Η σύντομη πολεμική σύγκρουση ανάμεσα στο Ισραήλ και το Ιράν ανέδειξε τις στενές σχέσεις της Τεχεράνης με άλλους αντιπάλους των Ηνωμένων Πολιτειών, κυρίως τη Ρωσία και την Κίνα.
Παρότι δεν υφίσταται επίσημη συμμαχία μεταξύ Ιράν, Κίνας, Ρωσίας και άλλων κρατών που έχουν αντικρουόμενα συμφέροντα με τη Δύση, οι πολιτικές και οικονομικές σχέσεις τους θεωρούνται από πολλούς ως μια άτυπη συμμαχία εναντίον του δυτικού κόσμου.
Το Κομμουνιστικό Κόμμα Κίνας (ΚΚΚ) καταδίκασε δημοσίως τις ισραηλινές και αμερικανικές επιθέσεις κατά ιρανικών στρατιωτικών και πυρηνικών εγκαταστάσεων, κάνοντας λόγο για παραβίαση της κυριαρχίας του Ιράν.
Ο απόστρατος πλοίαρχος του Πολεμικού Ναυτικού των ΗΠΑ, Στιου Κβερκ, υποστήριξε σε άρθρο του ότι τα μακροπρόθεσμα συμφέροντα της Κίνας υπέστησαν ζημία από τη σύγκρουση. Όπως σημείωσε, το Πεκίνο είχε επενδύσει σημαντικά στο Ιράν, από την παροχή τεχνογνωσίας για το πυρηνικό του πρόγραμμα μέχρι και την αγορά μεγάλων ποσοτήτων ιρανικού πετρελαίου.
Ο Κάι Σενκούν, ανεξάρτητος Κινέζος σχολιαστής που ζει στο εξωτερικό, δήλωσε στην Epoch Times ότι η απόφαση του προέδρου Τραμπ να διατάξει στοχευμένα πλήγματα στις πυρηνικές εγκαταστάσεις του Ιράν δεν είχε μόνο στόχο να καθυστερήσει το πυρηνικό πρόγραμμα της χώρας, αλλά και να στείλει προειδοποιητικό μήνυμα σε άλλα καθεστώτα με αντιαμερικανική στάση.
Όπως επεσήμανε, μέχρι πρότινος ο Τραμπ είχε αποκτήσει τη φήμη επιχειρηματία που αποφεύγει την εμπλοκή των ΗΠΑ σε πολεμικές συγκρούσεις. Ωστόσο, θεωρεί ότι πλέον έχει καταστεί σαφές πως οι αυταρχικοί ηγέτες δεν μπορούν να προβλέψουν τις κινήσεις του, γεγονός που – κατά την άποψή του – προκαλεί πραγματικό φόβο.
Ο ίδιος εκτίμησε ότι η ετοιμότητα του Τραμπ να υποστηρίξει στρατιωτικά το Ισραήλ εγείρει το ενδεχόμενο η Ουάσιγκτον να μην παραμείνει αδρανής σε περίπτωση που η Κίνα επιχειρήσει να καταλάβει την Ταϊβάν με τη βία. Αν συμβεί κάτι τέτοιο, είπε, οι ΗΠΑ θα μπορούσαν να προσφέρουν στην Ταϊβάν όπλα ακριβείας για «πλήγματα εξουδετέρωσης ηγεσίας», τα οποία – όπως υποστήριξε – αποτελούν τον μεγαλύτερο φόβο της κινεζικής ηγεσίας.
Οι ΗΠΑ ενεπλάκησαν άμεσα στη σύγκρουση Ισραήλ-Ιράν στις 21 και 22 Ιουνίου, περίπου μία εβδομάδα μετά τα πρώτα ισραηλινά πλήγματα. Κατά την επέμβαση αυτή, ο Τραμπ διέταξε επιθέσεις μεγάλης εμβέλειας με βομβαρδιστικά αεροσκάφη στελθ, τα οποία έριξαν διατρητικές βόμβες κατά τριών μεγάλων πυρηνικών εγκαταστάσεων του Ιράν, θαμμένων σε βάθος εκατοντάδων μέτρων.
