Η ελληνική Epoch Times μεταφράζει κατά τμήματα το «Όνειρο Πορφυρών Δωματίων».
Το «Όνειρο Πορφυρών Δωματίων» είναι ένα από τα τέσσερα μεγάλα λογοτεχνικά βιβλία της Κίνας.
Γράφτηκε περί το 1760 από τον Τσάο Σιουε-τσιν, κατά την Δυναστεία Τσινγκ (1644-1911).
Μπορείτε να διαβάσετε τα υπόλοιπα τμήματα του βιβλίου εδώ.
* * *
Κεφάλαιο IV
Μια ατυχής κόρη συναντά έναν ατυχή νεαρό.
Ο μοναχός του Χου Λου εκδικάζει την υπόθεση Χου Λου.
Η Ταϊ-γιού, καθώς τώρα επιστρέφουμε στην ιστορία μας, έχοντας έλθει, μαζί με την εξαδέλφη της στα διαμερίσματα της κυρίας Γουάνγκ, βρήκε την κυρία Γουάνγκ να συζητά ορισμένα οικιακά περιστατικά με τους αγγελιαφόρους, οι οποίοι είχαν καταφθάσει από την οικία της γυναίκας του μεγάλου αδελφού της, και εξέταζαν επίσης την υπόθεση της ανθρωποκτονίας, στην οποία η οικογένεια της αδελφής της είχε εμπλακεί, και άλλα τέτοια σχετικά θέματα. Αντιλαμβανόμενες πόσο πιεστικά και σύνθετα ήταν τα θέματα με τα οποία ασχολούνταν η κυρία Γουάνγκ, οι νεαρές κυρίες άφησαν αμέσως τα διαμερίσματά της, και πήγαν στα δωμάτια της χήρας νύφης τους, κ. Λι.
Αυτή η κ. Λι αρχικά ήταν σύζυγος του Τζια Τσου (ομόηχο του Ψεύτικος Κυρίαρχος) [1]. Αν και ο Τσου είχε αποβιώσει σε μικρή ηλικία, είχε την καλή τύχη να αφήσει πίσω του έναν γιο, στον οποίον είχε δοθεί το όνομα Τζια Λαν (ομόηχο του Ψεύτικος Θλιμμένος). Ήταν, σε αυτήν την περίοδο, μόλις στον πέμπτο χρόνο του, και είχε ήδη αρχίσει το σχολείο, και αφοσιωνόταν στα βιβλία.
Αυτή η κ. Λι ήταν επίσης κόρη ενός αξιόλογου αξιωματούχου στην πόλη Τσιν Λινγκ. Το όνομα του πατέρα της ήταν Λι Σόου-τσουνγκ (μικρό όνομα ομόηχο του Άξιο-χέρι), ο οποίος είχε υπάρξει κάποτε Αυτοκρατορικός Τελετάρχης. Μεταξύ των απογόνων του, άντρες και γυναίκες είχαν όλοι αφιερώσει τον εαυτό τους στην ποίηση και τα γράμματα· αλλά αφότου ο Λι Σόου-τσουνγκ συνέχισε την γραμμή των απογόνων, ισχυρίστηκε ότι η απουσία λογίων επιτευγμάτων στην κόρη του ήταν πράγματι μια αρετή, έτσι ώστε σύντομα έγινε εμφανές ότι δεν αφοσίωνε τον εαυτό της με πραγματική ειλικρίνεια στην μάθηση· με αποτέλεσμα ότι όλα όσα μελετούσε ήταν απλώς κάποια τμήματα των «Τεσσάρων βιβλίων για γυναίκες», και των «Απομνημονευμάτων εξαιρέτων γυναικών», και όλα όσα διάβαζε δεν εκτείνονταν πέραν ενός περιορισμένου συνόλου χαρακτήρων (ιδεογραμμάτων), και όλα όσα είχε κρατήσει στην μνήμη ήταν τα παραδείγματα αυτών των λίγων άξιων θηλυκών χαρακτήρων των παλαιών δυναστειών· ενώ έδινε ιδιαίτερη έμφαση στο γνέσιμο και σε γυναικείες εργασίες των χεριών (εργόχειρα). Για τον λόγο αυτόν της δόθηκε το όνομα που επιλέχθηκε για αυτήν, Λι Γουάν (Λι, η υφάντρια), και το καλλιτεχνικό όνομα Κουνγκ Τσ’άι (Αυτοκρατορική Ράπτρια).
Αν και αυτή η Λι Γουάν ακόμα συνέχιζε, μετά την απώλεια του συζύγου της, ενώ ήταν ακόμα στην άνοιξη της ζωής της, να ζει μέσα σε πλούτο και πολυτέλεια, παρ΄ όλα αυτά έμοιαζε σε όλα έναν κορμό σάπιου ξύλου ή νεκρών σταχτών. Δεν είχε καμία θέληση να ρωτήσει για οτιδήποτε ή να ακούσει το οτιδήποτε· ενώ η μοναδική και αποκλειστική της σκέψη ήταν να υπηρετεί τους συγγενείς της και να εκπαιδεύει τον γιο της· και, μαζί με αυτά, να διδάσκει τις νεαρές κουνιάδες της να πλέκουν και να διαβάζουν φωναχτά.
