Ο κινεζικός στρατός πιθανότατα θα αποτύχει αν προσπαθήσει να αποκλείσει την Ταϊβάν, δήλωσαν ανώτεροι αξιωματούχοι του Πενταγώνου στο Κογκρέσο στις 20 Σεπτεμβρίου, σημειώνοντας ότι δεν θα είναι εύκολο για το καθεστώς να εισβάλει στο αυτοδιοικούμενο, φιλελεύθερο, δημοκρατικό νησί.
«Δεν είναι πιθανό να πετύχει», δήλωσε στην Επιτροπή Ενόπλων Δυνάμεων της Βουλής των Αντιπροσώπων ο Έλι Ράτνερ, υφυπουργός Άμυνας των ΗΠΑ σε θέματα ασφάλειας στον Ινδο-Ειρηνικό. «Θα ήταν ένας τεράστιος κίνδυνος κλιμάκωσης για τη ΛΔΚ [Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας], που θα την ανάγκαζε να εξετάσει αν είναι διατεθειμένη ή όχι να αρχίσει τελικά να επιτίθεται σε εμπορικά θαλάσσια σκάφη.»
Ο κος Ράτνερ υποστηρίζει ότι ο αποκλεισμός θα ήταν τόσο καταστροφικός για τη διεθνή οικονομία, που θα κινητοποιούσε έναν διεθνή συνασπισμό κατά των ενεργειών του κινεζικού καθεστώτος. Η Ταϊβάν, πρόσθεσε, θα λάμβανε επίσης βιομηχανικούς πόρους, πρώτες ύλες, ενέργεια και άλλα ζωτικής σημασίας είδη από διεθνείς συμμάχους, μειώνοντας τις πιθανότητες επιτυχίας του Πεκίνου.
«Αυτό θα ήταν ένας τεράστιος κίνδυνος για τη ΛΔΚ και ένας πολύ λανθασμένος υπολογισμός», είπε.
Ο στρατηγός Τζόζεφ ΜακΓκή, ο οποίος χειρίζεται τη στρατηγική, την πολιτική και τον σχεδιασμό για το κοινό επιτελείο του Πενταγώνου, συμφώνησε ότι ένας αποκλεισμός δεν είναι πολύ πιθανός υπό το φως των εμποδίων.
«Νομίζω ότι είναι μια επιλογή, αλλά μάλλον μια όχι πολύ πιθανή επιλογή», δήλωσε στους νομοθέτες. Είναι «πολύ πιο εύκολο να μιλάς για αποκλεισμό παρά να τον εφαρμόζεις».
Ο κος ΜακΓκή σημείωσε ότι η Ταϊβάν λαμβάνει σοβαρά υπόψη την απειλή του αποκλεισμού και «αναλαμβάνει την ευθύνη να διατηρεί το έθνος της εφοδιασμένο με αρκετά τρόφιμα, ώστε να είναι σε θέση να επιβιώσει από έναν αποκλεισμό για αρκετά σημαντικό χρονικό διάστημα».
Τα τελευταία χρόνια, το καθεστώς του Πεκίνου έχει κλιμακώσει τη στρατιωτική πίεση στην Ταϊβάν, την οποία έχει ορκιστεί να ελέγχει από τότε που οι κομμουνιστές κατέλαβαν την ηπειρωτική Κίνα το 1949. Ο διευθυντής της CIA Γουίλιαμ Μπερνς προειδοποίησε τον Φεβρουάριο ότι ο Κινέζος ηγέτης Σι Τζινπίνγκ έχει διατάξει τα στρατεύματά του να είναι έτοιμα να οργανώσουν μια εισβολή μέχρι το 2027. Αν και το έτος μπορεί να μην αντιπροσωπεύει τον πραγματικό χρόνο μιας στρατιωτικής επίθεσης, είναι ένα σημάδι της «σοβαρότητας» του καθεστώτος στην επιδίωξη του στόχου, δήλωσε ο κος Μπερνς.
Στο 24ωρο που ξεκίνησε στις 6 π.μ. τοπική ώρα στις 17 Σεπτεμβρίου, το Κομμουνιστικό Κόμμα της Κίνας (ΚΚΚ) έστειλε 103 μαχητικά αεροσκάφη γύρω από το νησί, πρόκληση που ώθησε τους αξιωματούχους άμυνας της Ταϊβάν να επικρίνουν τις «καταστροφικές» ενέργειες.
