Η Κίνα έχει κατασκευάσει ένα περίπλοκο σύστημα οικονομικής και στρατηγικής επιρροής στην Τουρκία, το οποίο αποτελεί ένα παράδειγμα της λεγόμενης «αόρατης χρηματοδότησης» — όπου η επιρροή δεν ασκείται μόνο μέσω αμέσων πολιτικών αποφάσεων αλλά μέσω εμπορικών δεσμών, τεχνολογικής εξάρτησης και σταδιακής διείσδυσης σε κρίσιμες υποδομές.
Οι μεγάλες επενδύσεις και η στρατηγική της Κίνας
Η Κίνα έχει γίνει ο τρίτος μεγαλύτερος εξαγωγέας για την Τουρκία μετά τη Γερμανία και τη Ρωσία, με τις κινεζικές επενδύσεις να φτάνουν τα 5 δισεκατομμύρια δολάρια από το 2024. Μεταξύ των κύριων επενδυτικών έργων συγκαταλέγονται:
Λιμενικές υποδομές και εμπορικές δίοδοι: Η κινεζική εταιρεία Cosco Pacific, σε συνεργασία με την China Merchants Holdings International και CIC Capital, απέκτησε το 65% του λιμανιού Kumport της Κωνσταντινούπολης — το τρίτο μεγαλύτερο λιμάνι της Τουρκίας — αντί 940 εκατομμυρίων δολαρίων. Αυτή η κίνηση αποτελεί την κομβική επένδυση της Πρωτοβουλίας «Μία ζώνη, ένας δρόμος» (Belt and Road Initiative – BRI) στη Τουρκία, καθώς ενισχύει την ικανότητα της Κίνας να ελέγχει τις θαλάσσιες διαδρομές προς τη Μεσόγειο.
Υποδομές και έργα μεταφοράς: Το 2019, μια κινεζική κοινοπραξία αγόρασε το 51% της ιταλικής εταιρείας Astaldi για το έργο του διεθνούς δρόμου ταχείας κυκλοφορίας στην Κωνσταντινούπολη και της τρίτης κρεμαστής γέφυρας που συνδέει την Ασία με την Ευρώπη, για 669 εκατομμύρια δολάρια. Αυτά τα έργα δεν είναι απλώς εμπορικές επενδύσεις, αλλά και συμβολικές γεωπολιτικές κινήσεις που ενισχύουν την κινεζική παρουσία ως δύναμη που συνδέει τις ηπείρους.
Ηλεκτρονικό εμπόριο και τεχνολογικός έλεγχος: Η Alibaba, ο κινεζικός γίγαντας του ηλεκτρονικού εμπορίου, απέκτησε το 75% της τουρκικής πλατφόρμας Trendyol για 728 εκατομμύρια δολάρια (και στη συνέχεια ανέβασε το μερίδιό της στο 86,5%), με σχέδιο να επενδύσει συνολικά 2 δισεκατομμύρια δολάρια στην Τουρκία. Αυτή η επένδυση δείχνει την πρόθεση της Κίνας να ελέγχει όχι μόνο υλικές υποδομές αλλά και τα ψηφιακά κανάλια του εμπορίου.
Κατασκευές και υπηρεσίες: Οι κινεζικές εταιρείες Xiaomi και Oppo έχουν δημιουργήσει εργοστάσια συναρμολόγησης στην Κωνσταντινούπολη, με την πρώτη να απασχολεί 2.000 εργαζόμενους και τη δεύτερη περίπου 1.000. Αν και αυτά τα εργοστάσια δεν μεταφέρουν προηγμένη τεχνολογία στην Τουρκία, εκμεταλλεύονται τους χαμηλότερους μισθούς της Τουρκίας (250 δολάρια) σε σχέση με τη Σαγκάη (400 δολάρια), και τις συμφωνίες ελεύθερου εμπορίου που έχει συνάψει η Τουρκία με την Ευρώπη.