Σύμφωνα με εκτίμηση της Διεθνούς Υπηρεσίας Ατομικής Ενέργειας (IAEA), οι Ιρανοί είχαν εμπλουτίσει εκατοντάδες κιλά ουρανίου σε επίπεδο 60%. Κατά τις αμερικανικές εκτιμήσεις, εάν αυτό το υλικό εμπλουτιζόταν μέχρι το 90%, θα επαρκούσε για την κατασκευή περίπου δέκα πυρηνικών όπλων.
Παρότι η τύχη του εμπλουτισμένου ιρανικού ουρανίου παραμένει άγνωστη, η κλίμακα των ισραηλινών και αμερικανικών επιθέσεων, αλλά και η έκταση των επιχειρήσεων «εξουδετέρωσης ηγεσίας» εκ μέρους του Ισραήλ, ανέδειξαν τις σοβαρές αδυναμίες του ιρανικού καθεστώτος.

Ο Γου Τζιαλόνγκ, Κινέζος αναλυτής που ειδικεύεται στα οικονομικά και τις διεθνείς σχέσεις, εκτίμησε ότι οι επιθέσεις του Ισραήλ σε συνδυασμό με τη χρήση διατρητικών βομβών από τις ΗΠΑ κατά υπόγειων πυρηνικών εγκαταστάσεων του Ιράν, σε βάθος 80 μέτρων, λειτουργούν ως έμμεση προειδοποίηση προς το Πεκίνο.
Υπενθύμισε ότι το Κομμουνιστικό Κόμμα Κίνας (ΚΚΚ) διοικεί τη χώρα από το Tzονγκνανχάι, κτίριο εντός της Απαγορευμένης Πόλης, ενώ ο Λαϊκός Απελευθερωτικός Στρατός της Κίνας διατηρεί υπόγειο καταφύγιο στο όρος Σιγιάν, σε βάθος 60 μέτρων. Υποστήριξε ότι η απόφαση του Τραμπ να πλήξει τις υπόγειες εγκαταστάσεις στο Ιράν στέλνει σαφές μήνυμα ότι ακόμα και τέτοια καταφύγια δεν είναι απρόσβλητα για τις αμερικανικές δυνάμεις.

Ο Σενκούν πρόσθεσε ότι η έκταση της ταπείνωσης του Ιράν από το μικρότερο – στρατιωτικά – Ισραήλ αποτελεί σημαντικό δίδαγμα για την κινεζική ηγεσία, ειδικά για όσους τάσσονται υπέρ μιας εισβολής στην Ταϊβάν.
Όπως είπε, το Ισραήλ διέσπασε τις αποκαλούμενες «γραμμές άμυνας» του Ιράν και διέλυσε το προστατευτικό πλέγμα που είχε οικοδομήσει γύρω του το Πεκίνο – εξέλιξη που, σύμφωνα με την άποψή του, δεν προμηνύει θετικά αποτελέσματα για τις κινεζικές ένοπλες δυνάμεις.
Συνεργασία και εξάρτηση
Από την ισλαμική επανάσταση του 1979 και την ανατροπή του φιλοδυτικού σάχη Παχλαβί, το Ιράν διατηρεί εχθρικές σχέσεις με τις Ηνωμένες Πολιτείες και το Ισραήλ. Η ρητορική των Ιρανών ηγετών, που αποκαλούν τις ΗΠΑ «Μεγάλο Σατανά», έχει παραμείνει αμετάβλητη επί δεκαετίες.
Ενώ οι σχέσεις του Ιράν με τη Ρωσία βελτιώθηκαν μόνο μετά την πτώση της Σοβιετικής Ένωσης — με τις ισλαμικές αρχές να αποκαλούν τους σοβιετικούς κομμουνιστές «Μικρό Σατανά» — η Τεχεράνη διατηρεί από καιρό φιλικές σχέσεις και ισχυρούς οικονομικούς δεσμούς με το ΚΚΚ.
