Το «Μάνσφηλντ Παρκ» («Mansfield Park») συγκαταλέγεται στα έργα της ωριμότητας της Τζέην Ώστεν και πρωτοεκδόθηκε το 1814. Θεωρείται το πιο σοβαρό και το πιο δύσβατο βιβλίο της.
Αυτό ίσως να οφείλεται στον χαρακτήρα της ηρωίδας του, της Φάννυ Πράις: είναι συνεσταλμένη, με ντελικάτη υγεία, αγαπά τη φύση και την ήσυχη οικογενειακή ζωή και έχει υψηλές, ακλόνητες ηθικές αρχές. Με άλλα λόγια, δεν είναι καθόλου συναρπαστική, ιδίως για τα δεδομένα της εποχής μας.
Η ηθική της Φάννυ, από την αρχή έως το τέλος του βιβλίου, παραμένει αταλάντευτη. Ενώ όλοι γύρω της, ακόμα κι ο αγαπημένος της ξάδελφος Έντμουντ, παρασύρονται με τον ένα ή τον άλλον τρόπο αποκαλύπτοντας τις αδυναμίες τους, το ήθος της Φάννυ διατηρείται αναλλοίωτα υψηλό στηρίζοντας την ίδια και τον περίγυρό της. Από την άποψη του αναγνώστη, θα μπορούσαμε να πούμε ότι στηρίζει και ολόκληρη την πλοκή.
Η Φάννυ, γεννημένη σε οικογένεια με «τεράστιο πλεόνασμα παιδιών και απέραντο έλλειμμα σε όλα τα άλλα»1, προσκαλείται σε ηλικία 9 ετών από την πλούσια οικογένεια της αδελφής της μητέρας της, να ζήσει και να μεγαλώσει μαζί τους. Στην οικογένεια της θείας της θα βρει δυο ξάδερφους αρκετά μεγαλύτερους από αυτήν , δυο ξαδέλφες λίγο μεγαλύτερες, μια ανεκτική αλλά άβουλη θεία, μια αυστηρή θεία κι έναν επίσης αυστηρό και απόμακρο (αλλά καλόκαρδο κατά βάθος) θείο.
Σε αυτό το νέο και αρκετά εχθρικό περιβάλλον, το ντροπαλό κορίτσι καλείται να προσαρμοστεί και να βάλει τα δυνατά της να φανεί αντάξια της μεγάλης της τύχης και της εύνοιας της νέας της οικογένειας νιώθοντας τη δέουσα ευγνωμοσύνη. Η Φάννυ δεν γίνεται δεκτή σαν ισότιμο μέλος των Μπέρτραμ αλλά ως φτωχή συγγενής και οφείλει να έχει συνείδηση της φυσικής της κατωτερότητας. Οι συγγενείς της δεν αμελούν να της το υπενθυμίζουν αυτό, άλλοι περισσότερο κι άλλοι λιγότερο συνειδητά, φανερά και έντονα. Φωτεινή εξαίρεση ο Έντμουντ, που από την αρχή συμπονά και βοηθά τη μικρή του ξαδέλφη, με το ενδιαφέρον και τη συμπάθειά του αλλά και με τη φροντίδα που δείχνει για τις συναισθηματικές και πρακτικές της ανάγκες. Είναι αυτός που εξελίσσεται σε μέντορα της Φάννυ, που καθοδηγεί τη μόρφωση και τη σκέψη της και που της εμφυσά τις αρχές που οδηγούν αργότερα την κρίση και τη στάση της απέναντι στα πράγματα και τα πρόσωπα.
Η κατωτερότητα της Φάννυ είναι έκδηλη σε πολλούς τομείς. Εμφανισιακά υστερεί από τις ξαδέλφες της με το ωραίο παράστημα, η υγεία της είναι αρκετά εύθραυστη και την εμποδίζει να συμμετέχει σε έντονες δραστηριότητες, το μορφωτικό της επίπεδο είναι χαμηλό και επιπλέον αδιαφορεί για την καλλιέργεια των δεξιοτήτων που αρμόζουν σε μια κοπέλα καλής οικογένειας, όπως η ζωγραφική και η μουσική.
Αυτήν την αρχική κατάσταση της κατωτερότητας της Φάννυ και της ανωτερότητας αντίστοιχα όλων των υπολοίπων, η Τζέην Ώστεν φροντίζει να την ανατρέψει στην πορεία του μυθιστορήματός της. Η Φάννυ εξελίσσεται σε μια όμορφη κοπέλα, με ευαισθησίες, μόρφωση, βάθος και κοφτερή ματιά που δεν παραπλανάται από τη γοητεία των άλλων, αλλά μπορεί να διακρίνει αυτά που κρύβονται κάτω από τη γυαλιστερή επιφάνεια. Κυρίως όμως θα ξεχωρίσει χάρη στο ήθος της και τη σταθερή πίστη στις αρχές της που θα κρατήσει σε όλες τις περιστάσεις. Η σταθερότητά της θα την μετατρέψει από το πιο σκοτεινό στο πιο φωτεινό σημείο του έργου.
