Ο Τζον Σίνγκερ Σάρτζεντ (1856–1925) ήταν ο πιο φημισμένος Αμερικανός προσωπογράφος της εποχής του. Στο απόγειο της καριέρας του, ζωγράφισε την αφρόκρεμα της κοινωνίας: τους τιτάνες της βιομηχανίας της Χρυσής Εποχής, τις πριγκίπισσες του αμερικανικού δολαρίου και τις αριστοκρατικές ομορφιές της εδουαρδιανής εποχής. Τα θεμέλια της καλλιτεχνικής του πρακτικής μπορούν να αναχθούν στην περίοδο που πέρασε στο Παρίσι, όπου έφτασε το 1874 σε ηλικία 18 ετών και παρέμεινε για μια δεκαετία. Αντλούσε έμπνευση από τον δάσκαλό του, τους σύγχρονους ζωγράφους, έναν ποικίλο κοινωνικό κύκλο δημιουργικών ανθρώπων και προστατών, καθώς και από την Ιστορία της Τέχνης.
Η έκθεση «Sargent and Paris», που παρουσιάζεται στο Μητροπολιτικό Μουσείο Τέχνης της Νέας Υόρκης έως τις 3 Αυγούστου, εξερευνά ακριβώς αυτή την παραγωγική και ουσιαστική περίοδο του έργου του. Η έκθεση κορυφώνεται με την παρουσίαση του βασικού πίνακα του Σάρτζεντ, «Madame X», αλλά η πρωτοτυπία της έγκειται στο ότι τοποθετεί το έργο στο πλαίσιο των πλούσιων πρώιμων παρισινών πορτρέτων του.

Εκπαίδευση στο Παρίσι
Ο Σάρτζεντ ήταν ένας πραγματικά διεθνής καλλιτέχνης. Γεννημένος στη Φλωρεντία από Αμερικανούς γονείς, η πατρική του πλευρά είχε τις ρίζες της σε μια από τις παλαιότερες οικογένειες που είχαν φτάσει στον Νέο Κόσμο ως άποικοι.
Πέρασε την παιδική του ηλικία ταξιδεύοντας στην ευρωπαϊκή ήπειρο, τους χειμώνες στη Ρώμη ή τη Νίκαια, τα καλοκαίρια σε παραθαλάσσια θέρετρα ή στις Άλπεις, και δεν επισκέφθηκε την Αμερική μέχρι τα 20 του χρόνια. Αν και δεν είχε λάβει επίσημη εκπαίδευση λόγω του περιπλανώμενου τρόπου ζωής της οικογένειάς του, μιλούσε άπταιστα τέσσερις γλώσσες: αγγλικά, γαλλικά, γερμανικά και ιταλικά. Βυθίστηκε στην ευρωπαϊκή τέχνη, με τη μητέρα του να τον ενθαρρύνει να επισκέπτεται μεγάλα μουσεία και εκκλησίες και να σχεδιάζει κάθε μέρα.
Αποφασισμένος να γίνει καλλιτέχνης, ο Σάρτζεντ εγγράφηκε στην Ακαδημία Καλών Τεχνών της Φλωρεντίας, αλλά δεν έμεινε ικανοποιημένος από τη διδασκαλία.
Αυτός και οι γονείς του κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι το Παρίσι θα του πρόσφερε την καλύτερη εκπαίδευση στις τέχνες. Αφού μετακόμισε εκεί, η εκπαίδευσή του ήταν διττή: εντάχθηκε στο εργαστήριο του Καρολύς-Ντυράν (1837-1917), κορυφαίου Γάλλου προσωπογράφου, και εγγράφηκε και στην Ακαδημία Καλών Τεχνών. Ο Σάρτζεντ απέκτησε εμπειρία στην ενσωμάτωση των κλασικών παραδόσεων με τις ακαδημαϊκές πρακτικές της τέχνης των συγχρόνων του, αναπτύσσοντας ένα μοναδικό στυλ που συνέχισε να εξελίσσει καθ’ όλη τη διάρκεια της καριέρας του.
Τρία χρόνια μετά την άφιξή του στο Παρίσι, ο Σάρτζεντ παρουσίασε για πρώτη φορά έργα του στο Σαλόνι του Παρισιού. Η διάσημη ετήσια έκθεση με κριτική επιτροπή και κρατική χρηματοδότηση ήταν για τους αναδυόμενους αλλά και για τους καταξιωμένους καλλιτέχνες ο βασικός τρόπος εύρεσης χορηγών και αναγνώρισης από το κοινό και τους κριτικούς. Εν ολίγοις, ήταν καθοριστική για την καριέρα ενός καλλιτέχνη.
Ξεπερνώντας τον μέντορά του
Η πρώτη αίθουσα της έκθεσης του Met παρουσιάζει την προσωπογραφία μίας οικογενειακής φίλης, της αμερικανικής καταγωγής Φράνσις Σέρμπορν Ρίντλεϋ Γουώτς, το οποίο είχε υποβάλει ο Σάρτζεντ, Η Γουώτς και ο Σάρτζεντ είχαν γνωριστεί ως παιδιά τη δεκαετία του 1860, όταν και οι δύο ζούσαν με τις οικογένειές τους στη Νίκαια. Η φιλία τους κράτησε μια ζωή.