Η Μάο Νινγκ, εκπρόσωπος του υπουργείου Εξωτερικών της Κίνας, δήλωσε στους δημοσιογράφους στις 18 Σεπτεμβρίου ότι «δεν υπάρχει ‘μέση γραμμή’ στο στενό της Ταϊβάν». Το Πεκίνο δεν έχει ποτέ αναγνωρίσει επίσημα το ανεπίσημο όριο που χωρίζει στη μέση μεταξύ της κινεζικής και της ταϊβανέζικης ακτογραμμής, αν και ως επί το πλείστον ενεργεί σύμφωνα με τις πιέσεις των ΗΠΑ και δεν περνά το θαλάσσιο όριο, το οποίο καθιερώθηκε κατά τη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου με τη Συνθήκη Αμοιβαίας Άμυνας ΗΠΑ-Ταϊβάν του 1954.
Ιστορικά, έχουν αναφερθεί μόνο τέσσερεις κινεζικές στρατιωτικές παραβιάσεις της νοητής γραμμής. Η Κίνα τείνει να σέβεται το όριο όταν οι σχέσεις μεταξύ των δύο πλευρών είναι καλές, αλλά το αμφισβητεί όταν οι σχέσεις χειροτερεύουν. Από τον Σεπτέμβριο του 2020, το Πεκίνο άρχισε να στέλνει πολλά αεροπλάνα πέρα από τη γραμμή καθώς και στην αυτοεπιβαλλόμενη ζώνη αναγνώρισης της αεράμυνας της Ταϊβάν, η οποία επικαλύπτει τον κινεζικό εναέριο χώρο.
Σε μια έκθεση που δημοσιεύθηκε στις 12 Σεπτεμβρίου, το υπουργείο Άμυνας της Ταϊβάν δήλωσε ότι το Πεκίνο έχει αυξήσει τις στρατιωτικές δραστηριότητες κατά μήκος της ακτογραμμής μπροστά από το νησί, τοποθετώντας μόνιμα εκεί μαχητικά αεροσκάφη και μη επανδρωμένα αεροσκάφη. Το καθεστώς έχει επίσης τοποθετήσει μετεωρολογικά μπαλόνια και πολιτικά αεροσκάφη για κατασκοπεία, σύμφωνα με το υπουργείο.
Παρόλα αυτά, η πραγματοποίηση μιας μετωπικής επίθεσης στην Ταϊβάν δεν είναι κάτι εύκολο, δήλωσε ο κος ΜακΓκή.
Μια αιφνιδιαστική επίθεση αποκλείεται, καθώς «θα έπρεπε να συγκεντρωθούν δεκάδες χιλιάδες, ίσως εκατοντάδες χιλιάδες στρατιώτες στην ανατολική ακτή, και αυτό θα ήταν ένα σαφές μήνυμα», επεσήμανε ο στρατηγός.
Η έναρξη μιας συνδυασμένης αμφίβιας και αεροπορικής επιχείρησης επίθεσης θα ήταν «απίστευτα περίπλοκη», για να μην αναφέρουμε ότι ο κινεζικός στρατός χρειάζεται να καλύψει μια απόσταση 90 έως 120 μιλίων για να διασχίσει τον Πορθμό της Ταϊβάν, «ευάλωτος σε όλα τα πυρά που θα δεχόταν ως δύναμη εισβολής που έχει ήδη εκδηλώσει τις προθέσεις της», είπε.
«Θα αντιμετώπιζαν επίσης ένα νησί που έχει πολύ λίγες παραλίες όπου θα μπορούσαν να αποβιβαστούν σκάφη, ορεινό έδαφος και έναν πληθυσμό που πιστεύουμε ότι θα ήταν πρόθυμος να πολεμήσει», είπε. «Συμπερασματικά, δεν είναι καθόλου εύκολο να εισβάλει ο ΛΑΣ στην Ταϊβάν.»
Η εκστρατεία μέγιστης πίεσης του Πεκίνου
Η στρατιωτική επιθετικότητα δεν είναι ο μόνος τρόπος με τον οποίο το καθεστώς της Κίνας ασκεί πίεση στη γειτονική χώρα.
Η πρόεδρος της Ταϊβάν Τσάι Ινγκ-γουέν, σε μαγνητοσκοπημένη ομιλία της στη σύνοδο κορυφής Concordia στο περιθώριο της Γενικής Συνέλευσης του ΟΗΕ, σημείωσε ότι καθημερινά το Πεκίνο «εξαπολύει εκατομμύρια κυβερνοεπιθέσεις, καθώς και συχνές στρατιωτικές ασκήσεις και άλλες μορφές δραστηριοτήτων γκρίζας ζώνης, τις οποίες χρησιμοποιεί για να ασκήσει μέγιστη πίεση στην Ταϊβάν και τους φίλους της».
