Σε αυτή τη σειρά άρθρων για την εικονογράφηση του Γκυστάβ Ντορέ στο επικό ποίημα του Τζον Μίλτον «Ο απολεσθείς Παράδεισος, βλέπουμε και πώς αντιλαμβάνεται ο συγγραφέας τον Σατανά: πατέρας της Αμαρτίας και του Θανάτου, ταυτίζεται με την υπερηφάνεια, τη ματαιοδοξία, την εξαπάτηση και την εκδίκηση. Αλλά η σύλληψη του Μίλτον δεν σταματά εδώ. Στο τελευταίο άρθρο, είδαμε πώς ο Σατανάς κορόιδεψε τον Αρχάγγελο Ουριήλ, για να μάθει πού βρίσκεται η Γη και να επιτεθεί στην καινούρια θεϊκή δημιουργία, τα ανθρώπινα όντα.
Το εσωτερικό μαρτύριο του Σατανά
Φτάνοντας στη Γη και πλησιάζοντας στον Κήπο της Εδέμ, ο Σατανάς γεμίζει αμφιβολίες και φόβο. Βλέπει την αλήθεια της σχέσης του με τον Θεό:
«Τρόμος κι αμφιβολία μαζί αποσπούν
τους ταραγμένους λογισμούς του κι από τα βάθη
μέσα του την Κόλαση ξυπνούν, γιατί αυτή εντός του
βρίσκεται κι ολόγυρά του, κι από την Κόλαση
ούτε βήμα δεν μπορεί να κάμει, όπως κι από τον εαυτό του
να απομακρυνθεί δε γίνεται σ’ άλλονε τόπο αν πάει:
Και η συνείδηση από τον ύπνο της ξυπνά
Μ’ απελπισία τώρα, με πίκρα όταν σκέπτεται τον πρότερο εαυτό της,
Τι είναι τώρα, αλλά και το χειρότερο που μέλλεται να γίνει…»
(Τζον Μίλτον, «Ο απολεσθείς Παράδεισος», Βιβλίο Τέταρτο)
Κατά πρώτον, ο Μίλτον μας λέει ότι η Κόλαση ακολουθεί τον Σατανά όπου κι αν αυτός πηγαίνει. Παρόλο που βγήκε από τις πύλες της, ακόμα η παρουσία της τον βασανίζει. Η Κόλαση είναι πλέον μια υπαρξιακή κατάσταση για τον Σατανά. Δεν ήταν μονάχα ένα μέρος στο οποίο εκδιώχθηκε, αλλά και μέρος του εαυτού του.
Στο βαθύτερό του μαρτύριο, ο Σατανάς καλείται να αντιμετωπίσει την πραγματικότητα της κατάστασής του. Δεν είναι πια ένα λαμπερό, μεγαλειώδες ουράνιο ον. Με αυτήν τη διαπίστωση, ο ποιητής φανερώνει επίσης την άποψή του για την πηγή κάθε εσωτερικού μαρτυρίου και θλίψης: ο χωρισμός από τον Θεό.
Σε μια στιγμή βασανιστικής διαύγειας, ο Σατανάς ομολογεί το λάθος του απέναντι στον Θεό:
«Ω, ήλιε, άκουσε τις αχτίδες σου πόσο μισώ,
Τις αναμνήσεις που ξυπνούν αυτού που ήμουν,
Πόσο ψηλότερα από τη σφαίρα σου έλαμπα,
Μέχρι που η περφάνια μου και η χειρότερη φιλοδοξία
κι ο ουράνιος πόλεμος ενάντια στον Βασιλέα τ’ Ουρανού
Με ρίξαν κάτω – Αχ!, δεν Του άξιζε μια τέτοια πληρωμή
Εκ μέρους μου, που μ’ έφτιαξε τόσο λαμπρόν, χωρίς να μ’ επιπλήττει.
