Φανταστείτε δύο εγκεφάλους: ο ένας βουίζει από δραστηριότητα, με συνδέσεις να πυροδοτούνται σε διάφορες περιοχές σαν σε συγχρονισμένο νευρωνικό χορό. Ο άλλος παρουσιάζει μόνο διάσπαρτες αναλαμπές – απομονωμένες νησίδες ηλεκτρικής ενεργοποίησης.
Και οι δύο ανήκουν σε φοιτητές πανεπιστημίου που κάθονται στην ίδια διάλεξη και προσπαθούν να συλλάβουν τις ίδιες ιδέες. Η διαφορά μεταξύ τους δεν είναι η νοημοσύνη, η διάρκεια της προσοχής ή το ενδιαφέρον για το θέμα – αλλά τα εργαλεία που κρατούν στα χέρια τους.
Ο ένας κρατάει ένα στυλό κι ένα τετράδιο, ενώ τα δάχτυλα του άλλου αιωρούνται πάνω από το πληκτρολόγιο ενός φορητού υπολογιστή.
Αυτή η νευρωνική αντίθεση, που παρουσιάζεται σε μελέτη που δημοσιεύθηκε στο Frontiers in Psychology, είναι ένα μόνο κομμάτι των αυξανόμενων στοιχείων που υποδηλώνουν ότι η τάση μας προς την ψηφιακή ευκολία μπορεί να ενέχει σημαντικό γνωστικό κόστος. Από τα εργαστήρια των νευροεπιστημών μέχρι τις αίθουσες διδασκαλίας, οι έρευνες που συγκρίνουν τα παραδοσιακά και τα ψηφιακά εργαλεία μάθησης, διαπιστώνουν ότι τα στυλό δεν είναι ακόμη παρωχημένα.
Ο αργός κερδίζει τον αγώνα
Ήδη από το 1979, μελέτες κατέληγαν στο συμπέρασμα ότι η τήρηση σημειώσεων είχε πολύ καλύτερο αντίκτυπο στη μάθηση και τη μνήμη από την απλή παθητική ακρόαση – το στυλό ήταν αναμφίβολα πανίσχυρο. Ωστόσο, με μια πληθώρα βολικών ψηφιακών εργαλείων στη διάθεσή μας, εξακολουθεί το στυλό να υπερέχει;
Σε μια σημαντική μελέτητου 2014, με τίτλο «Η πένα είναι ισχυρότερη από το πληκτρολόγιο», οι ερευνητές Παμ Μιούλλερ και Ντάνιελ Όππενχάιμερ διεξήγαγαν τρία πειράματα για να συγκρίνουν τις χειρόγραφες με τις δακτυλογραφημένες σημειώσεις.
Στη μελέτη Α, προπτυχιακοί φοιτητές του Πανεπιστημίου Πρίνστον παρακολούθησαν ομιλίες TED ενώ κρατούσαν σημειώσεις είτε με το χέρι είτε σε φορητούς υπολογιστές.
Όταν εξετάστηκαν στη συνέχεια, οι μαθητές που κρατούσαν χειρόγραφες σημειώσεις πέτυχαν 12 έως 20% υψηλότερη βαθμολογία στις ερωτήσεις εννοιολογικής κατανόησης – αν και οι δύο ομάδες είχαν παρόμοιες επιδόσεις στην ανάκληση γεγονότων.
Οι ερευνητές ανακάλυψαν ότι λόγω της ευκολίας της πληκτρολόγησης, οι χρήστες φορητών υπολογιστών είχαν την τάση να μεταγράφουν τις διαλέξεις λέξη προς λέξη, ενώ όσοι έγραφαν με στυλό έπρεπε να επεξεργάζονται και να συνοψίζουν τις πληροφορίες.
«Η μεταγραφή λέξη προς λέξη δεν απαιτεί βαθιά σκέψη», δήλωσε ο Όππενχάιμερ στην Epoch Times. Με το στυλό, αυτό που φαίνεται σαν μειονέκτημα – η μικρή ταχύτητα – στην πραγματικότητα γίνεται πλεονέκτημα, απαιτώντας πραγματική εννοιολογική κατανόηση πριν χύσετε μελάνι.
Στη μελέτη Β, οι χρήστες φορητών υπολογιστών έλαβαν ρητή οδηγία να μην κρατούν αυτολεξεί σημειώσεις. Παρά τις οδηγίες, οι χρήστες φορητών υπολογιστών εξακολουθούσαν να μεταγράφουν περισσότερο περιεχόμενο λέξη προς λέξη, οδηγώντας και πάλι σε χαμηλότερες επιδόσεις.
