ΝΕΟ ΔΕΛΧΙ – Σε διπλωματικές πλατφόρμες, η Κίνα ζητά αμοιβαία υποστήριξη και χαλάρωση των στρατιωτικών εντάσεων με την Ινδία, αλλά κρυφά συνεχίζει να επιταχύνει τη χρήση νοητικού πολέμου εναντίον της υποηπείρου, υποστηρίζουν στρατηγικοί αναλυτές.
Ο Ινδός υπουργός Εξωτερικών Σουμπραχμανιάμ Τζαϊσανκάρ και ο κορυφαίος διπλωμάτης της Κίνας Γουάνγκ Γι συναντήθηκαν στο περιθώριο της ASEAN στην πρωτεύουσα της Ινδονησίας Τζακάρτα στις 14 Ιουλίου. Ο Γουάνγκ κάλεσε για υποστήριξη αντί για καχυποψία μεταξύ των δύο μεγάλων γειτονικών χωρών.
«Οι δύο πλευρές θα πρέπει να στηρίζουν η μία την άλλη και να επιτυγχάνουν πράγματα από κοινού, αντί να φθείρονται ή να υποψιάζονται η μία την άλλη», δήλωσε ο κος Γουάνγκ.
Ωστόσο, στρατηγικοί αναλυτές χαρακτηρίζουν τα λόγια του κου Γουάνγκ μπλόφα και λένε ότι μετά την αιματηρή σύγκρουση στην κοιλάδα Γκαλουάν, το Πεκίνο έχει εντείνει τον νοητικό πόλεμο κατά της Ινδίας. Εν τω μεταξύ, η Ινδία λαμβάνει αντίμετρα.
«Οι εκτεταμένες προσπάθειες της Κίνας στον νοητικό πόλεμο που υποστηρίζεται από την τεχνητή νοημοσύνη (ΤΝ) εφαρμόζονται σε όλο τον κόσμο, σε όλα τα σημεία καμπής, σε όλους τους τομείς [δηλαδή] τον οικονομικό, τον διπλωματικό, τον πολιτικό και τον στρατιωτικό», δήλωσε ο συνταξιούχος Συνταγματάρχης Βιναγιάκ Μπατ, πρώην αξιωματικός των ινδικών στρατιωτικών πληροφοριών, στην Epoch Times με γραπτό μήνυμά του.
«Αυτός ο νοητικός πόλεμος κατά της Ινδίας επιτάθηκε μετά το Γκαλουάν. Ωστόσο, η Ινδία έχει κατανοήσει τα νοητικά παιχνίδια της Κίνας και αντιμετωπίζει τις προσπάθειες του ΚΚΚ με αντίμετρα όπως η προεπιλογή, η άμεση αντιμετώπιση, η έμμεση αντιμετώπιση, ο αντιπερισπασμός και η εκπαίδευση του κοινού που στοχεύεται.»
Η σύγκρουση στην κοιλάδα Γκαλουάν ήταν μια άγρια μάχη μεταξύ κινεζικών και ινδικών δυνάμεων τον Ιούνιο του 2020, όπου χρησιμοποιήθηκαν ξύλα και πέτρες, με αποτέλεσμα δεκάδες θύματα και από τις δύο πλευρές.
Οι ισχυρισμοί έγιναν παράλληλα με τη δημοσίευση έκθεσης για το πρόγραμμα NeuroStrike του Κομμουνιστικού Κόμματος της Κίνας (ΚΚΚ) από τους Αμερικανούς ερευνητές Δρα Ράιαν Κλαρκ, Δρα Σον Λιν και Δρα Λ. Τζ. Ηντς.
Ο Δρ Κλαρκ είναι ανώτερος συνεργάτης στο Ινστιτούτο Ανατολικής Ασίας του Εθνικού Πανεπιστημίου της Σιγκαπούρης, ενώ ο Δρ Λιν είναι πρώην μικροβιολόγος του αμερικανικού στρατού, ο οποίος εργάζεται τώρα στο Κολέγιο Feitan. Ο κος Ηντς, πρώην αξιωματικός πληροφοριών της Πολεμικής Αεροπορίας, ειδικεύεται σήμερα στην τεχνητή νοημοσύνη για την κοινότητα πληροφοριών των ΗΠΑ.
