος συνταγματάρχης του αμερικανικού στρατού και επισκέπτης ερευνητής στο Συµβούλιο Στρατηγικών Κινδύνων (Council on Strategic Risks), δήλωσε στην Epoch Times ότι όταν μια χώρα χάνει τη βιομηχανική της βάση — δηλαδή, την ικανότητα να παράγει — γίνεται ιδιαίτερα ευάλωτη.
Υπενθύμισε ότι κατά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, η συμβολή του ιδιωτικού τομέα ήταν καθοριστική για τη νίκη των ΗΠΑ, καθώς εργοστάσια που παρήγαν αυτοκίνητα και οικιακές συσκευές στράφηκαν άμεσα στην κατασκευή πολεμικού υλικού. Όπως ανέφερε χαρακτηριστικά, «ήταν η βιομηχανία που έσωσε τη χώρα μας».
Στο βιβλίο της, η Γκίμπσον περιγράφει πώς το Πεκίνο χρησιμοποίησε τη γνωστή του στρατηγική για να κυριαρχήσει σε βασικούς τομείς όπως τα φάρμακα, εξηγώντας πώς αυτές οι εμπορικές πρακτικές συνέβαλαν στο κλείσιμο της τελευταίας μονάδας ζύμωσης πενικιλίνης στις ΗΠΑ, στις αρχές της δεκαετίας του 2000.
Μετά την ένταξή της στον Παγκόσμιο Οργανισμό Εμπορίου το 2001, η Κίνα άρχισε να πλημμυρίζει την παγκόσμια αγορά με φθηνές πρώτες ύλες πενικιλίνης. Σύμφωνα με τη Γκίμπσον, ο στόχος ήταν να εκτοπιστούν οι παραγωγοί των ΗΠΑ, της Ευρώπης, ακόμη και της Ινδίας. Όταν η Κίνα πέτυχε την κυριαρχία της στην αγορά, προχώρησε σε αύξηση των τιμών.
Το μυστικό όπλο της Κίνας
Η Κίνα αποτελεί κυρίαρχο προμηθευτή φαρμακευτικών πρώτων υλών παγκοσμίως. Σύμφωνα με εκτιμήσεις της Ρόζμαρυ Γκίμπσον, οι Ηνωμένες Πολιτείες εξαρτώνται από την Κίνα για το 95% περίπου των βασικών συστατικών που απαιτούνται για την παραγωγή γενοσήμων φαρμάκων.
Ακόμη κι αν οι ΗΠΑ μειώσουν την άμεση εξάρτησή τους από τα φάρμακα που προέρχονται από την Κίνα, θα εξακολουθούν να αγοράζουν φαρμακευτικά προϊόντα από χώρες που βασίζονται σε κινεζικά συστατικά, όπως τα δραστικά φαρμακευτικά συστατικά (Active Pharmaceutical Ingredients – APIs) και τα βασικά αρχικά υλικά (Key Starting Materials – KSMs).
Η εφοδιαστική αλυσίδα των φαρμάκων περιλαμβάνει συχνά πολυεπίπεδα στάδια παραγωγής, στα οποία τα KSMs παράγονται στην Κίνα και μεταφέρονται σε χώρες όπως η Ινδία για την παρασκευή των APIs. Η Κίνα κυριαρχεί και στην παραγωγή APIs. Ποιοτικά φάρμακα και APIs παράγονται επίσης στην Ιρλανδία. Το τελικό προϊόν εισάγεται και πάλι στις Ηνωμένες Πολιτείες.

Ο Μάικλ Άινχορν εξήγησε ότι «χωρίς τα KSMs δεν μπορείς να φτιάξεις APIs, και χωρίς APIs δεν μπορείς να παρασκευάσεις τα τελικά φάρμακα», τονίζοντας ότι η Κίνα βρίσκεται στη βάση της παγκόσμιας φαρμακευτικής εφοδιαστικής αλυσίδας.