Αντίθετα, τα τέσσερα ξαδέρφια της πέφτουν σε διάφορα ατοπήματα. Η συγγραφέας τους υποβάλλει σε δοκιμασίες στις οποίες δεν μπορούν να ανταπεξέλθουν, κάτι που βλέπουμε ότι οφείλεται σε έλλειψη ήθους. Η νέα οικογένεια της Φάννυ έχει τεράστιο πλεόνασμα σε έπαρση και ματαιοδοξία και απέραντο έλλειμμα σε όλα τα άλλα. Ακόμα και ο Έντμουντ, ο πιο σοβαρός και αξιόλογος χαρακτήρας από τους τέσσερεις, θα παρασυρθεί από τους χαριτωμένους τρόπους και εμφάνιση μιας καινούριας γνωριμίας, δεν θα κρίνει σωστά και θα χάσει σε κάποιο βαθμό τη σταθερότητα και την προσήλωση στις αρχές του.
Ως μοναδικός αντάξιος της Φάννυ σε σταθερότητα και αυστηρότητα αρχών παρουσιάζεται ο θείος της σερ Τόμας. Η καλή του πλευρά δεν είναι τόσο εμφανής στην αρχή, αλλά εκδηλώνεται αργότερα. Γίνεται πολύτιμος σύμμαχος της Φάννυ, όπως είναι και αυτή για αυτόν – σύμμαχοι κυρίως στην υπεράσπιση των αρχών, αλλά και στη στήριξη του κόσμου του μυθιστορήματος.
Δεν θα ήταν άστοχο να θεωρήσουμε το ήθος ως πραγματικό πρωταγωνιστή του «Μάνσφηλντ Παρκ». Φυσικά, το μυθιστόρημα είναι πολύπλευρο και αγγίζει πολλά θέματα, στον πυρήνα όμως θα έλεγα πως βρίσκονται τα ηθικά ζητήματα. Το κάθε πρόσωπο γίνεται αντιληπτό και αξιολογείται βάσει του ήθους του. Η πλοκή εκτυλίσσεται έτσι ώστε οι χαρακτήρες να αποκαλύψουν το ήθος τους. Και είναι πάλι το ήθος (ή η έλλειψή του) αυτό που οδηγεί την πλοκή, είτε δίνοντας ώθηση για δράση είτε αναστέλλοντας τη δράση είτε προκαλώντας τις αναγκαίες ανατροπές.
Ήθος όμως δεν είναι μόνο οι αρχές. Χαρακτηριστικά της Φάννυ είναι επίσης η ταπεινοφροσύνη, η σεμνότητα, η αφοσίωση, η ευπρέπεια και η ευγένεια. Και η συγγραφέας δεν παραλείπει να μας επισημάνει, με τη γνωστή της λεπτότητα, ότι η
αληθινή φύση της ευγένειας είναι η σκέψη, το ενδιαφέρον και η φροντίδα για τους άλλους. Είναι η ανιδιοτέλεια, που υψώνει και τους πιο αδύναμους και τους χαρίζει μια δύναμη που δεν μπορούν να έχουν ποτέ οι δυνατοί.
Ο χαρακτήρας της Φάννυ έρχεται σε έντονη αντίθεση με τον χαρακτήρα των υπολοίπων. Τα πρόσωπα που δεν ανήκουν στην οικογένεια απεικονίζονται ακόμα χειρότερα: είναι αήθεις. Στερούνται αρχών και ποιότητας. Τελικά, βλέπουμε πως αυτό καταστρέφει πρακτικά τη ζωή τους.
Πραγματικά, κάθε χαρακτήρας στο τέλος του έργου παίρνει αυτό που του αξίζει: οι καλοί ανταμείβονται με μια ευτυχισμένη ζωή κοντά στους αγαπημένους τους και οι κακοί τιμωρούνται καταδικασμένοι να συνεχίσουν τον βίο τους χωρίς τα πράγματα που ομορφαίνουν και δίνουν αξία στη ζωή.
Ενδιαφέρον έχει και το όνομα της ηρωίδας: Fanny Price. Το Fanny είναι ομόηχο με το funny, που σημαίνει περίεργο ή αστείο. Price σημαίνει αξία. Στο τέλος του μυθιστορήματος, η φτωχή Φάννυ Πράις έχει γίνει το πιο ανεκτίμητο μέλος της οικογένειας Μπέρτραμ..
Δεν αποκλείεται τελικά η δυσκολία του έργου να οφείλεται πράγματι στον χαρακτήρα της ηρωίδας. Γιατί πόσοι από εμάς τους σύγχρονους αναγνώστες μπορούμε (ή θέλουμε) να ταυτιστούμε με ένα πρόσωπο τόσο υψηλού φρονήματος; Όπως έχει παρατηρήσει και ο Γκ. Κ. Τσέστερτον για τον χριστιανισμό: «Το χριστιανικό ιδεώδες δεν δοκιμάστηκε και βρέθηκε ανεπαρκές. Βρέθηκε δύσκολο και αφέθηκε χωρίς να δοκιμαστεί.»2
Αλλά πάλι…αυτή ακριβώς είναι και η γοητεία της.
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
1. Τζέην Ώστεν, «Μάνσφηλντ Παρκ», εκδ. Σμίλη 2014, μετ. Αλεξάνδρα Παπαθανασοπούλου, σελ. 9
2. Από το άρθρο της Έποκ Τάιμς «Ο Πρίγκιπας της Παραδοξολογίας: Ο G.K. Chesterton και η Τέχνη του Επιγράμματος», 10/7/2020.