Ο ισραηλινός στρατός κλιμακώνει τις επιθέσεις του εναντίον της Χαμάς, στοχεύοντας πολιτικά στελέχη της οργάνωσης και επιδιώκοντας να καταλάβει και να ελέγξει περιοχές στη Λωρίδα της Γάζας.
Στις 31 Μαρτίου, οι Ισραηλινές Αμυντικές Δυνάμεις (IDF) εξέδωσαν διαταγή εκκένωσης για το μεγαλύτερο μέρος της Ράφα, της μεγαλύτερης πόλης στο νότιο τμήμα της Γάζας, καλώντας τους Παλαιστινίους να κατευθυνθούν στην παράκτια περιοχή Αλ Μαουασί, όπου βρίσκεται ένας μεγάλος καταυλισμός προσφύγων. Η εντολή εκδόθηκε κατά τη διάρκεια του Έιντ αλ-Φιτρ, της μουσουλμανικής γιορτής που σηματοδοτεί το τέλος του Ραμαζανιού.
Σε ανάρτησή του στην πλατφόρμα X, ο συνταγματάρχης Αβικέι Αντρέι, εκπρόσωπος των IDF στην αραβική γλώσσα, δημοσίευσε χάρτη που δείχνει τις περιοχές προς εκκένωση, οι οποίες εκτείνονται μεταξύ της Ράφα και της Χαν Γιουνίς. Πρόκειται για τη μεγαλύτερη εντολή εκκένωσης από την επανέναρξη των στρατιωτικών επιχειρήσεων τον Μάρτιο.
Οι Ισραηλινές Δυνάμεις τόνισαν ότι «επιστρέφουν για να πολεμήσουν με μεγάλη ένταση, προκειμένου να εξαλείψουν τις δυνατότητες των τρομοκρατικών οργανώσεων» και προειδοποίησαν τους πολίτες ότι «για την ασφάλειά τους, πρέπει να μετακινηθούν άμεσα στους καταυλισμούς του Αλ Μαουασί».
Στις 29 Μαρτίου, οι IDF είχαν ανακοινώσει την πρόθεσή τους να επεκτείνουν τη «ζώνη ασφαλείας» στο νότιο τμήμα της Γάζας.
Η σύγκρουση αναζωπυρώθηκε μετά τη λήξη της δίμηνης εκεχειρίας στις 18 Μαρτίου, καθώς οι δύο πλευρές δεν κατάφεραν να καταλήξουν σε συμφωνία για την παράτασή της.
Απώλειες και στοχευμένες επιθέσεις
Οι συγκρούσεις είχαν βαρύ τίμημα για την περιοχή. Στις 22 Μαρτίου, τουλάχιστον 19 Παλαιστίνιοι, ανάμεσά τους ένα πολιτικό στέλεχος της Χαμάς, γυναίκες και παιδιά, σκοτώθηκαν σε αεροπορικές επιδρομές.
Την ίδια περίοδο, τουλάχιστον 15 διασώστες και προσωπικό έκτακτης ανάγκης έχασαν τη ζωή τους στο νότιο τμήμα της Γάζας. Τα πτώματά τους ανασύρθηκαν αργότερα, αφού είχαν θαφτεί από ισραηλινές μπουλντόζες. Από αυτούς, οι οκτώ ανήκαν στην Παλαιστινιακή Ερυθρά Ημισέληνο, οι έξι στη Μονάδα Πολιτικής Προστασίας της Γάζας, ενώ ένας εργαζόταν για την UNRWA, την υπηρεσία του ΟΗΕ για την παλαιστινιακή αρωγή.
Σύμφωνα με την Times of Israel, στις 28 Μαρτίου ο ισραηλινός στρατός αναγνώρισε ότι είχε ανοίξει πυρ εναντίον ασθενοφόρων και πυροσβεστικών οχημάτων στο νότιο τμήμα της Γάζας. Όπως διευκρίνισαν οι IDF, τα οχήματα θεωρήθηκαν «ύποπτα», καθώς κινούνταν προς την κατεύθυνση όπου νωρίτερα είχαν εξοντωθεί «πολλοί τρομοκράτες της Χαμάς» σε μάχη στη συνοικία Τελ Σουλτάν. Ο στρατός σημείωσε επίσης ότι οι «τρομοκρατικές οργανώσεις στη Γάζα» χρησιμοποιούν συστηματικά ασθενοφόρα για στρατιωτικούς σκοπούς.
Επιθέσεις σε πολιτικά στελέχη της Χαμάς
Στη νέα επίθεση, το Ισραήλ έθεσε στο στόχαστρο υψηλόβαθμα πολιτικά στελέχη της Χαμάς. Στην εναρκτήρια φάση της επιχείρησης, σκοτώθηκε ανώτερο μέλος του πολιτικού γραφείου της οργάνωσης που ενεργούσε ως πρωθυπουργός. Ο διάδοχός του σκοτώθηκε λίγες ημέρες αργότερα.
Η πρώτη μεγάλη επιχείρηση του Ισραήλ στη Ράφα ξεκίνησε στις 6 Μαΐου 2024, έπειτα από μήνες καθυστέρησης λόγω της προσπάθειας των Ηνωμένων Πολιτειών να επιτύχουν προσωρινή εκεχειρία κατά τη διάρκεια του Ραμαζανιού. Ωστόσο, η διαμεσολάβηση απέτυχε.
Αξιωματούχοι της κυβέρνησης Μπάιντεν είχαν προειδοποιήσει ότι μια στρατιωτική επίθεση σε αυτό το πυκνοκατοικημένο αστικό κέντρο θα οδηγούσε σε «καταστροφική βία». Παρόλα αυτά, αναλυτές στο Ισραήλ υποστήριξαν ότι τα χειρότερα σενάρια δεν επιβεβαιώθηκαν.

Ωστόσο, στις 26 Μαΐου 2024, αεροπορική επίθεση στη Ράφα είχε ως αποτέλεσμα τον θάνατο 45 αμάχων που διέμεναν σε καταυλισμό εκτοπισμένων. Ο Ισραηλινός πρωθυπουργός Μπενιαμίν Νετανιάχου χαρακτήρισε την επίθεση «τραγικό λάθος».
Η επιχείρηση στη Ράφα έδωσε στον ισραηλινό στρατό τον έλεγχο του Διαδρόμου της Φιλαδέλφειας, μιας στενής λωρίδας γης στα σύνορα της Γάζας με την Αίγυπτο. Η κατάληψη του διαδρόμου επέτρεψε στο Ισραήλ να ενισχύσει τον έλεγχο για τον περιορισμό των λαθραίων αποστολών όπλων στη Χαμάς.
Το ζήτημα της αποχώρησης του Ισραήλ από τη συγκεκριμένη περιοχή παρέμεινε ανοιχτό, τόσο πριν όσο και κατά τη διάρκεια της πρόσφατης εκεχειρίας.
Του Dan M. Berger
Με πληροφορίες από το Associated Press και το Reuters