Η κυβέρνηση των ΗΠΑ ενέκρινε χθες, Τετάρτη, την πώληση πυραύλων αέρος-αέρος στην Αυστραλία, έναντι ποσού 1,04 δισ. δολαρίων, στο πλαίσιο της συμμαχίας AUKUS, η οποία συμφωνήθηκε πίσω από την πλάτη της Γαλλίας και έχει σκοπό να αντιμετωπίσει την αύξηση της ισχύος της Κίνας στην περιοχή του Ειρηνικού.
Η τριμερής συμφωνία συνήφθη το 2021 ανάμεσα στις ΗΠΑ, το Ηνωμένο Βασίλειο και την Αυστραλία και προβλέπει την ενίσχυση των στρατιωτικών τους σχέσεων και την αντιμετώπιση των κινεζικών φιλοδοξιών στον νότιο Ειρηνικό.
«Η προτεινόμενη πώληση θα βελτιώσει τη δυνατότητα της Αυστραλίας να αντιμετωπίσει τρέχουσες και μελλοντικές απειλές», ανέφερε η Αμερικανική Υπηρεσία Συνεργασίας για την Άμυνα και την Ασφάλεια (DSCA) στο δελτίο Τύπου που δημοσιοποίησε.
Πρόκειται για περίπου 200 πυραύλους AIM-120C και ισάριθμους AIM-120D, καθώς και για συναφή εξοπλισμό, όπως διευκρίνισε.
«Η Αυστραλία είναι από τους πιο σημαντικούς συμμάχους μας στην περιοχή», σημείωσε η DSCA, χαρακτηρίζοντας «απαραίτητο για το αμερικανικό εθνικό συμφέρον να βοηθήσουμε τον σύμμαχό μας να αναπτύξει και να διατηρήσει ισχυρή και έτοιμη προς χρήση αμυντική ικανότητα».
Μετά το πράσινο φως του Στέιτ Ντιπάρτμεντ, απομένει η συναλλαγή να εγκριθεί από το αμερικανικό Κογκρέσο — κάτι που, ωστόσο, θεωρείται γενικά τυπική διαδικασία.
Τόσο η Αυστραλία όσο και η νέα κυβέρνηση του Ντόναλντ Τραμπ επαναβεβαίωσαν την προσήλωσή τους στην AUKUS, συμφωνία που είχε συναφθεί επί προεδρίας του Τζο Μπάιντεν.
Η τριμερής συμμαχία ιδρύθηκε εν αγνοία της Γαλλίας, η οποία είδε να ακυρώνεται συμφωνία μεγάλης αξίας για την πώληση υποβρυχίων που είχε συνάψει με την Αυστραλία.
Στο πλαίσιο της AUKUS, η Αυστραλία αναμένεται να αποκτήσει στόλο πυρηνοκίνητων υποβρυχίων από το 2040.
Η Κίνα έχει επικρίνει έντονα τη συμμαχία, την οποία θεωρεί απειλή για τη δική της ασφάλεια.
Η χθεσινή ανακοίνωση έγινε εν μέσω κατακόρυφης κλιμάκωσης της έντασης ανάμεσα στην Ουάσινγκτον και το Πεκίνο σε άλλο πεδίο: αυτό του εμπορίου. Αν και ο Αμερικανός πρόεδρος Τραμπ ανακοίνωσε την αναστολή των παγκόσμιων «ανταποδοτικών» τελωνειακών δασμών του, αύξησε ακόμη περισσότερο εκείνους που επιβλήθηκαν στην Κίνα, μετατρέποντας τον παγκόσμιο εμπορικό πόλεμο σε αναμέτρηση των δύο μεγαλύτερων οικονομιών του κόσμου — τουλάχιστον μέχρι νεοτέρας.