Η Ταϊ-γιού, είναι αλήθεια, αυτήν την περίοδο ζούσε ως φιλοξενούμενη στην έπαυλη Τζια, όπου σίγουρα είχε αυτές τις νεαρές κυρίες για παρέα, αλλά, εκτός του γηραιού πατέρα της, (σκεφτόταν) πως δεν υπήρχε ανάγκη για αυτήν να νιώσει αγάπη για οποιονδήποτε άλλον.
Αλλά τώρα θα μιλήσουμε για τον Τζια Γιου-τσιουν (ομόηχο του «Ψεύτικη ιστορία» [2]). Έχοντας αποκτήσει την θέση του Διοικητή της Γινγκ Τ’ιέν, είχε μόλις φτάσει στην θέση του όταν μια κατηγορία ανθρωποκτονίας του παρουσιάστηκε στο διοικητήριο (και δικαστήριό) του. Αυτή είχε προκύψει από κάποια φιλονικία μεταξύ δύο μερών κατά την απόκτηση μιας υπηρέτριας, όπου κανένας εκ των δύο δεν παραχωρούσε το δικαίωμά του· με αποτέλεσμα να προκύψει μια σοβαρή επίθεση, που κατέληξε σε ανθρωποκτονία.
Ο Γιου-τσιουν είχε, άμεσα, πει στους υπηρέτες των εναγόντων να παρουσιαστούν σε αυτόν, και τους υπέβαλε σε εξέταση.
«Το θύμα της επίθεσης», είπαν οι ενάγοντες, «ήταν ο κύριος του υπηρέτη σας. Έχοντας μια συγκεκριμένη μέρα, αγοράσει μια κόρη υπηρέτρια, απρόσμενα φάνηκε ότι ήταν μια κόρη που είχε απαχθεί και πωληθεί από έναν απαγωγέα. Αυτός ο απαγωγέας είχε, πρώτα απ΄ όλα, πάρει τα χρήματα της οικογένειάς μας, και ο κύριός μας είχε δώσει αυτά που έπρεπε την τρίτη μέρα, που ήταν μια ευοίωνη μέρα, και την πήρε στον χώρο μας, αλλά αυτός ο απαγωγέας στα κρυφά την πούλησε πάλι στην οικογένεια Σιουέ. Όταν μάθαμε για αυτό, πήγαμε να αναζητήσουμε τον πωλητή για να τον πιάσουμε, και να φέρουμε πίσω την κόρη δια της βίας. Αλλά ο Σιουέ ήταν από πάντα ο αλαζόνας, δημιουργός προβλημάτων της Τσιν Λινγκ, γεμάτος αυτοπεποίθηση στον πλούτο του, γεμάτος σιγουριά λόγω του κύρους του· και οι αλαζονικοί βοηθοί του όλοι μαζί άρπαξαν τον κύριό μας και τον χτύπησαν μέχρι θανάτου. Ο δολοφονικός κύριος και το πλήρωμά του έχουν εδώ και καιρό διαφύγει, μην αφήνοντας ούτε ίχνος πίσω τους, ενώ μένουν μόνο μερικά μέρη που δεν έχουν εμπλακεί στην υπόθεση. Οι υπηρέτες σας έχουν υποβάλει για έναν ολόκληρο χρόνο παράπονα, αλλά δεν υπήρξε κανένας να απονείμει δικαιοσύνη, και έτσι παρακαλούμε την αξιοσύνη σας να συλλάβει τους αιματοβαμμένους εγκληματίες, και έτσι να συνεισφέρει στην διατήρηση της ανθρωπότητας και καλοσύνης· και οι ζώντες, όπως και οι νεκροί, θα νιώσουν τεράστια ευγνωμοσύνη για αυτήν την θεϊκή απόφαση.»
Όταν ο Γιου-τσιουν άκουσε την μαρτυρία τους, έγινε έξω φρενών. «Τι!» φώναξε. «Πως είναι δυνατόν μια υπόθεση τέτοιας βαρύτητας να έχει λάβει χώρα, ο φόνος ενός άντρα, και οι ένοχοι να έχει επιτραπεί να διαφύγουν χωρίς επίπτωση, χωρίς σύλληψη; Εκδώστε εντάλματα, και αποστείλετε αστυνομικούς επικεφαλής αμέσως να βρουν τους συγγενείς των αιματοβαμμένων εγκληματιών και να τους φέρουν να ανακριθούν με σκληρά μέσα.»
