Ένας φτωχός ξυλοκόπος έκοβε ένα δέντρο κοντά σε μια βαθιά λίμνη, στο δάσος. Ήταν αργά το απόγευμα και ο ξυλοκόπος ήταν κουρασμένος. Δούλευε από την ανατολή του ηλίου και τα χτυπήματά του δεν ήταν τόσο σίγουρα όσο νωρίς το πρωί. Έτσι, το τσεκούρι γλίστρησε και έπεσε από τα χέρια του στη λίμνη.
Ο ξυλοκόπος ήταν απελπισμένος. Το τσεκούρι ήταν το μόνο πράγμα που είχε για να ζήσει και δεν είχε αρκετά χρήματα για να αγοράσει καινούργιο. Καθώς στεκόταν με τα χέρια του να σφίγγονται και να κλαίει, ξαφνικά εμφανίστηκε ο θεός Ερμής και τον ρώτησε τι συμβαίνει. Ο ξυλοκόπος του είπε τι είχε συμβεί και αμέσως ο καλός Ερμής βούτηξε στη λίμνη. Όταν βγήκε, κρατούσε ένα υπέροχο χρυσό τσεκούρι.
«Αυτό είναι το τσεκούρι σου;» ρώτησε ο Ερμής τον ξυλοκόπο.
«Όχι», απάντησε ο τίμιος ξυλοκόπος, «αυτό δεν είναι το τσεκούρι μου.»

Ο Ερμής άφησε το χρυσό τσεκούρι στην όχθη και βούτηξε ξανά στη λίμνη. Αυτή τη φορά έφερε ένα ασημένιο τσεκούρι, αλλά ο ξυλοκόπος δήλωσε και πάλι ότι το τσεκούρι του ήταν ένα συνηθισμένο τσεκούρι με ξύλινη λαβή.
Ο Ερμής βούτηξε για τρίτη φορά και όταν βγήκε ξανά από το νερό κρατούσε το τσεκούρι που είχε χαθεί.
Ο φτωχός ξυλοκόπος χάρηκε τόσο που βρήκε το τσεκούρι του που δεν είχε λόγια για ευχαριστήσει τον καλό θεό. Ο Ερμής ήταν πολύ ευχαριστημένος με την ειλικρίνεια του ξυλοκόπου.
«Θαυμάζω την ειλικρίνειά σου», του είπε, «και ως ανταμοιβή μπορείς να πάρεις και τα τρία τσεκούρια, το χρυσό, το ασημένιο και το δικό σου.»
Ο ξυλοκόπος επέστρεψε χαρούμενος στο σπίτι του με τους θησαυρούς που του χάρισε ο θεός και σύντομα η ιστορία της τύχης του έγινε γνωστή σε όλους στο χωριό. Ορισμένοι ξυλοκόποι ζήλεψαν την τύχη του και θέλησαν να αποκτήσουν κι οι ίδιοι χρυσά και ασημένια τσεκούρια. Έτρεξαν στο δάσος, ο ένας εδώ, ο άλλος εκεί, και κρύβοντας τα δικά τους τσεκούρια στους θάμνους, προσποιήθηκαν ότι τα είχαν χάσει. Άρχισαν να κλαίνε και να θρηνούν, και καλούσαν τον Ερμή να τους βοηθήσει.
Και πράγματι, ο Ερμής εμφανίστηκε, πρώτα στον έναν, μετά στον άλλον. Σε κάθε έναν έδειξε ένα χρυσό τσεκούρι και ο καθένας ισχυρίστηκε με ενθουσιασμό ότι ήταν αυτό που είχε χάσει. Αλλά ο Ερμής δεν τους έδωσε τα χρυσά τσεκούρια. Αντ’ αυτού, έδωσε στον καθένα τους από ένα δυνατό χτύπημα στο κεφάλι με το χρυσό τσεκούρι και τους έστειλε σπίτι τους. Και όταν επέστρεψαν την επόμενη μέρα για να βρουν τα δικά τους τσεκούρια, δεν τα βρήκαν πουθενά.
* * * * *
Αυτή η ιστορία προήλθε από το βιβλίο «Ο Αίσωπος για παιδιά» (1919).
Ο Αίσωπος (περίπου 620-564 π.Χ.) ήταν Έλληνας παραμυθάς, στον οποίο αποδίδονται πολλές παραβολές, γνωστές σήμερα ως «Μύθοι του Αισώπου». Οι ιστορίες του, με την ηθική τους αξία, μεταγράφονται και μεταφέρονται από γενιά σε γενιά, χρησιμεύοντας όχι μόνο στην εκπαίδευση και τη διαμόρφωση του χαρακτήρα των παιδιών, αλλά και ως καθρέφτης και τους μεγαλύτερους.
Epoch Inspired Staff