Ο Άγνωστος Στρατιώτης αποτελεί ένα από τα πλέον εμβληματικά μνημεία της Ελλάδας, σημείο μνήμης και δημόσιας αναφοράς για τη θυσία, την ταυτότητα και τη σχέση ανάμεσα στο παρελθόν και το παρόν. Το μνημείο συμβολίζει τους αγνοούμενους νεκρούς ή όσους θυσιάστηκαν σε πολεμικές επιχειρήσεις χωρίς να έχει καταστεί δυνατή η ταυτοποίηση των σωμάτων τους.
Κατασκευάστηκε τη δεκαετία του 1930 και αποτελεί κενοτάφιο προς τιμήν των πεσόντων στους πολέμους. Το πρώτο μνημείο αφιερωμένο σε Άγνωστο Στρατιώτη του Αγώνα του 1821 στήθηκε στις 16 Ιανουαρίου 1858, με απόφαση του Δήμου Ερμούπολης στη Σύρο.
Η απόφαση για την ανέγερση του μνημείου της Αθήνας ελήφθη κατά τη διάρκεια της δικτατορίας του Θεόδωρου Πάγκαλου. Ως υπουργός Στρατιωτικών, ο ίδιος προκήρυξε στις 3 Μαρτίου 1926, μέσω της εφημερίδας Εσπέρα, καλλιτεχνικό διαγωνισμό «διά την υποβολήν μελέτης ανεγέρσεως τάφου Αγνώστου Στρατιώτου εις την έμπροσθεν των Παλαιών Ανακτόρων Πλατείαν, κατάλληλος προς τούτο διαρρυθμιζομένην». Στις 9 Οκτωβρίου του ίδιου έτους, το υπουργείο Στρατιωτικών ενέκρινε και βράβευσε κατά πλειοψηφία τη μελέτη του αρχιτέκτονα Εμμανουήλ Λαζαρίδη.
Η έννοια του Άγνωστου Στρατιώτη εντάσσεται σε μια ευρύτερη διεθνή και ευρωπαϊκή παράδοση, που υιοθετήθηκε στην Ελλάδα σε διαφορετικές χρονικές φάσεις. Ο θεσμός απέκτησε τη δική του μορφή μέσα από τελετές, μνημεία και δημόσιες πρακτικές που συνδέονται με τους μεγάλους πολέμους του 20ού αιώνα και τη διαμόρφωση της συλλογικής μνήμης. Το σημερινό Μνημείο του Άγνωστου Στρατιώτη βρίσκεται μπροστά από τη Βουλή των Ελλήνων, αντικρίζοντας την πλατεία Συντάγματος.
Τη θέση του Μνημείου υπέδειξε ο ίδιος ο Εμμανουήλ Λαζαρίδης, μπροστά από τα Παλαιά Ανάκτορα (σημερινή Βουλή), έπειτα από πρόταση του Πάγκαλου, ο οποίος επιθυμούσε να στεγαστεί εκεί το υπουργείο Στρατιωτικών. Ωστόσο, μετά από αντιδράσεις και συνεχείς συνεδριάσεις, το 1929, στην Ζ΄ συνεδρίαση της Βουλής, ο τότε πρωθυπουργός Ελευθέριος Βενιζέλος, παραμερίζοντας τη διαφωνία του με τον Πάγκαλο, αποφάσισε ότι η αρχική θέση στην Πλατεία Ανακτόρων (Συντάγματος) ήταν η πλέον κατάλληλη, κρίνοντας ότι το μνημείο όφειλε να βρίσκεται στο κέντρο της πόλης, κατά το πρότυπο του αντίστοιχου μνημείου της Γαλλίας.
