Μερικές φορές μοιάζει σαν να βομβαρδιζόμαστε από το κακό: σκοτεινές εικόνες, μουσική, λέξεις κλπ, γίνονται μέρος τη ζωής μας και του εαυτού μας σχεδόν χωρίς να το καταλαβαίνουμε, μέχρι που φτάνουμε να διασκεδάζουμε κιόλας με αυτά. Ωστόσο, μήπως θα ήταν καλύτερα να μάθουμε να αναγνωρίζουμε την αληθινή φύση αυτών των πραγμάτων και να αλλάζαμε τη στάση μας απέναντί τους;
Με αυτό το ερώτημα υπόψιν, συνεχίζουμε να ακολουθάμε τον Σατανά μέσα στον Κήπο της Εδέμ, στο ποίημα του Τζον Μίλτον «Ο απολεσθείς Παράδεισος», μέσω της εικονογράφησης του Γκυστάβ Ντορέ. Στο προηγούμενο άρθρο της σειράς (μέρος ζ΄), ο Σατανάς συνάντησε τα ανθρώπινα δημιουργήματα του Θεού, τον Αδάμ και την Εύα, που απολάμβαναν τα φρούτα και τις χαρές του Παραδείσου. Ο Αρχάγγελος Ουριήλ, ο οποίος χωρίς να το θέλει έδειξε τη Γη στον μεταμφιεσμένο Σατανά, σπεύδει στον Αρχάγγελο Γαβριήλ για να τον προειδοποιήσει για έναν ύποπτο «τύπο» που ψάχνει για τη Γη.
Ο Ουριήλ προειδοποιεί τον Γαβριήλ
Ο Γαβριήλ έχει την ευθύνη να μην εισέλθει κανένα κακό μέσα στον Κήπο της Εδέμ. Ο Ουριήλ πλησιάζει τον Γαβριήλ και του λέει για το πνεύμα που εμφανίστηκε ρωτώντας για τη νέα δημιουργία του Θεού. Ο Ουριήλ του έδειξε τη θέση της Γης και αμέσως το πνεύμα πέταξε προς τα εκεί. Καθώς το πνεύμα τού ήταν άγνωστο, ο Ουριήλ το παρακολούθησε μέχρι που έφτασε κοντά στη Γη. Τότε, παρατήρησε ότι η ουράνια μορφή του άλλαξε και δεν έμοιαζε πια ουράνια.
Αυτό έκανε τον Ουριήλ να σκεφτεί ότι ίσως ήταν ένα από τα πνεύματα που εκδιώχθηκαν από τον Παράδεισο, κάποιος από τους πεπτωκότες αγγέλους. Ανήσυχος, παροτρύνει τον Γαβριήλ να βρει αυτό το ίσως όχι καλό πνεύμα. Ο Γαβριήλ παραδέχεται ότι κανένα γήινο πλάσμα δεν θα μπορούσε να μπει ή να βγει, αλλά ότι ένα πνεύμα ίσως να το κατόρθωνε, αφού τα πνεύματα λειτουργούν διαφορετικά. Ο Γαβριήλ διαβεβαιώνει τον Ουριήλ ότι θα ψάξει εξονυχιστικά τον θεϊκό κήπο, μέχρι να σιγουρευτεί ότι τίποτα που δεν θα έπρεπε να μπει μπήκε:
«Από την πύλη αυτή κανένας δεν περνά
Την επαγρύπνησή της, μον’ όποιος έρχεται
Γνωστός από τα ουράνια. Κι από το μεσημέρι κι ύστερα
Κανένα άλλο πλάσμα. Αν πνεύμα κάποιο,
Πρόσεξε, ξεπέρασε τα γήινα τούτα εμπόδια
Εξ΄επιτούτου, δύσκολο να γνωρίζουμε
Αν την ουσία του πνεύματος σωματικός φραγμός ορίζει.
Αν όμως μες σ’ αυτό εδώ το κυκλικό το μέρος
Μ’ όποια μορφή κι αν τριγυρνά, αυτός που περιγράφεις,
Σου λέω, μέχρι το πρωί, εγώ πια θα το ξέρω…»
(Τζον Μίλτον, «Ο απολεσθείς Παράδεισος», Βιβλίο Τέταρτο)
Αναζητώντας το κακό
Η εικονογράφηση του Ντορέ για τους στίχους «Τούτα υπεσχέθη ο Γαβριήλ / Κι ο Ουριήλ στο πόστο του γυρνά / που τ’ ανατέθηκε» αναπαριστά τη στιγμή κατά την οποία ο Ουριήλ ενημερώνει τον Γαβριήλ για το ύποπτο πνεύμα που ρωτούσε για τη Γη. Ο Θεός έχει τοποθετήσει τον Γαβριήλ σε ένα βραχώδες μέρος, όπου συναντιούνται ο ουρανός και η γη, κι είναι σ’ αυτό το σημείο που τον βρίσκει ο Ουριήλ, τον οποίο βλέπουμε να δείχνει στο βάθος, κοιτάζοντας τον Γαβριήλ που ακουμπά στο σπαθί του.
Κάτω από τους δύο Αρχαγγέλους, κάθονται τρεις άγγελοι σε άνετες στάσεις. Αν και είναι οπλισμένοι, δεν έχουν τα όπλα τους έτοιμα προς χρήση. Το ένα μάλιστα είναι ακουμπισμένο στο πλάι, γιατί οι άγγελοι δεν γνωρίζουν ακόμα την είδηση που έχει μόλις φέρει ο Ουριήλ.
