Του Michael Kurek
Μετάφραση: Αλία Ζάε
Δεν θυμάμαι την πρώτη φορά που πρόσεξα μια άρπα, αλλά πρέπει να ήμουν παιδάκι. Εκείνη την εποχή δεν ήταν ασυνήθιστο να δεις μια συμφωνική ορχήστρα στην τηλεόραση, και η ματιά μου κάθε φορά μαγνητιζόταν από την άρπα, το πιο «εξωτικό» πράγμα στη σκηνή, τουλάχιστον μέχρι να εμφανιστεί ο μαέστρος. Αργότερα, έφτανε και η στιγμή να λάμψει η άρπα, τόσο οπτικά όσο και ηχητικά, με έναν υπέροχο καταρράκτη μουσικών τόνων.
Ύστερα, υπήρχε και ο «Μίκυ και η φασολιά», μέρος της ταινίας του Ντίσνεϋ «Ώρα για διασκέδαση» [«Fun and Fancy Free», 1947], με τον χαρακτήρα της χρυσής άρπας – μια πανέμορφη γυναίκα που τραγουδούσε με μια άρπα δεμένη κάπως στην πλάτη της. Στον ρόλο τραγουδούσε μια δημοφιλής τραγουδίστρια της εποχής, η Ανίτα Γκόρντον. Τι μαγευτικό όργανο! Διάσημος για την άρπα του ήταν και ο Χάρπο Μαρξ, από το κωμικό δίδυμο των Αδελφών Μαρξ, ο οποίος δεν προσποιούνταν! Μπορούσε πράγματι να παίζει άρπα αρκετά καλά.
Συνθέτοντας για κλασική άρπα
Τα τελευταία χρόνια, αν και δεν παίζω άρπα, έχω δεχθεί παραγγελίες από τον Αμερικανικό Σύλλογο Άρπας και από το Παγκόσμιο Συνέδριο Άρπας να συνθέσω μουσική για άρπα για τα εθνικά και διεθνή τους συνέδρια. Παρακολούθησα αυτά τα συνέδρια με μεγάλη απόλαυση. Το θέαμα των ατελείωτων σειρών από γυαλιστερές, ακόμα και επιχρυσωμένες άρπες (κάποιες από αυτές στο φυσικό χρώμα του ξύλου, κάποιες άλλες με επίστρωση από μαύρη λάκα) στον εκθεσιακό χώρο είναι μαγικό. Μπορεί μόνο να παραβληθεί με το θέαμα εκατοντάδων αρπιστών, οι οποίοι, αντίθετα από τους συναδέλφους τους που παίζουν άλλα όργανα, μοιάζουν να πλέουν στις αίθουσες των συνεδρίων, σαν το παίξιμο αυτού του οργάνου να τους έχει μεταμορφώσει.
Ένας από τους λόγους που ένιωθα ευχάριστα συνθέτοντας για άρπα, είναι γιατί (και μόνο εν μέρει αστειεύομαι) είναι σχεδόν αδύνατον να συνθέσει κανείς κάτι που θα ακουστεί άσχημα στην άρπα. Ωστόσο, αποδείχτηκε ότι υπάρχει μια αρκετά απότομη μαθησιακή στροφή στον δρόμο αυτού που θέλει να γράψει τη μουσική της, που περιλαμβάνει πολλές νότες και ειδική σημειογραφία που δεν χρησιμοποιούνται για τα άλλα όργανα.
Κοιτάζοντας μια άρπα, βλέπουμε μια σειρά κάθετων χορδών που πρέπει να τραβηχτούν. Ίσως κάποιος αναρωτηθεί πώς ξέρουν οι αρπιστές ποια χορδή αντιστοιχεί σε ποια νότα. Επιπλέον, δεν είναι καθόλου εύκολο να τραβήξει κανείς μια καλά τεντωμένη χορδή άρπας ώστε να παράγει έναν σωστό, επαγγελματικό τόνο.