Με τίτλο «Απαρίθμηση, στόχευση και κατάρρευση του προγράμματος NeuroStrike του Κομμουνιστικού Κόμματος της Κίνας» η έκθεση ισχυρίζεται ότι το κινεζικό πρόγραμμα μπορεί να απενεργοποιήσει τις γνωσιακές ικανότητες των στόχων και να ελέγξει τους εγκεφάλους τους.
«Υπήρξε μια απότομη στατιστική αύξηση της κινεζικής στρατιωτικής δραστηριότητας στη Θάλασσα της Νότιας Κίνας, τη Θάλασσα της Ανατολικής Κίνας, τα Στενά της Ταϊβάν και κατά μήκος των σινο-ινδικών συνόρων κατά τη διάρκεια των πιο οξυμένων φάσεων της επιδημίας του COVID-19 το 2020 και το 2021», σημειώνεται στην έκθεση, γεγονός που υποδηλώνει ότι η Κίνα χρησιμοποίησε τον COVID-19 ως στρατηγική ευκαιρία.
Ο γνωσιακός πόλεμος της Κίνας συχνά προεξοφλείται ως απλή στρατιωτική στρατηγική, όμως στην πραγματικότητα χρησιμοποιείται ενεργά για την προώθηση του στόχου της Κίνας για παγκόσμια κυριαρχία, προειδοποίησε ο συνταγματάρχης Μπατ.
Ψέματα και νοητικά παιχνίδια
Οι συγγραφείς της πρόσφατης έκθεσης περιέγραψαν το NeuroStrike ως τη «μηχανική στόχευση των εγκεφάλων των πολεμιστών και των πολιτών με τη χρήση διακριτής μη κινητικής τεχνολογίας για την εξασθένιση της νόησης, τη μείωση της επίγνωσης καταστάσεων, την πρόκληση μακροχρόνιας νευρολογικής υποβάθμισης και την υποβάθμιση των φυσιολογικών νοητικών λειτουργιών».
Γενικά, ο μη κινητικός πόλεμος είναι ο πόλεμος που διεξάγεται με άλλα μέσα εκτός από την άμεση, συμβατική στρατιωτική δράση.
Αυτό μπορεί να σημαίνει τακτικές όπως ο πληροφοριακός πόλεμος, ο κυβερνοπόλεμος ή οι ψυχολογικές επιχειρήσεις. Ωστόσο, η έκθεση κρούει τον κώδωνα του κινδύνου και για τακτικές όπως οι ηλεκτρομαγνητικές επιθέσεις που χρησιμοποιούν την τεχνολογία για να στοχεύσουν άμεσα τον ανθρώπινο εγκέφαλο.
Η έκθεση αναφέρει ότι το ΚΚΚ έχει εδραιωθεί ως παγκόσμιος ηγέτης στην ανάπτυξη οπλικών πλατφορμών που «επιτίθενται άμεσα ή ακόμη και ελέγχουν τους εγκεφάλους θηλαστικών (συμπεριλαμβανομένων των ανθρώπων) με όπλα μικροκυμάτων/κατευθυνόμενης ενέργειας μέσω αυτόνομων πλατφορμών (π.χ. όπλο χειρός) ή του ευρύτερου ηλεκτρομαγνητικού φάσματος».
Ωστόσο, η νευροεπιστήμη είναι ένα ευρύ, διαρκώς εξελισσόμενο θέμα και οι ερευνητές δήλωσαν ότι ο κινεζικός πόλεμος έχει προχωρήσει πολύ πέρα από τη χρήση των κλασικών όπλων μικροκυμάτων. Μια πτυχή των κινεζικών επιχειρήσεων γνωσιακού πολέμου περιλαμβάνει τη χρήση διεπαφών ανθρώπου-υπολογιστή για τον έλεγχο ολόκληρων πληθυσμών, καθώς και τη χρήση μιας σειράς όπλων σχεδιασμένων να προκαλούν γνωστικές βλάβες.
Τα τρία πολεμικά πεδία
Οι συντάκτες της έκθεσης περιγράφουν λεπτομερώς τη στρατηγική ιδέα των «τριών πολεμικών πεδίων», η οποία διατυπώθηκε για πρώτη φορά το 2014 από το Εθνικό Πανεπιστήμιο Άμυνας της Κίνας.