Εν τω μεταξύ, στη μελέτη Γ δόθηκε χρόνος και στις δύο ομάδες μαθητών να αναθεωρήσουν τις σημειώσεις τους πριν από την εξέταση για να διαπιστωθεί αν η αναθεώρηση θα μπορούσε να αντισταθμίσει τα μειονεκτήματα που παρατηρήθηκαν κατά την καταγραφή σημειώσεων με φορητό υπολογιστή. Ωστόσο, ακόμη και όταν δόθηκε χρόνος για επανεξέταση, όσοι χρησιμοποίησαν στυλό σημείωσαν σταθερά καλύτερες επιδόσεις από τους χρήστες φορητών υπολογιστών.
«Σίγουρα, δεν υπάρχει πανάκεια, ακόμα και στην καταγραφή σημειώσεων», δήλωσε ο Όππενχάιμερ, αναγνωρίζοντας ότι σε ορισμένες περιπτώσεις, η γρήγορη καταγραφή σημειώσεων μπορεί να είναι επωφελής, ενώ σε άλλες, ιδιαίτερα όταν εμπλέκονται αφηρημένες έννοιες, γραφικά ή εξισώσεις, η πληκτρολόγηση μπορεί να είναι λιγότερο αποτελεσματική.
Τι συμβαίνει στον εγκέφαλο
Αυτό το ερώτημα τούς οδήγησε στη διεξαγωγή πειραμάτων, τα οποία δημοσιεύτηκαν για πρώτη φορά το 2017 στο Frontiers in Psychology.
«Αρχικά δεν περιμέναμε να δούμε διαφορά», αφηγείται η βαν ντερ Μέερ στην Epoch Times.
Ο σκεπτικισμός ήταν εύλογος και προσέφερε έναν πιθανό αντίλογο στα ευρήματα του Όππενχάιμερ. Τι θα συνέβαινε αν τα οφέλη της γραφής δεν ήταν καθόλου νευρολογικά, αλλά απλώς περιστασιακά;
Εξάλλου, σε σύγκριση με όσους γράφουν με το χέρι, είναι πολύ πιο πιθανό να αποσπάται η προσοχή όσων πληκτρολογούν. Μελέτες δείχνουν ότι οι προπτυχιακοί φοιτητές ξοδεύουν περίπου το μισό έως τα δύο τρίτα του χρόνου τους στην τάξη απασχολούμενοι με άλλα θέματα, όταν χρησιμοποιούν φορητούς υπολογιστές, με αποτέλεσμα να έχουν χειρότερες επιδόσεις. Επιπλέον, αυτή η τεχνολογική απόσπαση της προσοχής δεν είναι μόνο προσωπική – είναι ακούσια μεταδοτική. Έρευναπου δημοσιεύθηκε στο Computers & Education διαπίστωσε ότι οι μαθητές που απλά κάθονταν πίσω από τους συμμαθητές τους που έκαναν πολλές εργασίες παράλληλα σε φορητούς υπολογιστές σημείωσαν 17% χαμηλότερη βαθμολογία στα τεστ σε σύγκριση με εκείνους που κάθονταν πίσω από συμμαθητές τους χωρίς συσκευές.
Για να διαπιστωθεί αν η γραφή με το χέρι παρείχε πράγματι ένα νευρολογικό πλεονέκτημα, η βαν ντερ Μέερ χρησιμοποίησε ένα ‘σκουφάκι’ ηλεκτροεγκεφαλογραφήματος (ΗΕΓ) υψηλής πυκνότητας, εξοπλισμένο με 256 ηλεκτρόδια, για τη μέτρηση της εγκεφαλικής δραστηριότητας. Το ΗΕΓ μετρά τα ηλεκτρικά σήματα που παράγονται όταν τα εγκεφαλικά κύτταρα επικοινωνούν, επιτρέποντας στους ερευνητές να παρατηρήσουν ποια νευρωνικά δίκτυα ενεργοποιούνται κατά τη διάρκεια διαφορετικών εργασιών και πώς οι περιοχές αυτές συντονίζουν τη δραστηριότητά τους.
Στο πείραμα, προβάλλονταν στους φοιτητές εικόνες, όπως π.χ. το εικονίδιο μιας ομπρέλας. Εκείνοι έπρεπε να τη γράψουν αρχικά με το χέρι και στη συνέχεια να την πληκτρολογήσουν.

«Τελικά διαπιστώσαμε ότι ο εγκέφαλος λειτουργεί εντελώς διαφορετικά όταν χρησιμοποιούμε το χέρι μας για να σχεδιάσουμε ή να γράψουμε, από όταν χρησιμοποιούμε το πληκτρολόγιο», λέει η βαν ντερ Μέερ.