Αν πλησιάσουμε για να κοιτάξουμε από πιο κοντά, θα δούμε ότι και οι επτά χορδές του Ντο είναι κόκκινες ενώ όλες οι χορδές του Φα είναι μαύρες ή μπλε. Αυτές οι διαφοροποιήσεις στο χρώμα καθοδηγούν τα χέρια των αρπιστών να τοποθετούνται σωστά πάνω στο όργανο. Αλλά το πόσο μακριά πρέπει να τεντωθούν για να φτάσουν τις μακρινές χορδές για να παίξουν άλλους τόνους, αυτό είναι κάτι που εξαρτάται από τη σωματική μνήμη και την περιφερειακή όραση, καθώς οι αρπιστές πρέπει να διαβάζουν ταυτόχρονα και τις νότες και δεν μπορούν πάντα να ρίχνουν το βλέμμα τους στα χέρια τους.
Ο σεβασμός, το δέος μου αν προτιμάτε, για την τέχνη του παιξίματος της άρπας μεγάλωσε ακόμα περισσότερο όταν έμαθα ότι, όχι μόνο τα χέρια πρέπει ταυτόχρονα να τραβούν τις χορδές και από τις δυο πλευρές του οργάνου, αλλά υπάρχουν και επτά πεντάλ, τα οποία πατιούνται συχνά και από τα δύο πόδια σε μία από τις τρεις υπάρχουσες θέσεις τους. Το πεντάλ του Ρε, παραδείγματος χάριν, ξανακουρδίζει ταυτόχρονα όλες τις χορδές του Ρε (μια σε κάθε οκτάβα) σε ύφεση, δίεση ή φυσικό τόνο, μέχρι να ξαναπατηθεί.
Η άρπα έχει επτά χορδές σε κάθε οκτάβα, όπως το πιάνο έχει επτά λευκά πλήκτρα. Για να παιχτεί μια «μαύρη» νότα, τα πεντάλ πρέπει να αλλαχτούν, και μετά ίσως να πρέπει να ξαναλλαχτούν σχεδόν αμέσως. Τα μόνα όργανα που χρησιμοποιούν όλα τα χέρια και πόδια για να παίζουν επιπλέον νότες είναι το εκκλησιαστικό όργανο, που επίσης έχει πεντάλ, και το σετ των ντραμς της ροκ/τζαζ. Ο συντονισμός των άκρων που απαιτείται ώστε να κινούνται και τα τέσσερα ανεξάρτητα μοιάζει κάπως με την προσπάθεια που θα έπρεπε να κάνουμε για να χτυπήσουμε το κεφάλι μας και να χαϊδέψουμε την κοιλιά μας ταυτόχρονα και επί δύο!
Η μεγάλη ιστορία της άρπας
Ίσως να είναι το μοναδικό όργανο που εξελίχθηκε μέσα από τόσες πολλές παραλλαγές, από την άρπα που έπαιζε ο Δαυίδ για να κατευνάσει τον βασιλιά Σαούλ και τις μικρές λύρες των αρχαίων Ελλήνων μέχρι τη σύγχρονη άρπα με τα πεντάλ που έφτασε σε αυτήν περίπου τη μορφή στα τέλη του 19ου αιώνα.
Υπάρχουν ακόμα πολλές παραλλαγές μικρότερων κελτικών και λαϊκών αρπών, που είναι ιδιαίτερα δημοφιλείς. Η σύγχρονη κλασική συναυλιακή άρπα στην οποία αναφερόμουν είναι η μεγαλύτερη, με ύψος περίπου 70 εκατοστά, 47 χορδές και περίπου 6μιση οκτάβες – λίγο λιγότερο από ένα πιάνο.
Δεν συναντάμε συχνά την άρπα στα έργα συνθετών της κλασικής εποχής, όπως ο Μότσαρτ και ο Χάυντν, ή ο Μπετόβεν, αλλά ούτε και λίγο αργότερα στον Μπραμς. Είναι κυρίως οι Ρομαντικοί που λάτρεψαν αυτό το όργανο και το ανέδειξαν. Ας σκεφτούμε για παράδειγμα τα απολαυστικά σόλο για άρπα στα μπαλέτα του Τσαϊκόφσκυ.