Εν τω μεταξύ, στον Κήπο της Εδέμ, ο Αδάμ και η Εύα ξεκουράζονται κάτω από έναν θόλο από φύλλα, που διάλεξε για αυτούς ο Θεός. Αφού μίλησε με τον Ουριήλ, ο Γαβριήλ λέει σε δύο αγγέλους να ψάξουν τον Κήπο:
«Ιθουριήλ, Σεπφών, με φτερωτή ταχύτητα
Τον κήπο ερευνήστε, κι ούτε γωνίτσα μην αφήσετε,
Μα δώστε προσοχή ιδιαίτερη στων όμορφων πλασμάτων τα λημέρια,
Που τώρα ίσως αναπαύονται, μ’ ασφάλεια ξαπλωμένοι.
Σήμερα το απόγευμα, μετ’ απ’ του ήλιου το γέρμα
Ποιος ξέρει τι πνεύμα κακό εδώ ίσως αφίχθη,
Από την Κόλαση ξεστράτισε, δουλειά κακή να κάμει:
Μόλις το βρείτε, αρπάξτε το και φέρτε το σ’ εμένα…»
(Τζον Μίλτον, «Ο απολεσθείς Παράδεισος», Βιβλίο Τέταρτο)
Στην εικόνα του Ντορέ για τους στίχους «Οι άλλοι δυο στον κήπο, αμέσως κατευθύνθηκαν / ψάχνοντας στα ενδότατα τον που καταζητούσαν …»*, βλέπουμε τους δύο αγγέλους Ιθουριήλ και Σεπφών να περνούν πετώντας πάνω από τα ψηλά δέντρα και να μπαίνουν στον κήπο, όπου ο Αδάμ και η Εύα ξεκουράζονται. Ο ένας άγγελος κρατά δόρυ και ο άλλος σπαθί, δείχνοντας ότι είναι έτοιμοι να υπερασπιστούν τους εαυτούς τους ή ακόμα και να καταστρέψουν το κακό πνεύμα που ψάχνουν, αν χρειαστεί. Κοιτάζονται και δείχνουν προς την κατεύθυνση που υποψιάζονται ότι βρίσκεται το κακό πνεύμα.
Το δίδαγμα
Με αφορμή αυτό το μέρος της ιστορίας του Μίλτον και τις εικόνες του Ντορέ, μπορούμε να εξετάσουμε τις εσωτερικές διεργασίες της ψυχής μας: Πώς να αντιμετωπίσουμε το κακό που βρίσκεται μέσα μας; Ο Κήπος της Εδέμ είναι ο κήπος του Θεού, που δημιουργήθηκε για να φιλοξενήσει τη δημιουργία του Θεού, που περιλαμβάνει τόσο τη θεϊκή εικόνα όσο και το πνεύμα των ανθρώπινων όντων. Γύρω από τον κήπο, ο Θεός τοποθέτησε ουράνια όντα για να τον προστατεύουν από το κακό.
Η υποψία που δημιουργείται για κάποιο κακό που ίσως παρείσφρησε εκεί, οι φύλακες άγγελοι, ακολουθώντας τη θεϊκή βούληση, πηγαίνουν να το αναζητήσουν για να το εξαλείψουν. Δεν κρύβονται από αυτό ούτε το αγνοούν. Πηγαίνουν προς αυτό και ερευνούν ώστε να το ανακαλύψουν.
Αν η ψυχή μας είναι φτιαγμένη σύμφωνα με τα θεϊκά πρότυπα, δεν θα έπρεπε κι εμείς, ανάλογα, να ερευνούμε εντός μας και εκδιώκουμε το κακό που μπαίνει μέσα της; Όταν κακά πράγματα τρυπώνουν στον κήπο της ψυχής μας, δεν θα έπρεπε κι εμείς, όπως οι άγγελοι που υπηρετούν τον Θεό, να στρεφόμαστε προς τα μέσα, για να ανακαλύπτουμε περί τίνος πρόκειται;
Ο Γκυστάβ Ντορέ [Gustav Doré, 1832-1883] ήταν ένας ιδιαίτερα παραγωγικός καλλιτέχνης του 19ου αιώνα. Εικονογράφησε με τα χαρακτικά του μερικά από τα σπουδαιότερα έργα της κλασικής Δυτικής λογοτεχνίας, περιλαμβανομένων της Βίβλου, του «Απολεσθέντα Παραδείσου» και της «Θείας Κωμωδίας». H σειρά «Ο ‘Απολεσθείς Παράδεισος’ μέσα από τα μάτια και τις εικόνες του Γκυστάβ Ντορέ» του Έρικ Μπες εμβαθύνει στις ιδέες του ποιήματος του Τζον Μίλτον που ενέπνευσαν τον Ντορέ και στις εικόνες που φιλοτέχνησε.
Μέχρι τώρα στην Epoch Times έχουν δημοσιευθεί τα πρώτα 7 άρθρα του Έρικ Μπες:
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
* Η απόδοση των στίχων του Μίλτον στις λεζάντες των εικόνων είναι από τη μετάφραση του Αθανασίου Δ. Οικονόμου, εκδ. Οδός Πανός, τρίτη έκδοση, Αθήνα 2015.
Μετάφραση και επιμέλεια: Αλία Ζάε