Η επιτροπή ανέγερσης ανέθεσε την πλήρη ευθύνη της κατασκευής στον Λαζαρίδη, ο οποίος αρχικά συνεργάστηκε με τον γλύπτη Θωμά Θωμόπουλο. Ο Θωμόπουλος είχε προτείνει ως κεντρικό θέμα μια παράσταση γιγαντομαχίας, όπου μια μορφή αγγέλου –σύμβολο της Ελλάδας– θα παραλάμβανε στοργικά τον νεκρό στρατιώτη. Παρά τη συμφωνία, ο Λαζαρίδης, λόγω χρηματικής διαφωνίας, απομάκρυνε τον Θωμόπουλο από το έργο και το 1930 τον αντικατέστησε με τον γλύπτη Φωκίωνα Ροκ, με ομόφωνη απόφαση της επιτροπής. Η νέα πρόταση απεικόνιζε έναν οπλίτη «εκτάδην κείμενο» (ξαπλωμένο στο έδαφος), προσδίδοντας στο έργο ηρεμία και απλότητα.
Το μνημείο αποτελεί αστική σύνθεση με επιρροές από τη γαλλική πολεοδομική παράδοση και τον κλασικισμό, συνδυασμένες με το μοντέρνο πνεύμα της Αρ Ντεκό και με σαφείς αναφορές στην αρχαιότητα. Ο σχεδιασμός εστιάζει στην ενότητα του μνημείου με την πλατεία Συντάγματος, την εναρμόνισή του με τα νεοκλασικά Ανάκτορα και την ανάπλαση της περιοχής, με κεντρικό άξονα την οδό Ερμού. Για την κατασκευή του πραγματοποιήθηκε εκτεταμένη εκσκαφή, ώστε να ισοπεδωθεί το λοφώδες τοπίο της πλατείας.
Αριστερά και δεξιά της κεντρικής παράστασης είναι χαραγμένες φράσεις από το έργο του Θουκυδίδη: αριστερά «ΜΙΑ ΚΛΙΝΗ ΚΕΝΗ ΦΕΡΕΤΑΙ ΕΣΤΡΩΜΕΝΗ ΤΩΝ ΑΦΑΝΩΝ» (2.34) και δεξιά «ΑΝΔΡΩΝ ΕΠΙΦΑΝΩΝ ΠΑΣΑ ΓΗ ΤΑΦΟΣ» (2.43). Στο μέσο του κενοταφίου αναγράφεται η επιγραφή «ΕΙΣ ΑΦΑΝΗ ΣΤΡΑΤΙΩΤΗ».
Τον τοίχο περιβάλλουν εκατέρωθεν πελεκημένοι πωρόλιθοι όπου είναι χαραγμένα, κατά ενότητες, τα ονόματα τόπων που έδωσε πολύνεκρες μάχες ο ελληνικός στρατός στη νεότερη ιστορία. Στα αριστερά της σύνθεσης περιλαμβάνονται οι μάχες του Α΄ Βαλκανικού Πολέμου. Στο κέντρο του μνημείου, στους πωρόλιθους που υπάρχουν στις κλίμακες, περιλαμβάνονται μάχες του Β΄ Βαλκανικού Πολέμου και της Μικρασιατικής Εκστρατείας. Στα δεξιά της σύνθεσης συγκρούσεις του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου και επιχειρήσεις του Ελληνικού Στρατού στη Ρωσία. Μετά την απελευθέρωση το 1944 πάνω στο κενοτάφιο προστέθηκαν τα πεδία των μαχών του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου και αργότερα οι επιχειρήσεις στην Κορέα. Το 1994 με απόφαση της Βουλής των Ελλήνων προστέθηκε και το όνομα «Κύπρος».
Το 2015, μετά από εισήγηση του Γενικού Επιτελείου Ναυτικού και σχετική απόφαση του Συμβουλίου Αρχηγών Γενικών Επιτελείων και του Υπουργείου Πολιτισμού, Παιδείας και Θρησκευμάτων, στο Μνημείο προστέθηκαν οι λέξεις «Αιγαίο», «Ιόνιο», «Μεσόγειος» και «Ατλαντικός» σε ένδειξη ευγνωμοσύνης προς τον άγνωστο Έλληνα ναύτη που έπεσε εν καιρώ πολέμου. Οι λέξεις «Αιγαίο», «Ιόνιο» και «Μεσόγειος» αποτελούν πεδία μεγάλων ναυμαχιών και σημαντικών ναυτικών επιχειρήσεων κατά τη διάρκεια των εθνικοαπελευθερωτικών αγώνων των Ελλήνων, ενώ η λέξη «Ατλαντικός» προστέθηκε σε ένδειξη αναγνώρισης των θυσιών των πληρωμάτων του Εμπορικού Ναυτικού στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο στην προσπάθεια ανεφοδιασμού της Ευρώπης από την Αμερική.
