Του Michael Kurek
Μετάφραση: Αλία Ζάε
Σε κάποιους κλασικούς συνθέτες, το έργο τους είναι τόσο στενά συνυφασμένο με την πατρίδα τους, ώστε μοιάζει αδύνατο να μιλήσεις για το ένα χωρίς να αναφερθείς και στο άλλο.
Δεν ισχύει για όλους τους συνθέτες αυτό. Ο Φρεντερίκ Σοπέν γεννήθηκε και μεγάλωσε στην Πολωνία, αλλά δούλεψε στη Γαλλία. Ο Χέντελ ήταν Γερμανός, αλλά κάποια από τα αριστουργήματά του γράφτηκαν στην Αγγλία. Ωστόσο, ο Ααρών Κόπλαντ είναι έντονα συνδεδεμένος με τις ΗΠΑ, ειδικά σε έργα όπως τα «Appalachian Spring» και «Rodeo». Ο «αμερικανικός ήχος» του καθόρισε συνθέτες όπως ο Λέοναρντ Μπέρνσταϊν και συνθέτες μουσικής για τον κινηματογράφο όπως ο Τζον Γουίλλιαμς (παραδείγματος χάριν, στη μουσική του για την ταινία «Η διάσωση του στρατιώτη Ράιαν»).
Ο συνθέτης Έντβαρντ Γκριγκ (Edvard Grieg, 1843-1907) ήταν χαρακτηριστικά Νορβηγός και μάλιστα βοήθησε να οριστεί και να προωθηθεί μια νορβηγική ταυτότητα, τόσο για τους ίδιους τους Νορβηγούς όσο και για τον υπόλοιπο κόσμο.
Σε ορχηστρικά έργα όπως οι «Τέσσερεις Νορβηγικοί χοροί» και «Πέερ Γκυντ», χρησιμοποίησε αυθεντικές λαϊκές μελωδίας της χώρας του και πρωτότυπες μελωδίες γραμμένες σε νορβηγικό δημοτικό ύφος, περιβάλλοντάς τες με το κύρος της κλασικής μουσικής διεθνώς.
Αυτό τον έκανε πηγή εθνικής υπερηφάνειας για τους συμπατριώτες του και αγαπημένο παιδί της χώρας. Μπορούμε να πούμε ότι, στο πεδίο της μουσικής τουλάχιστον, ο Γκριγκ ανέδειξε τη Νορβηγία παγκοσμίως και γι’ αυτό τον τιμούν στην πατρίδα του μέχρι σήμερα.
Αυτό έμοιαζε φυσικό και αναμενόμενο, όταν ήμουν φοιτητής. Χαιρόμουν γι’ αυτούς! Εξάλλου, κάθε χώρα χρειάζεται τους ήρωές της. Σήμερα όμως, ο αποκαλούμενος μουσικός πατριωτισμός διδάσκεται πολύ διαφορετικά στα μουσικά πανεπιστήμια, με σαφώς αρνητικές συνυποδηλώσεις. Η πολιτισμική ακύρωση δεν έχει αγγίξει προσωπικά τον Γκριγκ, απ’ όσο γνωρίζω. Δεν είχε σκλάβους ούτε καταπίεσε ποτέ κάποια εθνική μειονότητα. Ή μήπως το έκανε;
Υγιής υπερηφάνεια
Το να φέρει τη λαϊκή μουσική των απλών ανθρώπων στις αίθουσες συναυλιών υψηλής τέχνης ήταν άραγε ένα είδος πολιτισμικής οικειοποίησης ή ήταν εκμετάλλευση μιας κοινωνικής τάξης από μια άλλη; Οι Νορβηγοί σίγουρα δεν το ένιωσαν έτσι τότε, εν μέρει γιατί οι άνθρωποι δεν αντιπαρέθεταν ανταγωνιστικά την κλασική και τη λαϊκή μουσική. Και στην Ευρώπη, γενικά, η κλασική μουσική ανήκει σε όλους τους ανθρώπους με έναν τρόπο άγνωστο στις ΗΠΑ.
Ο Γκριγκ ήταν το δικό τους καλό παιδί, γέννημα-θρέμμα του Μπέργκεν. Τους έκανε περήφανους, όπως έκανε υπερήφανους τους πιονιέρους των Μεσοδυτικών Πολιτειών ο Αβραάμ Λίνκολν. Ο Γκριγκ έκανε όλο το έθνος του περήφανο.
Αλλά και αυτό είναι πρόβλημα στις μέρες μας. Όλα τα ακαδημαϊκά πεδία, συμπεριλαμβανομένης της μουσικολογίας, είναι επηρεασμένα από τα δόγματα της παγκοσμιοποίησης και της απο-αποικιοκρατίας. Σε αυτό το κλίμα, η διάκριση ανάμεσα στην υγιή υπερηφάνεια και την ματαιοδοξία, ανάμεσα στην ικανοποίηση του ατόμου με την ταυτότητά του και τον κυνισμό, την ξενοφοβία, τον σωβινισμό , τη μισαλλοδοξία και τον ρατσισμό γίνεται δύσκολα. Αν φορέσω τα χρώματα της σχολής μου και υποστηρίζω την ομάδα της, αυτό σημαίνει ότι πιστεύω ότι οι φοιτητές της σχολής μου είναι καλύτεροι από τους άλλους ή ότι θέλω να εξαφανίσω όλες τις άλλες σχολές; Όχι βέβαια.