Κι ούτε βαριά ήτανε τα καθήκοντά μου, τι μόνο να υμνώ
Και να ευχαριστώ Αυτόν, τούτο έπρεπε! Κι όμως,
Η καλοσύνη Του με χάλασε εμένα και το κακό εγέννησε
Και την υποταγή αρνούμενος, θέλησα να ανέβω
Ψηλότερα, ψηλότερ’ απ’ τον Ύψιστο,
Να ξεπληρώσω μονομιάς πεθύμησα
Το χρέος το απέραντο και την ευγνωμοσύνη,
Που τόσο με εβάραινε, συνέχεια να πληρώνω και να χρωστώ ακόμα…»
(Τζον Μίλτον, «Ο απολεσθείς Παράδεισος», Βιβλίο Τέταρτο)
Ο Σατανάς εκδιώχθηκε από τον Παράδεισο, γιατί φιλοδόξησε να φτάσει σε μεγαλείο τον Θεό, κάτι αδύνατον και τώρα μισεί τις ακτίνες του ήλιου, που του θυμίζουν την πάλαι ποτέ λαμπρότητά του. Λέει πόση δόξα είχε στον Παράδεισο και παραδέχεται ότι δεν άξιζε στον Θεό το ανεξέλεγκτο μίσος του. Τι είναι αυτό που αξίζει στον Θεό; Μόνο ευγνωμοσύνη και αίνος. Ο Σατανάς λέει ότι η ευγνωμοσύνη και ο αίνος είναι το ελάχιστο που μπορούμε να δώσουμε στον Θεό.
Όμως ο Σατανάς, και αυτό είναι το πρόβλημά του, δεν θέλει να νιώθει ότι οφείλει να υμνεί τον Θεό. Ο Θεός είναι τόσο μεγάλος που Του αξίζουν ατελείωτοι ύμνοι και ευγνωμοσύνη. Αυτό ο Σατανάς δεν θέλει να το κάνει, γιατί το νιώθει σαν ένα χρέος που το χρωστά αιώνια, νιώθει σαν ένας οφειλέτης αιώνια χρεωμένος στον πιστωτή του. Για τον Σατανά, αυτό ισούται με σκλαβιά και ο ίδιος αισθάνεται πολύ σπουδαίο τον εαυτό του για να είναι σκλάβος οποιουδήποτε, ακόμα και του ίδιου του Θεού.
Ο Σατανάς αρνείται να μετανοήσει
Ωστόσο, συλλογίζεται τη μετάνοια:
«Ω, ας υποχωρήσω λοιπόν: να μετανιώσω δεν μπορώ
Και να συγχωρεθώ; Μονάχα να υποταχθώ,
Μα αυτή τη λέξη ανάξιά μου θεωρώ και μου απαγορεύω…
Μα ας υποθέσουμε πως μετανοώ και χάρη παίρνω
Και ξαναγίνομαι αυτός που κάποτε ήμουν.
Δεν θα ξανάρχονταν οι υψιπετείς οι σκέψεις
Εκεί ψηλά που θά ’μουνα; […]
Και εύκολα τους όρκους που ’δωσα με τόση δυσκολία
Θα απαρνιόμουνα, ως βάναυσους και άδειους…
Κι αυτό ο τιμωρός μου ξέρει, γι’ αυτό αποκλείεται τη χάρη
Να μου δώσει, κι εγώ το ίδιο αποκλείεται ειρήνη να ικετέψω…»
(Τζον Μίλτον, «Ο απολεσθείς Παράδεισος», Βιβλίο Τέταρτο)
Η αποκοπή από τον Θεό και το μαρτύριο της Κόλασης εντός του κάνουν τον Σατανά να σκέπτεται τη μετάνοια. Όμως, ταυτίζει τη μετάνοια με την υποταγή και αρνείται να υποταχθεί στον Θεό. Παραδέχεται ότι ακόμα κι αν μετανοούσε, θα ήταν μόνο εξαιτίας του πόνου που νιώθει και όχι επειδή πιστεύει πραγματικά στην αξία της μετάνοιας. Μόλις ο πόνος υποχωρήσει, θα χαθεί και η διάθεσή του να μετανοήσει.
Ο Σατανάς σκέφτεται ότι ο Θεός γνωρίζει ότι η μετάνοιά του θα ήταν ψεύτικη κι έτσι δεν θα τη δεχόταν. Υπαινίσσεται ότι το να του δώσει ο Θεός χάρη για μια ψευδή μετάνοια είναι το ίδιο με το να ικετεύει για ειρήνη, κάτι που η υπερηφάνειά του του απαγορεύει.