Στον τομέα των τηλεπικοινωνιών, η κινεζική επιρροή είναι ιδιαίτερα σημαντική. Η κινεζική εταιρεία Huawei συνεργάζεται με την Türk Telekom για την ανάπτυξη δικτύων 5G, με τη δεύτερη να αποτελεί την κορυφαία τηλεπικοινωνιακή εταιρεία της Τουρκίας. Επιπλέον, η κινεζική εταιρεία απέκτησε το 48% της τουρκικής εταιρείας Netas, η οποία παράγει και αναπτύσσει λογισμικό πολιτικών και στρατιωτικών επικοινωνιών — μια ενέργεια ιδιαίτερα ευαίσθητη δεδομένου ότι αφορά το πεδίο της εθνικής ασφάλειας.
Η διαχείριση της πυραυλικής τεχνολογίας ως σημείο τριβής
Ενώ οι οικονομικές σχέσεις Κίνας-Τουρκίας ενισχύονται, στον τομέα των εξελιγμένων στρατιωτικών συστημάτων και ιδιαίτερα της πυραυλικής τεχνολογίας, η συνεργασία υπήρξε περιορισμένη και διακοπτόμενη. Το 2013, η Τουρκία και η Κίνα υπέγραψαν μια συμφωνία για την κατασκευή ενός κινεζικού αντιπυραυλικού συστήματος HQ-9 (FD-2000) ύψους 3,4 δισεκατομμυρίων δολαρίων, με τη μεταφορά τεχνολογίας να αποτελεί κρίσιμο στοιχείο. Ωστόσο, η συμφωνία ακυρώθηκε το 2015 ύστερα από ισχυρή πίεση των ΗΠΑ.
Οι λόγοι αυτής της ακύρωσης ήταν πολύπλοκοι: αφ’ ενός οι ΗΠΑ ανησύχησαν ότι ένα κινεζικό σύστημα δεν θα ήταν συμβατό με τα συστήματα του ΝΑΤΟ αφ’ ετέρου υπήρξε δυσαρέσκεια σχετικά με την ένταξη του κινεζικού κατασκευαστή στις λίστες κυρώσεων για εμπορία με το Ιράν, τη Βόρεια Κορέα και τη Συρία. Ωστόσο, το σημαντικό γεγονός είναι ότι η Κίνα είχε προσφέρει πλήρη μεταφορά τεχνολογίας και συμπαραγωγή σε ποσοστό 50-50, όρους πολύ πιο ελκυστικούς για την Τουρκία από εκείνους των δυτικών εταιρειών.
Καθώς ο κινεζικός δρόμος αποκλείστηκε, η Τουρκία στράφηκε προς τη Ρωσία και το σύστημα S-400, το οποίο αγόρασε για 2,5 δισεκατομμύρια δολάρια. Το S-400 είναι ένα αντιαεροπορικό σύστημα πυραύλων με εμβέλεια έως 400 χιλιόμετρα και ικανότητα να χτυπά στόχους σε ύψος έως 27 χιλιομέτρων. Παρά τις προειδοποιήσεις του ΝΑΤΟ για τη συμβατότητα με τα συστήματα του Συμμαχίας και την πιθανότητα κατασκοπείας σχετικά με το F-35 αεροσκάφος, η Τουρκία ολοκλήρωσε τις παραδόσεις και σήμερα διατηρεί τα συστήματα, παρότι δεν έχουν ενσωματωθεί πλήρως στις δυνατότητες του ΝΑΤΟ.
Ο «Μεσαίος Διάδρομος» και η ανταγωνιστική δυναμική
Ενώ η πυραυλική συνεργασία τερματίστηκε, η Κίνα και η Τουρκία έχουν εντείνει τη συνεργασία τους στο πεδίο των εμπορικών διαδρομών. Ο «Μεσαίος Διάδρομος» (Middle Corridor), γνωστός και ως Trans-Caspian International Transport Route (TITR), είναι μια κρίσιμη εμπορική διαδρομή που συνδέει την Κίνα με την Ευρώπη μέσω του Καζακστάν, της Κασπίας Θάλασσας, του Αζερμπαϊτζάν και της Γεωργίας, περνώντας τελικώς από την Τουρκία. Το 2022, ο όγκος φορτίου σε αυτόν τον διάδρομο διπλασιάστηκε σε 1,5 εκατομμύρια τόνους.