Επιστροφή στο σπίτι
Ωστόσο, το να λέω απλά ότι μια λάθος ιδέα είναι λάθος, όπως μόλις έκανα, δεν συνιστά επιχείρημα. Γιατί είναι σωστό – φυσικό – να νιώθουμε υπερήφανοι για την πατρίδα μας ή για το σχολείο μας ή οι Νορβηγοί για τη μουσική του Γκριγκ; Η «θεολογία του τόπου» προσπαθεί να δώσει μια απάντηση σε αυτό το ερώτημα. Σύμφωνα με τη θεολογία του τόπου του Λέοναρντ Χιάλμαρσον [Leonard Hjalmarson, theology of place], αυτό συμβαίνει επειδή βαθιά μέσα μας όλοι ξέρουμε ότι έχουμε ένα ιδανικό σπίτι – τον ουρανό – όπου λαχταράμε να πάμε. Είναι σαν έναν μαγνητικό Βορρά που έλκει την εσωτερική μας πυξίδα. Κατά καιρούς, μπορεί κάποιος να νιώσει ότι δεν ανήκει πουθενά, ίσως όταν έχει αποξενωθεί από το σπίτι του ή όταν βρίσκεται σε μια παρατεταμένη μεταβατική κατάσταση στη ζωή του χωρίς να καταφέρνει να «ριζώσει» κάπου.
Ο σύγχρονος άνθρωπος είναι ιδιαίτερα ευάλωτος σε αυτή την αίσθηση του «μη ανήκειν» και μπορεί να νιώθει πνευματικά αποπροσανατολισμένος χωρίς μια αίσθηση φυσικής ασφάλειας. Κάθε φορά που οδηγώ στον αυτοκινητόδρομο για να ταξιδέψω μακριά νιώθω κάπως χαμένος – κάθε έξοδος έχει τις ίδιες αλυσίδες εστιατορίων και καταστημάτων και βενζινάδικων και το τοπίο δεν έχει κανένα ιδιαίτερο χαρακτηριστικό – θα μπορούσα να είμαι οπουδήποτε.
Οι παγκόσμιας κλίμακας επικοινωνίες επίσης τείνουν να απαλείφουν τις έντονες πολιτισμικές διαφορές, τις ξεχωριστές διαλέκτους και την αίσθηση ότι ανήκουμε σε έναν τόπο.
Το να είμαστε ευχαριστημένοι με την ιδιαίτερη πατρίδα μας, την εθνική μας μουσική, την παραδοσιακή μας κουζίνα ή την τοπική μας ομάδα είναι ένας υγιής και θετικός συμβολικός τρόπος αποδοχής της ιδέας του ουράνιου σπιτιού μας και του ταξιδιού μας προς τα εκεί. Η ανάγκη μας για παρόμοιες αναγωγές και συμβολισμούς με κανέναν τρόπο δεν σημαίνει ότι δεν πρέπει οι άλλοι να έχουν τα δικά τους σύμβολα ή ότι θέλουμε να μείνουν έξω από τον παράδεισο ή ότι θέλουμε το κακό τους.
Η ειρωνεία όσον αφορά την ειδική μουσική ταυτότητα του Γκριγκ είναι ότι είναι ακριβώς αυτή η ταυτότητα που χαρίζει μια συνοχή στη γλώσσα του έργου του, μοναδική αλλά και οικουμενικά ελκυστική, όπως και οι διάφορες εθνικές κουζίνες. Δεν χρειάζεται να εξαλείψουμε την ταυτότητά μας ή να βάλουμε ένα σούσι πάνω σε ένα κομμάτι πίτσας για να αποδείξουμε την καλή μας θέληση. Μπορούμε (και παλιότερα θεωρούνταν δεδομένο ότι μπορούμε) να χαιρόμαστε και να τιμούμε τα ουράνια σύμβολα κάθε λαού ή ανθρώπου. Ζήτω η Νορβηγία!
Ο Αμερικανός συνθέτης Μάικλ Κιούρεκ είναι ο συγγραφέας του βιβλίου The Sound of Beauty: A Composer on Music in the Spiritual Life”(«Ο ήχος της ομορφιάς: Ένας συνθέτης για τη μουσική στην πνευματική ζωή»), που κυκλοφόρησε πρόσφατα και ο συνθέτης του κλασικού άλμπουμ “The Sea Knows”(«Η θάλασσα ξέρει»), Νο. 1 στο Billboard πρόσφατα. Έχει διακριθεί με αρκετά βραβεία στη σύνθεση, ένα από αυτά το Academy Award in Music από την Αμερικανική Ακαδημία Γραμμάτων και Τεχνών [American Academy of Arts and Letters], και έχει συμμετάσχει στην Επιτροπή Υποψηφίων της Ακαδημίας για τα βραβεία Γκράμι. Είναι επίτιμος καθηγητής μουσικής σύνθεσης στο Πανεπιστήμιο Vanderbilt. Για περισσότερες πληροφορίες και μουσική, μπορείτε να επισκεφθείτε το MichaelKurek.com