Αυτή η πρώιμη, αν και επαγγελματική, προσωπογραφία έτυχε θερμής υποδοχής από τους κριτικούς. Σήμερα βρίσκεται στη συλλογή του Μουσείου Τέχνης της Φιλαδέλφειας, το οποίο σημειώνει: «Οι γλυκές αποχρώσεις του δέρματος, τα λεπτεπίλεπτα παιχνίδια του φωτός και οι ανάλαφρες πινελιές που χαρακτηρίζουν αυτόν τον πίνακα είναι αυτά που έκαναν τον Τζον Σίνγκερ Σάρτζεντ έναν από τους πιο περιζήτητους προσωπογράφους της εποχής του».
Η ιδιοφυΐα του Σάρτζεντ ήταν ήδη εμφανής, και όταν παρουσίασε δύο πίνακες τον επόμενο χρόνο, στο Σαλόνι του 1878, ο Τύπος έφτασε να υποδείξει ότι είχε ξεπεράσει τον μέντορά του, Καρολύς-Ντυράν.

Το έργο που ο ίδιος ο Καρολύς-Ντυράν υπέβαλε στο Σαλόνι του 1869 περιλαμβάνεται στην έκθεση του Met και παρέχει το πλαίσιο για την πορεία του Σάρτζεντ. Αυτή η κομψή ολόσωμη προσωπογραφία της συζύγου του Ντυράν ως μοντέρνας γυναίκας έτυχε θερμότατης υποδοχής από τους κριτικούς, και έθεσε τα πρότυπα για ένα εξειδικευμένο είδος μεγάλων πινάκων με ιδανικές, μοντέρνες Παριζιάνες που προσωποποιούσαν την ομορφιά, τη χάρη, το στυλ, τη γοητεία και το μυστήριο.
Ένα άλλο έργο που αντιπροσωπεύει αυτό το θέμα είναι το εξαιρετικό «Γυναίκα που φοράει γάντια», επίσης γνωστό ως «Η Παριζιάνα», του Ελβετού καλλιτέχνη Σαρλ-Αλεξάντρ Ζιρόν (1850–1914), φίλου του Σάρτζεντ. Η γυναίκα φοράει ένα κομψό φόρεμα με κεντήματα και βελούδινα διακοσμητικά στοιχεία, που συμπληρώνεται από ένα καπελάκι με φτερά μαραμπού.

Οικογένεια Παγιερόν
Σε όλο το έργο του, ο Σάρτζεντ ξεχώριζε για τις πολυτελείς απεικονίσεις των υφασμάτων, των οποίων τα χρώματα και τα μοτίβα ενίσχυαν τον τρόπο με τον οποίο ο θεατής αντιλαμβανόταν την προσωπικότητα του μοντέλου. Το πορτρέτο της Μαρί Μπουλόζ Παγιερόν (Μαντάμ Εντουάρ Παγιερόν), του 1879, ήταν το πρώτο του ολόσωμο πορτρέτο.
Με αστική ομορφιά, η Μαρί ανήκε σε έναν λογοτεχνικό και καλλιτεχνικό κύκλο μαζί με τον σύζυγό της, τον ποιητή και θεατρικό συγγραφέα Εντουάρ, τον οποίο ο Σάρτζεντ επίσης ζωγράφισε. Στον πίνακά του, ο καλλιτέχνης απεικόνισε τη Μαρί στο εξοχικό της οικογένειας. Η προσωπογραφία αντανακλά τόσο τα χαρακτηριστικά της παραδοσιακής προσωπογραφίας, όπως η πλούσια απεικόνιση των ρούχων και των κοσμημάτων, όσο και την προσωπικότητα του Σάρτζεντ.