Αλλά, αν θέλει κάποιος να πάρει μια πλήρη γεύση των δυνατοτήτων της σύγχρονης συναυλιακής μεγάλης άρπας, συστήνω να ακούσει ένα καλό κονσέρτο για άρπα, όπως το πλούσιο Κονσέρτο για άρπα και ορχήστρα σε Μι Ύφεση, Op. 74 του Ρώσου συνθέτη Ράινχολντ Γκλιέρ [Reinhold Glière, 1875–1956]. Αν και γράφτηκε το 1938, ανήκει στη μελωδική παράδοση του Ρομαντισμού του 19ου αιώνα.
Ο Μότσαρτ έγραψε μόνο ένα κομμάτι για άρπα, το Κονσέρτο για φλάουτο και άρπα σε Ντο Δίεση, Κ. 299, το 1778, αλλά είναι τόσο απολαυστικό που θεωρείται από τους αρπιστές και το κοινό σαν μια μεγάλη συνεισφορά στο ρεπερτόριο της άρπας.
Αν το βάλετε στο μυαλό σας, θα αρχίσετε να παρατηρείτε πόσο συχνά εμφανίζονται άρπες σε κλασικές ταινίες, είτε στην οθόνη είτε στο σάουντρακ. Μια από τις πιο αξιοσημείωτες χρήσεις τους γίνεται από τον Μπέρναρντ Χέρμαν στη μουσική επένδυση της ταινίας του 1953 «Beneath the 12-Mile Reef», όπου 9 άρπες δημιουργούν έναν υποθαλάσσιο παράδεισο. Παρομοίως, ο Χέρμαν είχε χρησιμοποιήσει άρπα για να αποδώσει τη θάλασσα και στην ταινία του 1947 «The Ghost and Mrs. Muir».
Από τις εμφανίσεις της άρπας στην οθόνη, αξίζει να αναφέρουμε και το εντυπωσιακό σόλο άρπας που εκτελεί ο Κάρυ Γκραντ ως άγγελος Ντάντλεϋ στην ταινία «Ένας άγγελος στη γη» [«The Bishop’ s Wife»]. Βέβαια, τα χέρια που φαίνονται στις χορδές δεν είναι του Κάρυ Γκραντ, αλλά του Ντένζιλ Γκαίηλ Λώτον [Denzil Gail Laughton, 1921-1985], γνωστού περισσότερο σαν τζαζ αρπιστή, παρόλο που έπαιζε πολύ και για τον κινηματογράφο και την τηλεόραση. Τα χέρια του Λώτον αντικατέστησαν τα χέρια του Γκραντ με κάποια φωτογραφική τεχνική της εποχής.
Ο Αμερικανός συνθέτης Μάικλ Κιούρεκ είναι ο συγγραφέας του βιβλίου «The Sound of Beauty: A Composer on Music in the Spiritual Life» («Ο ήχος της ομορφιάς: Ένας συνθέτης για τη μουσική στην πνευματική ζωή»), που κυκλοφόρησε πρόσφατα και ο συνθέτης του κλασικού άλμπουμ «The Sea Knows» («Η θάλασσα ξέρει»), Νο. 1 στο Billboard πρόσφατα. Έχει διακριθεί με αρκετά βραβεία στη σύνθεση, ένα από αυτά το Academy Award in Music από την Αμερικανική Ακαδημία Γραμμάτων και Τεχνών [American Academy of Arts and Letters], και έχει συμμετάσχει στην Επιτροπή Υποψηφίων της Ακαδημίας για τα βραβεία Γκράμι. Είναι επίτιμος καθηγητής μουσικής σύνθεσης στο Πανεπιστήμιο Vanderbilt. Για περισσότερες πληροφορίες και μουσική, μπορείτε να επισκεφθείτε το MichaelKurek.com
Ακολουθήστε μας στο Telegram @epochtimesgreece
Ακολουθήστε μας στο Facebook @epochtimesgreece
Ακολουθήστε μας στο SafeChat @epochtimesgreece