Από την επανάσταση του 1979, η Κίνα έχει επενδύσει δεκάδες δισεκατομμύρια στο Ιράν, ιδίως στην υποδομή πετρελαίου, και από το 2009 είναι ο μεγαλύτερος εμπορικός εταίρος του Ιράν. Το 2021, η Κίνα και το Ιράν υπέγραψαν το 25ετές Πρόγραμμα Συνεργασίας Ιράν-Κίνας, μια συνεργασία που, σύμφωνα με ορισμένους αναλυτές, ενισχύει την οικονομική εξάρτηση του Ιράν από το Πεκίνο.

Η Κίνα εισάγει το 90% του πετρελαίου του Ιράν, σύμφωνα με την εταιρεία ανάλυσης Kpler. Το πετρέλαιο είναι ένας κρίσιμος πόρος για το Πεκίνο, δεδομένου ότι τα πετρελαϊκά κοιτάσματα της Κίνας δεν επαρκούν για να καλύψουν τις ανάγκες της τεράστιας βιομηχανικής βάσης και του πληθυσμού της.
Ρήγματα στη συνεργασία
Ισραηλινές δυνάμεις κατάφεραν να εξουδετερώσουν ολόκληρο το ιρανικό σύστημα αεράμυνας, συνδυάζοντας αεροπορική ισχύ με επιτόπιες επιχειρήσεις μυστικών υπηρεσιών. Ιδιαίτερα σημαντική φέρεται να ήταν η συμβολή της ισραηλινής κατασκοπείας στον εντοπισμό στρατιωτικών ηγετών που αποτέλεσαν στόχο επιθέσεων, μεταξύ των οποίων και ο Χοσεΐν Σαλαμί, επικεφαλής των Φρουρών της Επανάστασης.
Το Πεκίνο στήριζε το ιρανικό πυρηνικό πρόγραμμα από τη δεκαετία του 1980, ενώ είχε υπογράψει μυστική συμφωνία με την Τεχεράνη το 1990 για παροχή τεχνογνωσίας. Επιπλέον, μεγάλο μέρος του ιρανικού οπλισμού προέρχεται από την Κίνα – κάτι που αποδείχθηκε καθοριστικό στον πόλεμο Ιράν-Ιράκ (1980-1988).
Ωστόσο, η πρόσφατη σύγκρουση γεννά ερωτήματα για την αποτελεσματικότητα των κινεζικών εξοπλισμών στο πεδίο της μάχης. Όπως αναφέρθηκε σε φόρουμ στην Ταϊβάν από τον Κούο Γιουτζέν, αναπληρωτή διευθυντή του Ινστιτούτου Εθνικής Πολιτικής Έρευνας, η κακή απόδοση της ιρανικής αεράμυνας αποτελεί πλήγμα για την εικόνα τόσο της Κίνας όσο και της Ρωσίας.
Σύμφωνα με δημοσίευμα κινεζικού μέσου, που επικαλείται το Jane’s Defence Weekly του 2017, το ιρανικό σύστημα διοίκησης αεράμυνας Negah βασίζεται στο κινεζικό JY-10. Η πληροφορία αυτή δεν έχει επιβεβαιωθεί ανεξάρτητα από την Epoch Times.
Επιπλέον, το Ιράν φέρεται να είχε αναπτύξει κινεζικής κατασκευής συστήματα λέιζερ αεράμυνας Shennong 3000/5000 στα τέλη του 2024, τα οποία – όπως και τα ραντάρ Negah – απέτυχαν να αποτρέψουν τις ισραηλινές επιθέσεις. Άλλα συστήματα προέρχονται από τη Ρωσία.

Τέλος, το Ιράν συνεχίζει να προμηθεύει μη επανδρωμένα αεροσκάφη στη Ρωσία, τα οποία χρησιμοποιούνται στον πόλεμο κατά της Ουκρανίας.
Του Leo Timm