Ο Εντουάρ ήταν ο σημαντικότερος πρώιμος προστάτης του Σάρτζεντ, οποίος μετά τη δική του προσωπογραφία του, του ανέθεσε και αυτές της συζύγου και των παιδιών του, Μαρί-Λουίζ και Εντουάρ, οι οποίοι ποζάρισαν για τον Σάρτζεντ τον επόμενο χρόνο.
Ο πίνακας που προέκυψε, ο οποίος έτυχε θερμής υποδοχής στο Σαλόνι του 1881, είναι ένα παράδειγμα της μοναδικής προσέγγισης του Σάρτζεντ στην απεικόνιση των παιδιών. Παραδοσιακά, τα παιδιά στον 19ο αιώνα απεικονίζονταν σε συναισθηματικές σκηνές. Οι απεικονίσεις της παιδικής ηλικίας του Σάρτζεντ ήταν πρωτοποριακές, καθώς αποτύπωνε τις αποχρώσεις της προσωπικότητας ενός νεαρού ατόμου. Σε αυτόν τον πίνακα, η τεταμένη, σχεδόν θυμωμένη φιγούρα της μικρής Μαρί-Λουίζ καταλαμβάνει το κέντρο της σκηνής.

Ως ενήλικη, διηγήθηκε ότι το πορτρέτο χρειάστηκε 83 συναντήσεις, κάτι που μπορεί να είναι υπερβολή, και ότι εκείνη και ο Σάρτζεντ φιλονίκησαν για τα ρούχα και τα αξεσουάρ που θα φορούσε. Ο καλλιτέχνης επέμενε να φορέσει ένα κρεμ-λευκό μεταξωτό φόρεμα, που θα του επέτρεπε να δημιουργήσει απαλές σκιές.
Η Ισπανία και η Ανατολή
Η δεξιοτεχνία του Σάρτζεντ στη ζωγραφική του λευκού υπό διαφορετικές συνθήκες φωτισμού είναι εμφανής στο έργο «Καπνός από κεχριμπάρι».
Η σύνθεση δημιουργήθηκε κατά τη διάρκεια του ταξιδιού του Σάρτζεντ στο Μαρόκο. Οι ανατολίτικες σκηνές όπως αυτή ήταν δημοφιλείς τότε στο παρισινό κοινό. Εκτός από τη Βόρεια Αφρική, ο Σάρτζεντ ταξίδεψε σε όλη την Ευρώπη κατά τη διάρκεια της γαλλικής περιόδου του. Επισκέφθηκε το Χάρλεμ της Ολλανδίας για να δει το έργο του Φρανς Χαλς, του οποίου η δεξιοτεχνία τον ενέπνευσε βαθιά. Ένα από τα πιο σημαντικά ταξίδια του ήταν στην Ισπανία, το 1879. Ο Καρολύς-Ντυράν ήταν ένθερμος θαυμαστής του Ντιέγκο Βελάσκεθ και παρότρυνε τους μαθητές του να μελετήσουν τον Ισπανό δάσκαλο.

Κατά τη διάρκεια της παραμονής του στη Μαδρίτη, ο Σάρτζεντ αντέγραψε έργα του Βελάσκεθ στο Μουσείο Πράδο, μεταξύ των οποίων και το διάσημο «Las Meninas». Η εκδοχή του Σάρτζεντ περιλαμβάνεται στην έκθεση του Met. Βρίσκεται σε μια αίθουσα όπου εκτίθεται μόνο ένα ακόμη έργο, το «The Daughters of Edward Darley Boit» του ιδίου, σε φυσικό μέγεθος, του 1882. Ο πίνακας αυτός εκτέθηκε στο Σαλόνι της επόμενης χρονιάς και αντανακλά την επιρροή του Βελάσκεθ και του αριστουργήματός του. Ο τίτλος του έργου του Σάρτζεντ υποδηλώνει μια ομαδική προσωπογραφία, και ο καμβάς απεικονίζει πράγματι τις κόρες, ηλικίας 4 έως 14 ετών, των Αμερικανών ομογενών Έντουαρντ Ντάρλεϋ Μπόιτ και Μαίρη Λούις Κάσινγκ.
Ωστόσο, δύο από τα κορίτσια έχουν ασαφή χαρακτηριστικά, προσέγγιση ασυνήθιστη στην προσωπογραφία της εποχής, και όλα παρουσιάζονται εντελώς ασύνδετα. Τα παιδιά μοιράζονται τη σύνθεση με ένα σκοτεινό εσωτερικό που κυριαρχείται από δύο μεγάλα ιαπωνικά βάζα, εντείνοντας τον μυστηριώδη τόνο του πίνακα. Το έργο έχει ως σκηνικό την είσοδο του διαμερίσματος της οικογένειας στο Παρίσι, χώρος που θολώνει τα όρια μεταξύ δημόσιου και ιδιωτικού.