«Τα τρία πολεμικά πεδία είναι ειδικά σχεδιασμένα για να επιτρέψουν στην Κίνα να επιτύχει τελικούς στόχους, οι οποίοι παραδοσιακά επιτυγχάνονται με τη συμβατική στρατιωτική δύναμη, μέσω της αποτελεσματικής χρήσης του ψυχολογικού πολέμου, του πολέμου της ενημέρωσης και του νομικού πολέμου», αναφέρουν.
Οι βασικές λειτουργίες αυτών των τριών πολεμικών πεδίων, σύμφωνα με τους ερευνητές, περιλαμβάνουν τον έλεγχο της κοινής γνώμης, την άμβλυνση της αποφασιστικότητας του αντιπάλου, τη μετατροπή του συναισθήματος, την ψυχολογική καθοδήγηση, την κατάρρευση της οργάνωσης του αντιπάλου, την ψυχολογική άμυνα και τον περιορισμό μέσω του νόμου.
Σε γενικές γραμμές, αυτό περιλαμβάνει την εκμετάλλευση της «αποφασιστικής ευκαιρίας» για τον έλεγχο της κοινής γνώμης, την οργάνωση της ψυχολογικής επίθεσης και άμυνας, την εμπλοκή σε «νομικό πόλεμο» και τη μάχη για τη λαϊκή βούληση και την κοινή γνώμη.
Στοχεύοντας την υποήπειρο
Οι Ινδοί εμπειρογνώμονες λένε ότι από το 2020, η Κίνα χρησιμοποιεί όλο και περισσότερο τον νοητικό πόλεμο εναντίον της Ινδίας.
Ο συνταγματάρχης Μπατ είπε ότι ένα «ψέμα όταν λέγεται εκατό φορές γίνεται αλήθεια”, παραφράζοντας τον ναζιστή προπαγανδιστή Γιόζεφ Γκέμπελς.
Μετά το Γκαλουάν, είπε, οι Κινέζοι χρησιμοποίησαν επιθετικά την προπαγάνδα για να μειώσουν το ηθικό των ινδικών στρατευμάτων που σταθμεύουν στα αμφισβητούμενα σύνορα στην περιοχή Λαντάκ, ψηλά στα Ιμαλάια. Στο παγωμένο μέτωπο με το χαμηλό οξυγόνο, όπου οι θερμοκρασίες μπορεί να φτάσουν τους -50° Κελσίου, τα νοητικά παιχνίδια αποκτούν πρόσθετη βαρύτητα.
Μια τέτοια περίπτωση ήταν μια φήμη ότι οι Κινέζοι χρησιμοποιούσαν όπλα μικροκυμάτων εναντίον Ινδών στρατιωτών. Η ιστορία λέγεται ότι προερχόταν από έναν καθηγητή διεθνών σχέσεων στο Πανεπιστήμιο Ρενμίν του Πεκίνου, ο οποίος ισχυρίστηκε ότι οι κινεζικές δυνάμεις είχαν μετατρέψει δύο στρατηγικές κορυφές λόφων σε «φούρνο μικροκυμάτων», κάνοντας τους Ινδούς στρατιώτες να αρρωστήσουν και αναγκάζοντάς τους να υποχωρήσουν.
Ο ισχυρισμός αναφέρθηκε στη συνέχεια από βρετανικά και αυστραλιανά δημοσιεύματα. Μια ανάλυση του Νοεμβρίου του 2020 από την Daily Guardian τον χαρακτήρισε «ψευδή». Αναφορές που διέψευδαν τους κινεζικούς ισχυρισμούς εμφανίστηκαν ευρέως στα ινδικά μέσα ενημέρωσης.
Ο συνταγματάρχης Μπατ δήλωσε επίσης ότι ο ισχυρισμός ήταν ψευδής. Σε υψόμετρο 14.000 ποδών, είπε, ήταν τεχνικά αδύνατο για τα όπλα μικροκυμάτων να επιτύχουν το είδος του αντίκτυπου που ισχυρίζονταν οι Κινέζοι.
Ζεστά γεύματα από μη επανδρωμένα αεροσκάφη στο μέτωπο;
Σε ένα άλλο περιστατικό, λίγους μήνες μετά το Γκαλουάν, τα κινεζικά μέσα ενημέρωσης ανέφεραν ότι μη επανδρωμένα αεροσκάφη παρέδιδαν ζεστά γεύματα σε στρατιώτες του Λαϊκού Απελευθερωτικού Στρατού (ΛΑΣ) στα σύνορα Ινδίας-Κίνας. Ο αρχισυντάκτης των Global Times Χου Ζιτζίν ανήρτησε στο Twitter βίντεο που φέρεται να δείχνει drone να παραδίδουν γεύματα.