Τα υπόλοιπα καλλιτεχνικά στοιχεία του μνημείου ολοκλήρωσε ο καθηγητής γλυπτικής Κωνσταντίνος Δημητριάδης. Με τη δημιουργία του γλυπτού διαμορφώθηκε και ολόκληρος ο χώρος μπροστά από τη Βουλή, προσδίδοντας στο έργο μνημειακό χαρακτήρα. Ωστόσο, η κατασκευή καθυστέρησε σημαντικά λόγω των χωματουργικών εργασιών, της υψομετρικής διαφοράς και της δυσκολίας επεξεργασίας του πωρόλιθου. Για τις τεχνικές απαιτήσεις κλήθηκαν ειδικοί τεχνίτες από τη Γαλλία, γεγονός που αύξησε το κόστος και προκάλεσε επικρίσεις.
Η ιδέα του Άγνωστου Στρατιώτη εντάσσεται στο ευρωπαϊκό πλαίσιο μνημόνευσης των αγνώστων ή αγνοουμένων νεκρών, που αναπτύχθηκε μετά τους μεγάλους πολέμους. Στην Ελλάδα, ο αγώνας για την ταυτοποίηση των σωμάτων, η αναζήτηση μαρτυριών και η διαχείριση ιστορικών αρχείων συνδέθηκαν με τη διαρκή ανάγκη για δημόσια διδασκαλία γύρω από τον πόλεμο, τη θυσία και το κράτος δικαίου. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, ο Άγνωστος Στρατιώτης λειτουργεί ως συμβολικός σύνδεσμος ανάμεσα στα γεγονότα του παρελθόντος και τη συλλογική μνήμη του παρόντος.
Τα αποκαλυπτήρια του μνημείου πραγματοποιήθηκαν στις 25 Μαρτίου 1932 από τον αντιπρόεδρο της κυβέρνησης Ανδρέα Μιχαλακόπουλο, παρουσία πλήθους και ξένων αντιπροσωπειών. Ακολούθησε παρέλαση της φρουράς του μνημείου, ενώ μεταφέρθηκε φως από το μοναστήρι της Αγίας Λαύρας για την αφή της ακοίμητης καντήλας στο κέντρο του κενοταφίου.
Την τιμητική φύλαξη του μνημείου ανέλαβε ειδικός στρατιωτικός λόχος της Φρουράς του Προέδρου της Δημοκρατίας, ο οποίος μετονομάστηκε σε Φρουρά του Μνημείου του Άγνωστου Στρατιώτη. Το 1935, με την επάνοδο του Γεωργίου Β΄, μετονομάστηκε σε Βασιλική Φρουρά, ενώ από το 1973 φέρει την ονομασία Προεδρική Φρουρά, έχοντας την ευθύνη της εικοσιτετράωρης τιμητικής φύλαξης.
Πηγές
- Μνημείο του Αγνώστου Στρατιώτη: Περιγραφές, χαρακτηριστικά στοιχεία του χώρου, αρχιτεκτονική και ρόλος στη δημόσια ζωή.
- Pontos News: Emmanouil Lazaridis και Άγνωστος Στρατιώτης – εξιχνιάσεις και διαφορετικές προσεγγίσεις για τον μύθο και την πραγματικότητα.
- Ιστορικό πλαίσιο Βαλκανικών Πολέμων, Μικρασιατικής Εκστρατείας και η διαμόρφωση της δημόσιας μνήμης στην Ελλάδα.