Ένα άλλο πορτρέτο του Σάρτζεντ που συνδυάζει με εντυπωσιακό τρόπο προσωπικά και δημόσια στοιχεία είναι το πληθωρικό «Ο Δρ Πότσι στο σπίτι του».
Το μοντέλο ήταν ο πρωτοπόρος Γάλλος χειρουργός Δρ Σάμιουελ-Ζαν Πότσι, ο οποίος ήταν επίσης γνωστός για τη λαμπερή κοινωνική του ζωή. Αυτό το πορτρέτο σε φυσικό μέγεθος δείχνει τον γιατρό σε επίσημη πόζα, αλλά φορώντας μία κόκκινη ρόμπα. Ο πίνακας είναι μια εκθαμβωτική μελέτη του κόκκινου σε όλες του τις αποχρώσεις και αναπόφευκτα παραπέμπει στις προσωπογραφίες των πριγκήπων, Παπών και καρδιναλίων.

Το 1883, ο Σάρτζεντ άνοιξε το δικό του εργαστήριο στο Παρίσι. Εκείνη τη χρονιά, άρχισε να εργάζεται σε μία προσωπογραφία της Βιρζινί Αμελί Αβενιό Γκωτρώ (Μαντάμ Πιερ Γκωτρώ), το οποίο δεν ήταν παραγγελία και το οποίο θα ονομάζονταν «Μαντάμ Χ».
Η Γκωτρώ γεννήθηκε στη Νέα Ορλεάνη από γονείς γαλλικής καταγωγής. Μεγάλωσε στο Παρίσι και έγινε διάσημη για την ομορφιά της στην υψηλή κοινωνία. Το «Μαντάμ Χ» εκτέθηκε στο Σαλόνι του 1884 και, για πρώτη φορά, ένας πίνακας του Σάρτζεντ προκάλεσε εχθρότητα, χλευασμό και σκάνδαλο.
Αυτή η αρνητική αντίδραση ήταν ένας από τους λόγους που ο Σάρτζεντ έφυγε από το Παρίσι για το Λονδίνο τον Ιούνιο του 1884. Είχε επίσης κλείσει αρκετές παραγγελίες για πορτρέτα από τη νεόπλουτη βρετανική οικογένεια Βίκερς. Η πικρία για την υποδοχή του «Madame X» παρέμεινε και ο Σάρτζεντ εγκαταστάθηκε μόνιμα στην Αγγλία το 1886, αν και συνέχισε να ταξιδεύει πολύ και να εκθέτει στο Παρίσι.

Η προσωπογραφία της κυρίας Άλμπερτ Βίκερς (Έντιθ Φόστερ) εκτέθηκε στο Σαλόνι του 1885. Η προσωπογραφία «La Carmencita» του 1890, που απεικονίζει την ισπανίδα χορεύτρια του φλαμένκο Κάρμεν Ντάουσετ Μορένο, αγοράστηκε από το γαλλικό κράτος το 1892. Ο πίνακας αυτός είναι το τελευταίο έργο της έκθεσης του Met, και το μουσείο γράφει: «Η απόκτησή του ανακήρυξε ουσιαστικά τον Σάρτζεντ, σε ηλικία μόλις τριάντα έξι ετών, ως έναν από τους μεγάλους δασκάλους της εποχής του και σηματοδότησε την τελική αποδοχή του στο Παρίσι».
Η έκθεση «Ο Σάρτζεντ και το Παρίσι» αναδεικνύει το βάθος των φιλικών σχέσεων, των χορηγιών, των τεχνικών δεξιοτήτων και της δημιουργικότητας που ανέπτυξε ο Σάρτζεντ κατά τη δεκαετία που έζησε στην πρωτεύουσα της Γαλλίας. Εκτός από τα πορτρέτα με λάδι, δημιούργησε σκίτσα και ακουαρέλες και ζωγράφισε σκηνές της καθημερινής ζωής, θαλασσινά και αστικά τοπία, μερικά από τα οποία εκτίθενται επίσης στην έκθεση. Αυτά τα πρώιμα έργα διαμόρφωσαν την τεράστια επιτυχία που γνώρισε ο Σάρτζεντ στη δεκαετία του 1890. Ωστόσο, η σε βάθος εξέταση του έργου του στο Παρίσι από το Met επιβεβαιώνει την εκτίμηση του Χένρυ Τζέημς, φίλου του και Αμερικανού συγγραφέα που ζούσε επίσης στο εξωτερικό, ότι τα έργα του Σάρτζεντ από αυτή την περίοδο «προσφέρουν το ελαφρώς παράδοξο θέαμα ενός ταλέντου που, στο κατώφλι της καριέρας του, δεν έχει τίποτα πια να μάθει».