Ο Ντόναλντ Τραμπ έχει εκφράσει την πεποίθηση ότι η επιβολή δασμών στα φάρμακα θα ενισχύσει την εγχώρια παραγωγή και θα μειώσει την εξάρτηση από το εξωτερικό. Σε δηλώσεις του, στις 15 Απριλίου, ανέφερε ότι οι ΗΠΑ πλέον δεν παράγουν τα δικά τους φάρμακα, σημειώνοντας ότι οι φαρμακευτικές εταιρείες δραστηριοποιούνται στην Ιρλανδία και σε άλλες χώρες, περιλαμβανομένης της Κίνας. Υποστήριξε ότι αρκεί να επιβάλει έναν δασμό για να επιταχυνθεί η επιστροφή της παραγωγής στις ΗΠΑ.
Έπεται συνέχεια
Στο πλαίσιο της εν εξελίξει έρευνας, η κυβέρνηση συλλέγει πληροφορίες από ένα ευρύ φάσμα ενδιαφερόμενων μερών, όπως ηγετικά στελέχη της αγοράς, επαγγελματικές ενώσεις, ακαδημαϊκούς και ειδικούς.
Ο υπουργός Εμπορίου Χάουαρντ Λούτνικ δήλωσε στο ABC News, στις 13 Απριλίου, ότι οι αποφάσεις για τους δασμούς στους τομείς των φαρμάκων και των ημιαγωγών θα ληφθούν «μέσα στους επόμενους δύο μήνες».
Τόνισε ότι οι τομεακοί δασμοί στους συγκεκριμένους κλάδους δεν θα αποτελέσουν αντικείμενο διαπραγμάτευσης με άλλες χώρες, διευκρινίζοντας πως αποτελούν μέρος της προσπάθειας επαναπατρισμού κρίσιμων παραγωγικών τομέων για λόγους εθνικής ασφάλειας.

Ο Βίκτορ Σουάρες εκτίμησε ότι οι δασμοί από μόνοι τους δεν επαρκούν για την επίτευξη ενός αποτελεσματικού στρατηγικού σχεδίου. Υποστήριξε ότι θα πρέπει να υπάρξει και ένα σύστημα κινήτρων για την ενίσχυση της εγχώριας παραγωγής, που θα μπορούσε να περιλαμβάνει φορολογικές ελαφρύνσεις για τις εταιρείες που επεκτείνουν τη δραστηριότητά τους, εκσυγχρονίζουν τις εγκαταστάσεις τους ή επενδύουν σε νέο εξοπλισμό.
Όπως σημείωσε, το 90 έως 92% των φαρμάκων που καταναλώνουν οι Αμερικανοί ανήκουν στην κατηγορία των γενοσήμων, η οποία, σε αντίθεση με τα επώνυμα φάρμακα, δεν προσελκύει επενδύσεις από κεφάλαια επιχειρηματικού κινδύνου ή ιδιωτικά κεφάλαια. Κατά συνέπεια, επαφίεται στο κράτος να καλύψει αυτό το κενό.
Ο Σουάρες πρότεινε επίσης τη δημιουργία μιας στρατηγικής αποθήκης φαρμακευτικών πρώτων υλών, παρόμοιας με το στρατηγικό απόθεμα πετρελαίου που διατηρούν οι Ηνωμένες Πολιτείες από τη δεκαετία του 1970.
Εκτίμησε ότι οι αποθήκες KSMs και APIs θα μπορούσαν να διατηρούνται για χρόνια στις ΗΠΑ, προσφέροντας στρατηγική ευελιξία και προσαρμοστικότητα.
Το στρατηγικό απόθεμα πετρελαίου, το μεγαλύτερο στον κόσμο, δημιουργήθηκε μετά το αραβικό εμπάργκο πετρελαίου του 1973–1974, το οποίο προκάλεσε σοβαρές ελλείψεις και παγκόσμια ενεργειακή κρίση.
Ο Σουάρες τόνισε ότι κάθε υπεύθυνος οργανισμός, είτε πρόκειται για έθνος είτε για επιχείρηση, διαθέτει κάποιο σχέδιο αντιμετώπισης έκτακτων αναγκών. Αναρωτήθηκε γιατί να μην υπάρχει αντίστοιχο σχέδιο και για τη φαρμακευτική βιομηχανία.