Το γράψιμο με το χέρι διεγείρει ευρεία, συγχρονισμένη εγκεφαλική δραστηριότητα σε περιοχές που συνδέονται με τη μνήμη και τη μάθηση, ενώ η δακτυλογράφηση παράγει σημαντικά ασθενέστερα μοτίβα νευρικής εμπλοκής.
Πιο συγκεκριμένα, οι μαθητές που έγραφαν με το χέρι παρουσίασαν διασυνδεδεμένες ταλαντώσεις χαμηλής συχνότητας θήτα και άλφα σε ολόκληρο τον εγκέφαλο – συνδέσεις που απουσίαζαν σημαντικά κατά τη διάρκεια της δακτυλογράφησης. Αυτές οι χαμηλές συχνότητες παίζουν χαρακτηριστικές γνωστικές λειτουργίες: τα κύματα θήτα βοηθούν στην επεξεργασία νέων πληροφοριών και υποστηρίζουν τη μνήμη εργασίας, ενώ τα κύματα άλφα βοηθούν στον σχηματισμό της μακροπρόθεσμης μνήμης.
Η βαν ντερ Μέερ εξήγησε ότι ο ακριβής συντονισμός της λεπτής κινητικότητας που απαιτείται για το γράψιμο με το χέρι ενεργοποιεί πιο σύνθετες, πολυαισθητηριακές νευρικές οδούς, δημιουργώντας ισχυρότερα αποτυπώματα μνήμης. Αντίθετα, οι απλές κινητικές ενέργειες της πληκτρολόγησης, της κύλισης ή του πατήματος αποτυγχάνουν να ενεργοποιήσουν αυτά τα νευρωνικά δίκτυα, με αποτέλεσμα την ασθενέστερη διατήρηση.«Είναι δελεαστικό να πληκτρολογείτε όλα όσα λέει ένας λέκτορας, αλλά πληκτρολογείτε κυριολεκτικά στα τυφλά», δήλωσε η ίδια. «Οι πληροφορίες εισέρχονται από τα αυτιά και εξέρχονται από τα δάχτυλά σας, χωρίς να τις έχετε επεξεργαστεί καθόλου.»
Ο γραφικός χαρακτήρας δημιουργεί ένα μοναδικό γνωστικό αποτύπωμα. «Αν χάσετε το μάθημα και δανειστείτε τις σημειώσεις ενός συμμαθητή σας, δεν βγάζουν εύκολα νόημα, επειδή είναι εξατομικευμένες ως προς εκείνον», επεσήμανε.
Λαμβάνοντας υπ’ όψιν τα ευρήματά της σχετικά με τις ισχυρές επιδράσεις της χειρόγραφης γραφής στην εγκεφαλική διέγερση σε νεότερους ενήλικες, η βαν ντερ Μέιερ πιστεύει ότι τα οφέλη αυτά μπορεί να επεκταθούν και σε ηλικιωμένους πληθυσμούς. Επί του παρόντος διερευνά κατά πόσον η τήρηση ενός χειρόγραφου ημερολογίου μπορεί να συμβάλει στην προστασία από τη γνωστική εξασθένηση σε ηλικιωμένους.
Πιστεύει ότι εφόσον η γραφή ωφελεί τη γνωστική λειτουργία, η παραμέληση αυτών των νευρικών οδών θα μπορούσε να έχει το αντίθετο αποτέλεσμα, επιταχύνοντας ενδεχομένως τη γνωστική παρακμή.
«Ο εγκέφαλος χρησιμοποιεί την αρχή: ή το χρησιμοποιείς ή το χάνεις. Φοβάμαι ότι μακροπρόθεσμα, ο εγκέφαλός μας μπορεί να συρρικνωθεί αν δεν τον χρησιμοποιούμε σωστά», δήλωσε η βαν ντερ Μέερ.
Η συμβουλή της; «Πάρτε ένα στυλό όσο πιο συχνά μπορείτε κατά τη διάρκεια της ημέρας» και «να έχετε μολύβια, κραγιόνια, στυλό και χαρτί διαθέσιμα για τα παιδιά». Τόνισε ότι ο γραφικός χαρακτήρας είναι ιδιαίτερα σημαντικός για τα παιδιά καθώς αναπτύσσουν τη νευρολογική τους υποδομή.