Απαντώντας στις ανησυχίες σχετικά με την Κίνα που χρησιμοποιεί τεχνητή νοημοσύνη και άλλες αναδυόμενες τεχνολογίες για να διεξάγει επιχειρήσεις επιρροής, η Ώντρεϊ Τανγκ, υπουργός ψηφιακής πολιτικής της νήσου, δήλωσε ότι το Εθνικό Ινστιτούτο Κυβερνοασφάλειας που εποπτεύει έχει αφιερώσει σημαντικούς πόρους για τον εντοπισμό ξένων απειλητικών παραγόντων.
Τον Αύγουστο του 2022, με αφορμή το ταξίδι της τότε Προέδρου της Βουλής Νάνσι Πελόζι (D-Calif.) στην Ταϊβάν, Κινέζοι κρατικοί χάκερς παραβίασαν τους κυβερνητικούς ιστότοπους της Ταϊβάν, παραλύοντας τις λειτουργίες τους. Οι χάκερ διείσδυσαν επίσης στα πανταχού παρόντα καταστήματα ψιλικών 7-Eleven για να εμφανίσουν ένα μήνυμα που έλεγε στην κα Πελόζι να «φύγει από την Ταϊβάν».
«Δεν πρόκειται πλέον για κυβερνοεπίθεση με τη συνηθισμένη έννοια», δήλωσε ο υπουργός Ψηφιακής Πολιτικής στην Epoch Times, περιγράφοντας την επιχείρηση αυτή ως «προειδοποιητικό καμπανάκι». Υπάρχουν «στοιχεία χειραγώγησης πληροφοριών» και υπάρχει «σημαντικό περιθώριο» για κακόβουλους ελιγμούς.
Η Μπι-κιμ Χσιάο, εκπρόσωπος της Ταϊβάν στις Ηνωμένες Πολιτείες, δήλωσε σε πάνελ της συνόδου κορυφής Concordia ότι η Ταϊβάν πρέπει να «βελτιώνει συνεχώς» τη δημοκρατία της ώστε να γίνεται «ανθεκτική σε καταναγκασμούς», αφ’ ενός επενδύοντας σε αμυντικές δυνατότητες, αφ’ ετέρου εμβαθύνοντας τη συνεργασία με τις Ηνωμένες Πολιτείες και εμπλέκοντας άλλους παγκόσμιους εταίρους για τη διατήρηση του status quo.
«Το Χονγκ Κονγκ είναι μια τραγική υπενθύμιση ότι πρέπει να κάνουμε περισσότερα για να διαφυλάξουμε τις ελευθερίες και το δημοκρατικό μας σύστημα, το οποίο οικοδομήσαμε με πολύ κόπο», δήλωσε στη σύνοδο κορυφής.
Η Ταϊβάν δεν συμμετέχει στη συνέλευση του ΟΗΕ από το 1971, όταν ο διεθνής οργανισμός αναγνώρισε το καθεστώς της ηπειρωτικής χώρας ως νόμιμο εκπρόσωπο της Κίνας στα Ηνωμένα Έθνη, αποκλείοντας την Ταϊβάν.
Ο εξοστρακισμός μας, είπε η κ. Χσιάο, ήταν μέρος μιας «παράλογης και άδικης προσπάθειας να απομονωθεί η Ταϊβάν».
Η Παραγουάη, η τελευταία χώρα της Νότιας Αμερικής που διατηρεί επίσημες σχέσεις με την Ταϊβάν, εξέφρασε στις 19 Σεπτεμβρίου την υποστήριξή της για την επιστροφή της Ταϊβάν στα Ηνωμένα Έθνη, ενώ οι ηγέτες της G7 σε δήλωσή τους την ίδια ημέρα τάχθηκαν επίσης υπέρ της «ουσιαστικής συμμετοχής της Ταϊβάν στους διεθνείς οργανισμούς».
Η κα Χσιάο δήλωσε ότι η αντιμετώπιση τέτοιων προκλήσεων απαιτεί «καινοτομία και δημιουργικότητα».
«Η ειρήνη και η σταθερότητα στα Στενά της Ταϊβάν δεν είναι μόνο η ελπίδα του λαού της Ταϊβάν», δήλωσε στην Epoch Times, σημειώνοντας ότι αναμένει το θέμα να αποτελέσει βασικό συστατικό της διπλωματίας της Ταϊβάν στο μέλλον. «Ευθυγραμμίζεται επίσης με τα συμφέροντα της διεθνούς κοινότητας.»
Της Eva Fu
Επιμέλεια: Αλία Ζάε