Εντούτοις, όπως παρατήρησε ο συνταγματάρχης Μπατ, το Twitter είναι επίσημα αποκλεισμένο στην Κίνα – ως εκ τούτου, το βίντεο προοριζόταν σαφώς για να το δουν ξένοι.
Την ιστορία αναπαρήγαγαν παγκόσμια μέσα ενημέρωσης, όπως οι Eurasian Times. Η South China Morning Post, εν τω μεταξύ, μετέφερε μια ευχάριστη εικόνα της ζωής στο παγωμένο μέτωπο, με τίτλο «Τα στρατεύματα της Κίνας ετοιμάζονται για τον χειμώνα στα Ιμαλάια με παραδόσεις ζεστού φαγητού και βρύσες οξυγόνου».
Ο συνταγματάρχης Μπατ εξέφρασε αμφιβολίες για την ιστορία, λέγοντας ότι στήθηκε για να κάμψει το ηθικό των ινδικών στρατευμάτων.
Ανταποδίδοντας, «η Ινδία άρχισε να μιλάει για την παραγγελία ευρωπαϊκών και αμερικανικών ενδυμάτων για μεγάλο υψόμετρο για τους στρατιώτες της», δήλωσε ο συνταγματάρχης μπαρ.
Πέρα από τα νοητικά παιχνίδια
Η έκθεση προειδοποιεί ότι ο κινεζικός νοητικός πόλεμος κατά της Ινδίας θα υπερβεί πιθανότατα τα νοητικά παιχνίδια και την απλή προπαγάνδα. Οι ψυχολογικές επιχειρήσεις της Κίνας κατά της Ινδίας αντιμετωπίζουν περιορισμούς λόγω της τεράστιας έκτασης της Ινδίας, του μεγάλου πληθυσμού και των σημαντικών συμβατικών και μη συμβατικών στρατιωτικών δυνατοτήτων της.
Επιπλέον, δεδομένου του πολιτικού κλίματος της χώρας, η Κίνα είναι απίθανο να είναι σε θέση να «αποκτήσει φίλα προσκείμενους εταίρους εντός της ηγεσίας της Ινδίας που θα προωθούσαν μέσα στην Ινδία τους κινεζικούς στόχους για τα αμφισβητούμενα σύνορα».
Σε αυτό το πλαίσιο, οι συγγραφείς προειδοποίησαν ότι η Κίνα θα μπορούσε να πλήξει καίρια τεχνολογικά πληροφοριακά συστήματα του Νέου Δελχί.
«Λαμβάνοντας υπόψη τους σαφείς περιορισμούς στις ψυχολογικές επιχειρήσεις της PLASSF [Δύναμη Στρατηγικής Υποστήριξης του ΛΑΣ] κατά της Ινδίας, είναι πιθανό ότι η PLASSF θα επικεντρωθεί περισσότερο στις καταναγκαστικές δυνατότητες του NeuroStrike και στη στόχευση ακριβείας των κρίσιμων συστημάτων πληροφορικής της Ινδίας, συμπεριλαμβανομένου του Ινδικού Περιφερειακού Δορυφορικού Συστήματος Πλοήγησης (IRNSS)», ανέφεραν, προσθέτοντας ότι το IRNSS παρέχει δυνατότητες εντοπισμού θέσης σε πραγματικό χρόνο εντός της Ινδίας, καθώς και για μια ακτίνα 1.500 χιλιομέτρων εκτός της Ινδίας.
Βιντεοπαιχνίδια και επιθέσεις μέσω του Τύπου
Ένας άλλος Ινδός αναλυτής, ο N. Κ. Μπιπίντρα, πρόεδρος της Συμμαχίας Δικαίου και Κοινωνίας με έδρα το Νέο Δελχί, έδωσε παραδείγματα για το πώς οι Κινέζοι χρησιμοποιούν τα βιντεοπαιχνίδια και τα παγκόσμια μέσα ενημέρωσης για συγκεκριμένη προπαγάνδα εναντίον επιφανών Ινδών ηγετών.