Η Maersk, μια από τις μεγαλύτερες ναυτιλιακές εταιρείες του κόσμου, ξεκίνησε τον Απρίλιο του 2023 μια ανανεωμένη σιδηροδρομική υπηρεσία μέσω του Μεσαίου Διαδρόμου, ως απάντηση στις αναγκαίες αλλαγές στις αλυσίδες εφοδιασμού εξαιτίας της κρίσης στην Ουκρανία. Το πρώτο τρένο αναχώρησε από το Σι’αν (Xi’an) της Κίνας στις 13 Απριλίου, μεταφέροντας τόνους εμπορευμάτων μέσω του Καζακστάν, της Κασπίας Θάλασσας, του Αζερμπαϊτζάν, της Γεωργίας, φθάνοντας τελικώς στη Ρουμανία και τη Γερμανία. Σήμερα, οι σιδηροδρομικές υπηρεσίες από το Σι’αν προς την Ευρώπη χρειάζονται περίπου 29-30 ημέρες διαδρομής, χρόνο σημαντικά λιγότερο από αυτόν που απαιτούν οι παραδοσιακές θαλάσσιες διαδρομές.
Η Τουρκία έχει θέσει τον εαυτό της ως κεντρική δύναμη στη Μεσαία Διαδρομή, στηριζόμενη στην Οργάνωση των Τουρκικών Κρατών και τη συνεργασία με την Κίνα. Αυτή η σχέση αποτελεί, για την Κίνα, ένα κρίσιμο κομμάτι του BRI, καθώς επιτρέπει στο Πεκίνο να παρακάμψει τους περιορισμούς που επιβάλλουν οι ρωσικές κυρώσεις στις τυπικές βόρειες διαδρομές.
Ωστόσο, ενώ η Κίνα έχει επεκτείνει τις οικονομικές της δυνατότητες, η Ρωσία παραμένει κύριος στρατιωτικός και γεωπολιτικός εταίρος της Τουρκίας. Η συμφωνία αγοράς του S-400 το 2017 αποτελεί ένα σημείο αυτής της δυναμικής. Παράλληλα, η Τουρκία, η Ρωσία και το Ιράν διατηρούν το λεγόμενο «Astana Format» για τη Συρία — μια τριμερή συνεργασία που αντιπροσωπεύει ένα παίγνιο δίχως σαφείς νικητές.
Η Ρωσία, γνωρίζοντας τις ανάγκες του Ταγίπ Ερντογάν να συνεργαστεί με ολιγαρχικά καθεστώτα, και έχοντας πλήρη έλεγχο της τουρκικής οικονομίας μέσω της εξάρτησης από το ρωσικό φυσικό αέριο, έχει δημιουργήσει ένα δίκτυο γεωπολιτικών εξάρτησης που κάνει τη Τουρκία ένα πολύτιμο εργαλείο για την αμφισβήτηση του Διεθνούς Δικαίου. Αυτό αντανακλάται στη δυναμική του δόγματος της «Γαλάζιας Πατρίδας», το οποίο στηρίζεται εξίσου στη ρωσική υποστήριξη όσο και στις κινεζικές τεχνολογικές δυνατότητες.
Παρά τις περιορισμένες δυνατότητες στη πυραυλική τεχνολογία, η Τουρκία έχει προχωρήσει σημαντικά στην ανάπτυξη των δικών της αμυντικών συστημάτων. Το 2024, η Τουρκία κατάκτησε την 11η θέση παγκοσμίως σε εξαγωγές άμυνας, με πωλήσεις 7,1 δισεκατομμυρίων δολαρίων. Περίπου το 80% των τουρκικών στρατιωτικών αναγκών καλύπτονται πλέον από εγχώρια παραγωγή.








