Ο πρόεδρος των ΗΠΑ, Ντόναλντ Τραμπ, ξεκαθάρισε την Παρασκευή πως η κυβέρνηση σκοπεύει να διατηρήσει έναν ελάχιστο δασμό ύψους 10% στις εισαγωγές σχεδόν από όλους τους εμπορικούς εταίρους της χώρας, ακόμη και μετά την ολοκλήρωση νέων εμπορικών συμφωνιών. Όπως τόνισε, αυτός ο δασμός θα αποτελεί το «πάτωμα» στη δασμολογική πολιτική των ΗΠΑ, με εξαιρέσεις που θα δίνονται μόνο σε εξαιρετικές περιπτώσεις.
«Πάντα θα υπάρχει μία βάση», ανέφερε χαρακτηριστικά ο Τραμπ σε δηλώσεις του στον Λευκό Οίκο στις 9 Μαΐου. «Η βάση αυτή θα είναι τουλάχιστον 10% και, σε αρκετές περιπτώσεις, μπορεί να είναι ακόμη υψηλότερη.»
Αν και ο Τραμπ άφησε ένα περιθώριο για ενδεχόμενες εξαιρέσεις, το βασικό του μήνυμα ήταν σαφές: Οι εμπορικοί εταίροι θα πρέπει στο εξής να θεωρούν τον δασμό 10% ως δεδομένο στοιχείο της αμερικανικής εμπορικής πολιτικής. «Είναι πάντα πιθανό να δούμε αν κάποια χώρα κάνει κάτι πραγματικά εξαιρετικό για εμάς», είπε αφήνοντας ανοιχτό το ενδεχόμενο διαπραγμάτευσης.
Η εκπρόσωπος Τύπου του Λευκού Οίκου, Καρολάιν Λέβιτ, επιβεβαίωσε πως πρόθεση του προέδρου είναι αυτός ο ελάχιστος δασμός να διατηρηθεί στις περισσότερες διαπραγματεύσεις, επιδιώκοντας τόσο τη μείωση των ελλειμμάτων στο εμπόριο όσο και τη στήριξη της εγχώριας παραγωγής.
Οι σχετικές δηλώσεις του Τραμπ έγιναν μία ημέρα μετά την ανακοίνωση κατ’ αρχήν εμπορικής συμφωνίας με το Ηνωμένο Βασίλειο. Στη συμφωνία αυτή διατηρείται ο δασμός 10% στα βρετανικά προϊόντα, με άρση των δασμών σε χάλυβα και αλουμίνιο και σημαντική μείωση στους εισαγωγικούς δασμούς για τα βρετανικά αυτοκίνητα, που περιορίζονται από το 27,5% στο 10%. Σε αντάλλαγμα, το Ηνωμένο Βασίλειο θα μειώσει το δικό του δασμό έναντι των ΗΠΑ από το 5,1% στο 1,8%.
Ο Τραμπ χαρακτήρισε τη συμφωνία με τη Βρετανία «χαμηλό ποσοστό», δικαιολογώντας το λόγω της θετικής στάσης και του σεβασμού που επιδεικνύει η χώρα έναντι των ΗΠΑ. Διευκρίνισε όμως πως το συγκεκριμένο μοντέλο δεν πρέπει να θεωρείται πρότυπο για άλλες συμφωνίες που ενδέχεται να ακολουθήσουν.
«Κάποιοι δασμοί θα είναι πολύ υψηλότεροι», τόνισε ο πρόεδρος στις 8 Μαΐου στο Οβάλ Γραφείο, «ειδικά για χώρες με τεράστια εμπορικά πλεονάσματα ή που δεν μας έχουν φερθεί σωστά διαχρονικά.»
Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η Κίνα, για την οποία η Ουάσιγκτον επέβαλε δασμό ύψους 145% τον Απρίλιο, θεωρώντας ότι το Πεκίνο διατηρεί εκτεταμένους εμπορικούς φραγμούς έναντι των αμερικανικών προϊόντων. Σε απάντηση, η Κίνα αντέδρασε με αντίμετρα που φτάνουν το 125% σε αμερικανικά αγαθά. Το Σαββατοκύριακο αυτό, εκπρόσωποι των δύο χωρών συναντώνται στην Ελβετία για νέες διαπραγματεύσεις.
Λίγο πριν την έναρξη των συνομιλιών, ο Τραμπ άφησε ανοιχτό το ενδεχόμενο μείωσης του δασμού για την Κίνα στο 80%, σημειώνοντας χαρακτηριστικά σε ανάρτησή του στο Truth Social πως αυτό το επίπεδο είναι «το σωστό». Σε άλλη ανάρτηση, επεσήμανε πως η κινεζική αγορά παραμένει κλειστή για τα αμερικανικά προϊόντα, καλώντας το Πεκίνο να μειώσει τα εμπόδια. «Θα ήταν εξαιρετικά προς όφελός τους», σημείωσε χαρακτηριστικά.
Ο Τραμπ έχει επανειλημμένως παρουσιάσει τη στρατηγική των δασμών ως βασικό μοχλό για τον ανασχεδιασμό των παγκόσμιων εμπορικών σχέσεων προς όφελος των Αμερικανών εργαζομένων και παραγωγών. Συχνά επισημαίνει ότι στόχος του είναι οι διμερείς συμφωνίες που θα διορθώνουν αδικίες που, όπως καταγγέλλει, πλήττουν την αμερικανική οικονομία.
Το Σάββατο, ο υπουργός Οικονομικών, Σκοτ Μπέσεντ, μαζί με τον εκπρόσωπο εμπορίου Τζέιμιζον Γκριρ, βρέθηκαν στη Γενεύη για συνομιλίες με Κινέζους αξιωματούχους με επικεφαλής τον αντιπρόεδρο της κυβέρνησης, Χε Λιφένγκ. Οι διαβουλεύσεις πραγματοποιούνται εν μέσω ενδείξεων δυσκολιών για τον εξαγωγικό τομέα της Κίνας, με κλείσιμο εργοστασίων και αύξηση καταγγελιών για απολύσεις στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης.
Παράλληλα, Μπέσεντ και Γκριρ συναντήθηκαν με Ελβετούς αξιωματούχους, με τον υπουργό Οικονομικών να ανακοινώνει μέσω ανάρτησης στο X ότι οι δύο πλευρές συμφώνησαν να επιταχύνουν τις διαπραγματεύσεις, με νέα ελβετική πρόταση να αναμένεται την επόμενη εβδομάδα.
«Μετά τη συμφωνία του προέδρου Τραμπ με το Ηνωμένο Βασίλειο την Πέμπτη, είμαστε αισιόδοξοι για την ταχύτητα των διαπραγματεύσεων αυτών», ανέφερε ο Μπέσεντ, προσθέτοντας ότι εταιρείες από την Ελβετία έχουν ήδη εκδηλώσει ενδιαφέρον για επενδύσεις ύψους 150 έως 200 δισ. ελβετικών φράγκων (180-240 δισ. δολαρίων) στις Ηνωμένες Πολιτείες, λόγω των πολιτικών του προέδρου Τραμπ. «Αναμένουμε τη συνέχιση των συζητήσεών μας», κατέληξε.
Την ίδια στιγμή, δεκάδες χώρες έχουν εισέλθει σε διαπραγματεύσεις με τις ΗΠΑ μετά την επίσημη ανακοίνωση Τραμπ για τον νέο δασμολογικό καθεστώς στις 2 Απριλίου.