Έτσι, ο Σατανάς συνεχίζει το δρόμο του προς το κακό. Αρνείται να υποταχθεί στον δρόμο της μετάνοιας που οδηγεί πίσω στον Θεό και προτιμά να υποταχθεί στα χαρακτηριστικά της Κόλασης και σε ό,τι αντιτίθεται στον Θεό:
«Άθλιος εγώ! Προς τα πού να πετάξω,
Ατέλειωτη οργή κι ατέλειωτη απελπισιά;
Όπου κι αν πετώ, η Κόλαση. Εγώ ο ίδιος Κόλαση…
Κι έτσι, χαμένη πάσα ελπίδα…
Αντίο ελπίδα, αντίο φόβοι, πάτε με την ελπίδα,
Αντίο μετάνοια: πάει από μέσα μου όλο το καλό.
Εσύ, τώρα, κακό θα είσαι το καλό μου…»
(Τζον Μίλτον, «Ο απολεσθείς Παράδεισος», Βιβλίο Τέταρτο)
Το μαρτύριο του Σατανά του Μίλτον
Ο Ντορέ απεικονίζει τον Σατανά σε μια στάση που μαρτυρά την αγωνία του. Είναι από τις πρώτες φορές που τον βλέπουμε χωρίς τη συνηθισμένη του πόζα ισχύος. Αντιθέτως, γέρνει στον βράχο, αρπάζοντας τα μαλλιά του, έτσι όπως είναι απορροφημένος από τον διάλογο που έχει με τον εαυτό του. Το άγριο τοπίο μοιάζει σαν να πλέει σε μια άδεια σκοτεινιά, δυναμώνοντας τη συναισθηματική ένταση της εικόνας.
Ο λόγος που υποφέρει ο Σατανάς είναι η εκούσια απόσχισή του από τον δημιουργό του, τον Θεό. Παρά το μεγαλείο της θεϊκής καλοσύνης και τη δόξα των ουρανών, ο Σατανάς προτιμά να έρθει αντιμέτωπος με τον Θεό, παρά να δείξει ταπεινότητα και ευγνωμοσύνη.
Ποια σχέση υπάρχει ανάμεσα στη σκέψη του Μίλτον και τη σύγχρονη αύξηση της κατάθλιψης; Μπορεί η απομάκρυνσή μας από την καλοσύνη του Θεού να μας κάνει να ζούμε ως θύματα, βρίσκοντας περισσότερους λόγους να παραπονούμαστε παρά να νιώθουμε ευγνωμοσύνη;
Στην εικόνα του Ντορέ, εντούτοις, πέφτει ακόμα λίγο φως πάνω στον Σατανά. Είναι θεϊκό φως; Είναι μήπως σημάδι που στέλνει ο Θεός στον Σατανά για να τον βοηθήσει να μετανιώσει, να αφήσει το μαρτύριό του και να επιστρέψει στον Παράδεισο;
Όταν εγκαταλείπουμε τον Θεό, εγκαταλείπουμε και την ταπεινότητα και την ευγνωμοσύνη προς το θείον. Και είναι η υπερηφάνειά μας που μας έχει οδηγήσει σε αυτό τον δρόμο. Άραγε υπάρχει για εμάς ελπίδα, μας φωτίζει ακόμα λίγο θεϊκό φως για να μπορέσουμε να επιστρέψουμε;
Ο Γκυστάβ Ντορέ [Gustav Doré, 1832-1883] ήταν ένας ιδιαίτερα παραγωγικός καλλιτέχνης του 19ου αιώνα. Εικονογράφησε με τα χαρακτικά του μερικά από τα σπουδαιότερα έργα της κλασικής Δυτικής λογοτεχνίας, περιλαμβανομένων της Βίβλου, του «Απολεσθέντα Παραδείσου» και της «Θείας Κωμωδίας». Στη σειρά «Ο ‘Απολεσθείς Παράδεισος’ μέσα από τα μάτια και τις εικόνες του Γκυστάβ Ντορέ» θα εμβαθύνουμε στις ιδέες του ποιήματος του Τζον Μίλτον που ενέπνευσαν τον Ντορέ και στις εικόνες που φιλοτέχνησε.
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
* Η απόδοση των στίχων του Μίλτον στη λεζάντα είναι από τη μετάφραση του Αθανασίου Δ. Οικονόμου, εκδ. Οδός Πανός, τρίτη έκδοση, Αθήνα 2015.
Μετάφραση: Αλία Ζάε