Στοιχεία που υποστηρίζουν τη συμβουλή της εμφανίζονται σε μελέτες για όλες τις ηλικιακές ομάδες. Μελέτη με παιδιά προσχολικής ηλικίας 5-6 ετών έβαλε τα παιδιά να μάθουν οκτώ γερμανικά γράμματα είτε γράφοντάς τα με το χέρι είτε πληκτρολογώντας τα σε πληκτρολόγιο. Σε μεταγενέστερα τεστ ανάγνωσης λέξεων, γραφής και αναγνώρισης γραμμάτων, η ομάδα που έγραφε με το χέρι είχε σταθερά καλύτερες επιδόσεις από την ομάδα που δακτυλογραφούσε, σε όλες τις μετρήσεις, σημειώνοντας σημαντικά υψηλότερη βαθμολογία.
Τα οφέλη αυτά επεκτείνονται και στη μάθηση ενηλίκων. Σε μελέτη του 2021 στο Psychological Science, οι ενήλικες που μάθαιναν αραβικά και εξασκούνταν με το χέρι όχι μόνο κατέκτησαν τις λέξεις γρηγορότερα, αλλά ήταν πολύ καλύτεροι στην ανάγνωση και την ορθογραφία – παρά το γεγονός ότι δεν είχαν εξασκηθεί ειδικά σε αυτές τις δεξιότητες.
Η συνήθεια των μαθητών με τις καλύτερες επιδόσεις
Μετά τη μελέτη των Μιούλλερ και Όππενχάιμερ, οι μεταγενέστερες έρευνες παρήγαγαν ανάμεικτα αποτελέσματα. Μια μελέτη του 2021 με τίτλο «Μην ξεφορτωθείτε ακόμη το λάπτοπ» αμφισβήτησε ακόμη και τα συμπεράσματα: «Στο σύνολό τους, τα αποτελέσματα δεν υποστηρίζουν την ιδέα ότι οι χειρόγραφες σημειώσεις βελτιώνουν την άμεση μάθηση μέσω της καλύτερης κωδικοποίησης των πληροφοριών».
Ωστόσο, μια πρόσφατη μετα-ανάλυσητου 2024 του Αβραάμ Φλάνιγκαν και των συνεργατών του, εξέτασε 24 μελέτες με περισσότερους από 3.000 συμμετέχοντες και διαπίστωσε μια σαφή υπεροχή των χειρόγραφων σημειώσεων στην τριτοβάθμια εκπαίδευση, καταλήγοντας στο συμπέρασμα ότι ανεξάρτητα από το μαθησιακό υλικό, «η γραφή [είναι] ακόμα ο πρωταθλητής», δήλωσε ο Φλάνιγκαν στην Epoch Times.
Η ανάλυση έδειξε ότι οι χειρόγραφες σημειώσεις είχαν σημαντικό πλεονέκτημα: σχεδόν το 40% των φοιτητών που έγραψαν τις σημειώσεις τους, πέτυχαν βαθμούς Α ή Β, σε σύγκριση με μόλις το 30% των φοιτητών που τις δακτυλογράφησαν.
Για να δείξει τον αντίκτυπο στον πραγματικό κόσμο, ο κος Φλάνιγκαν μοιράστηκε μια ιστορία για μία εξαιρετική φοιτήτρια, που ήταν πολύ επιμελής: ερχόταν νωρίς, καθόταν μπροστά και υπέβαλε τις εργασίες στην ώρα τους.
Ο κος Φλάνιγκαν παρατήρησε ότι πάντα δακτυλογραφούσε τις σημειώσεις της κατά τη διάρκεια του μαθήματος. «Δακτυλογραφούσε τόσο γρήγορα που πιθανότατα να έκανε μια θαυμάσια καριέρα ως γραμματέας δικαστηρίου», είπε. Ωστόσο, κάποια στιγμή τον πλησίασε με ένα πρόβλημα που δεν μπορούσε να λύσει: δεν συγκρατούσε τίποτα από τις διαλέξεις.
«Όσο προσεκτικά κι αν παρακολουθούσε, μόλις τελείωνε το μάθημα οι πληροφορίες είχαν περάσει από το ένα αυτί και είχαν βγει από το άλλο, παρόλο που είχε καταγράψει άφθονες σημειώσεις στον φορητό της υπολογιστή», αφηγείται ο κος Φλάνιγκαν.
Της πρότεινε μια απλή αλλαγή: να στραφεί στις χειρόγραφες σημειώσεις. Όταν το έκανε, διαπίστωσε ότι πρόσεχε περισσότερο, επεξεργαζόταν τις πληροφορίες πιο συνειδητά και έφευγε από κάθε διάλεξη έχοντας κατανόηση της ύλης.