«Μετά το Γκαλουάν, [οι] Κινέζοι δημιούργησαν ένα βιντεοπαιχνίδι που έδειχνε έναν αγώνα πυγμαχίας μεταξύ του Σι Τζινπίνγκ και του Ινδού πρωθυπουργού Ναρέντρα Μόντι», δήλωσε ο κος Μπιπίντρα, συντάκτης μιας έκθεσης με τίτλο «Χαρτογράφηση των κινεζικών αποτυπωμάτων και επιχειρήσεων επιρροής στην Ινδία».
Το μήνυμα του παιχνιδιού δεν είναι και τόσο διακριτικό: «Όταν ξεκινά ο αγώνας πυγμαχίας, όλες οι χώρες της Νότιας Ασίας: Μπανγκλαντές, Νεπάλ, Σρι Λάνκα κλπ. είναι στο πλευρό του Μόντι και όταν τελειώνει, όλοι είναι με το μέρος του Σι Τζινπίνγκ.»
Ο κος Μπιπίντρα αναφέρθηκε επίσης στη φετινή επίθεση εναντίον του Σριντάρ Βέμπου, ενός από τους πλουσιότερους ανθρώπους της Ινδίας. Ο κος Βέμπου είχε διοριστεί στο Συμβουλευτικό Σώμα Εθνικής Ασφάλειας της χώρας το 2021.
Στις 13 Μαρτίου, ένα άρθρο στο Forbes κατηγόρησε τον κο Βέμπου ότι εγκατέλειψε την εν διαστάσει σύζυγό του και τον 24χρονο γιο τους με ειδικές ανάγκες και ισχυρίστηκε ότι ο Ινδός δισεκατομμυριούχος έκανε οικονομικά λάθη.
Πολλοί αναγνώστες του Forbes μπορεί να αγνοούν ότι εκείνη την εποχή το περιοδικό ελεγχόταν από τους Κινέζους.
Το 2014, μια κινεζική επενδυτική εταιρεία, η Integrated Whale Media, αγόρασε την πλειοψηφία των μετοχών του περιοδικού. Αργότερα, το 2021, μια εταιρεία ειδικού σκοπού (SPAC) με έδρα το Χονγκ Κονγκ, με την επωνυμία Magnum Opus, εξαγόρασε την αμερικανική έκδοση του Forbes, σε μια συμφωνία αξίας 630 εκατομμυρίων δολαρίων. Η Magnum Opus στηρίχθηκε από το κρατικό ταμείο της Κίνας.
Ο κος Βέμπου πρωτοστάτησε στην επανάσταση της τεχνητής νοημοσύνης στην Ινδία μέσω της εταιρείας του, Zoho. Από τότε που δημοσιεύθηκε το άρθρο στο Forbes, ξεκίνησε ένα νέο «ιδιωτικό πρόγραμμα περιήγησης» στην Ινδία. Έχει επίσης αποκαλύψει σχέδια για την υιοθέτηση της τεχνολογίας της δημιουργικής τεχνητής νοημοσύνης στο εσωτερικό της εταιρείας, προσθέτοντάς την στο χαρτοφυλάκιο επιχειρηματικών λύσεων της εταιρείας.
Ο κος Μπιπίντρα εικάζει ότι ο επιχειρηματίας θεωρήθηκε απειλή για την Κίνα. «Την εποχή που βγήκε [η] ιστορία του Σριντάρ Βέμπου, [οι] Κινέζοι είχαν [την] πλειοψηφία των μετοχών του Forbes», δήλωσε ο κος Μπιπίντρα, ισχυριζόμενος ότι η ιστορία γράφτηκε ειδικά για να δυσφημιστεί το όνομα του κου Βέμπου.
Ο κος Βέμπου αρνήθηκε τους ισχυρισμούς της συζύγου του σε μήνυμα στο Twitter την επόμενη ημέρα και δήλωσε ότι «το θέμα βρίσκεται στο δικαστήριο στις ΗΠΑ, οι καταθέσεις μου είναι δημόσιες».
Σήμερα το Forbes ανήκει σε έναν Αυστραλό δισεκατομμυριούχο, τον Ώστιν Ράσελ. Τον Μάιο, ο 28χρονος κος Ράσελ αγόρασε το 82% των μετοχών του Forbes από την Integrated Whale Media, αφήνοντας την επενδυτική εταιρεία με μόλις μία θέση στο διοικητικό συμβούλιο.
Επιμέλεια: Αλία Ζάε