Τότε αντιλήφθηκε έναν βοηθό του διοικητηρίου, που στεκόταν δίπλα στην δικαστική έδρα, να του κάνει νόημα με τα μάτια, ότι δεν πρέπει να εκδώσει εντάλματα σύλληψης. Ο Γιου-τσιουν άρχισε να υποψιάζεται κάτι, και ένιωσε ότι θα πρέπει να συγκρατηθεί.
Αποχωρώντας από την δικαστική αίθουσα, πήγε σε μια ιδιωτική αίθουσα, από όπου έδιωξε τους ακολούθους του, κρατώντας μόνο τον έναν βοηθό για την υπηρεσία του.
Ο βοηθός προχώρησε ευθύς και υποκλίθηκε. «Η μεγαλοσύνη σας», είπε χαμογελώντας, «έχει ανέλθει συνεχώς στις επίσημες τιμές, και ο πλούτος σας αυξανόταν, και έτσι, με την πάροδο περίπου οκτώ ή εννέα ετών, με έχετε ξεχάσει.»
«Το πρόσωπό σου είναι, ωστόσο, εξαιρετικά οικείο», παρατήρησε ο Γιου-τσιουν, «αλλά δεν μπορώ, αυτήν την στιγμή, να θυμηθώ ποιος είσαι.»
«Οι αξιότιμοι άνθρωποι ξεχνάνε πολλά πράγματα», παρατήρησε ο βοηθός, καθώς χαμογελούσε. «Τι! Έχετε ακόμα ξεχάσει το μέρος όπου ξεκινήσατε στην ζωή; Και δεν θυμάστε τι είχε συμβεί, σε περασμένα χρόνια, στον ναό Χου Λου;»
Ο Γιου-τσιουν είχε γεμίσει με τεράστια έκπληξη· και περασμένα γεγονότα τότε άρχισαν να εμφανίζονται στο μυαλό.
Το γεγονός είναι ότι αυτός ο βοηθός ήταν κάποτε ένας νεαρός κληρικός στον ναό Χου Λου· αλλά καθώς, μετά την καταστροφή του από φωτιά, δεν είχε στέγη να βάλει πάνω από το κεφάλι του, θυμήθηκε πόσο ελαφρύ και εύκολο ήταν, εν τέλει, αυτό το είδος εργασίας, και όντας ανίκανος να παραχωρήσει τον εαυτό του στην απομόνωση και ηρεμία ενός ναού, ωφελήθηκε από τα χρόνια του, που ήταν έως τότε λίγα, για να αφήσει την κόμη του να μεγαλώσει, και να γίνει ένας διοικητικός βοηθός.
Ο Γιου-τσιουν δεν είχε ιδέα ότι ήταν αυτός. Βιαστικά παίρνοντας το χέρι του στο δικό του, παρατήρησε χαμογελώντας: «Είσαι, πράγματι, ένας παλιός φίλος!» και μετά τον πίεσε να καθίσει, ώστε να μπορούν να συζητήσουν ευκολότερα, αλλά ο βοηθός δεν ήθελε να διανοηθεί να καθίσει.
«Οι φιλίες», παρατήρησε ο Γιου-τσιουν, παίρνοντας μια χαμογελαστή έκφραση, «που έγιναν σε φτωχές συνθήκες δεν θα πρέπει να ξεχνιούνται! Αυτό είναι ένα προσωπικό δωμάτιο· έτσι αν καθίσεις, τι θα πειράζει;»
Ο βοηθός τότε ζήτησε άδεια να καθίσει, και κάθισε άβολα, νιώθοντας ότι είναι λάθος.
«Γιατί, λίγο πριν», ρώτησε ο Γιου-τσιουν, «δεν μου επέτρεψες να εκδώσω εντάλματα σύλληψης;»
«Το λαμπρό αξίωμά σας», απάντησε ο βοηθός, «έφερε την μεγαλοσύνη σας εδώ, και είναι δυνατόν ότι δεν έχετε καταγράψει κάποιο φυλακτήριο για την θέση σας σε αυτήν την επαρχία!»
«Τι είναι ένα φυλακτήριο αξιώματος;» ρώτησε αμέσως ο Γιου-τσιουν.
Παραπομπές – Σημειώσεις μεταφραστή
[1]: Κάποια Κινέζικα ιδεογράμματα έχουν ίδια προφορά, αλλά διαφορετική γραφή και σημασία.
[2]: Τζια Γιου-τσιουν: Το όνομα Τζια είναι ομόηχο του Ψεύτικος. «Γιου-τσιουν» κυριολεκτικά σημαίνει «Βροχή στο χωριό», αλλά έχει την σημασία της «ιστορίας». Ίσως το νόημα αυτό προέκυψε επειδή οι άνθρωποι στα χωριά έμεναν μέσα όταν έβρεχε, και έλεγαν ιστορίες.