Το γλυκόπικρο τίμημα της μάθησης
Ο Αριστοτέλης είχε πει: «Οι ρίζες της εκπαίδευσης είναι πικρές, αλλά ο καρπός είναι γλυκός». Αυτή η παροιμία αντικατοπτρίζει την αρχή: «Χωρίς απώλεια, κανένα κέρδος».
Όσο δελεαστικά και αν φαίνονται τα νέα εργαλεία – από τις συσκευές σημειώσεων μέχρι την τεχνητή νοημοσύνη – επιταχύνοντας ή να αυξάνοντας την παραγωγικότητα, «η ευκολία δεν ενισχύει πάντα τη μάθηση», δήλωσε ο κος Φλάνιγκαν.
Σύμφωνα με τον Όππενχάιμερ, «η γραφή υποστηρίζει το είδος της βαθιάς σκέψης που βοηθάει στη μάθηση» – αλλά δεν είναι ο μόνος τρόπος.
Προτείνει να αναζητούν άνθρωποι «επιθυμητές δυσκολίες» στη μάθηση – όπου τα άτομα αναγκάζονται να ασχοληθούν σοβαρά με το υλικό. Αυτό περιλαμβάνει την αναδιαμόρφωση των πληροφοριών με δικά σας λόγια ή τη συζήτηση όσων έχετε μάθει με άλλους. «Οι περισσότεροι άνθρωποι αποφεύγουν αυτές τις διαδικασίες επειδή είναι πιο δύσκολες και τείνουμε να προτιμούμε την ευκολία από τη δυσκολία – αλλά το να σκεφτόμαστε περισσότερο είναι συνήθως καλό για τη μάθηση», είπε.
Είναι ενδιαφέρον ότι ακόμη και το είδος της γραφής έχει σημασία. Μια μελέτη στο Περιοδικό για τη Νόσο Αλτσχάιμερ διαπίστωσε ότι οι ηλικιωμένοι, με ήπια γνωστική εξασθένιση που ασχολήθηκαν με την κινεζική καλλιγραφία – επίσημη, δουλεμένη και πειθαρχημένη γραφή – για οκτώ εβδομάδες παρουσίασαν βελτιώσεις στη μνήμη εργασίας και στον έλεγχο της προσοχής.
Όπως και η δακτυλογράφηση, τα ψηφιακά μέσα – όπως τα ηλεκτρονικά βιβλία – φαίνονται βολικά, αλλά έχουν επίσης ένα μεγάλο κόστος: τη μειωμένη κατανόηση.Επομένως, το περισσότερο δεν είναι πάντα καλύτερο, σύμφωνα με τη Ναταλία Κουτσίρκοβα, καθηγήτρια ανάγνωσης και ανάπτυξης κατά την πρώιμη παιδική ηλικία στο Ανοικτό Πανεπιστήμιο.
Η Κουτσίρκοβα δήλωσε στην Epoch Times ότι αν και τα ψηφιακά μέσα έχουν τα πλεονεκτήματά τους, η προσπάθεια για περισσότερο περιεχόμενο, προσβασιμότητα και αλληλεπίδραση οδηγεί συχνά σε αναπόφευκτη απώλεια στο πεδίο της μάθησης.Έτσι, ακόμη και αν η τεχνολογία μάς ωθεί προς τα εμπρός, αυτά τα φαινομενικά αρχαϊκά εργαλεία – στυλό και χαρτί – διαμορφώνουν θεμελιωδώς τον τρόπο με τον οποίο τα παιδιά και οι ενήλικες μαθαίνουν να διαβάζουν, να γράφουν και να σκέπτονται.
Η βαν ντερ Μέερ θρηνεί ότι οι δάσκαλοι συναντούν σήμερα μαθητές της πρώτης τάξης που μόλις και μετά βίας ξέρουν πώς να κρατούν ένα μολύβι. «Είναι τόσο κρίμα», λέει.Η βαν ντερ Μέερ ελπίζει ότι οι μελλοντικές γενιές θα ανακαλύψουν ξανά την αξία της γραφής – μέσα από ποιήματα, ερωτικές επιστολές ή ακόμη και απλές λίστες με ψώνια.
Μας θυμίζει ότι, παραδοσιακά, ο γραφικός χαρακτήρας έχει διαποτιστεί με προσωπικότητα και ατομική ταυτότητα.
«Δεν είναι απλώς μια δεξιότητα», λέει. «Ο γραφικός χαρακτήρας είναι μέρος της πολιτιστικής μας κληρονομιάς – είναι μέρος του να είσαι άνθρωπος.»