Μετά από τρία χρόνια έντονων συζητήσεων και διαβουλεύσεων, οι χώρες-μέλη του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας ενέκριναν στις 20 Μαΐου μια ιστορική συμφωνία που στοχεύει στην προληπτική διαχείριση και αντιμετώπιση μελλοντικών πανδημιών και έκτακτων υγειονομικών καταστάσεων.
Η νέα συνθήκη καλεί τις χώρες να υιοθετήσουν την προσέγγιση «Μία Υγεία», λαμβάνοντας μέτρα για τον εντοπισμό και τη διαχείριση παραγόντων που ευνοούν το ξέσπασμα πανδημιών. Ιδιαίτερη βαρύτητα δίνεται στην εκπαίδευση ανθρώπινου δυναμικού για την πρόληψη και την ανταπόκριση σε υγειονομικές κρίσεις, καθώς και στην ενίσχυση των εθνικών συστημάτων υγείας, με στόχο, μεταξύ άλλων, την αύξηση της εμβολιαστικής κάλυψης.
Κομβικό τμήμα της συμφωνίας αφορά στην εθελοντική δέσμευση φαρμακευτικών εταιρειών να παρέχουν στον ΠΟΥ το 20% των εμβολίων, φαρμάκων και διαγνωστικών τεστ που παράγουν, ώστε ο Οργανισμός να τα διαθέτει όπου υπάρχει μεγαλύτερος υγειονομικός κίνδυνος ή ανάγκη, δίνοντας προτεραιότητα στις αναπτυσσόμενες χώρες.
Η ακριβής διαδικασία διανομής θα περιγραφεί λεπτομερώς σε μεταγενέστερη συμφωνία, η οποία θα εξεταστεί στην Παγκόσμια Συνέλευση Υγείας το 2026.
Η ψηφοφορία, που πραγματοποιήθηκε στο πλαίσιο της συνέλευσης, κατέληξε σε ευρεία συναίνεση: 124 χώρες υπερψήφισαν, καμία δεν καταψήφισε και 11 επέλεξαν να απέχουν. Η έγκριση της συμφωνίας φέρνει εις πέρας τρία χρόνια σκληρών διαπραγματεύσεων.
Ο Γενικός Διευθυντής του ΠΟΥ, Δρ. Τέντρος Αντάνομ Γκεμπρεγέσους, δήλωσε: «Σήμερα ο κόσμος είναι ασφαλέστερος χάρη στην ηγεσία, τη συνεργασία και τη δέσμευση των κρατών-μελών για την υιοθέτηση της ιστορικής Συμφωνίας για την Πανδημία. Πρόκειται για νίκη της δημόσιας υγείας, της επιστήμης και της πολυμερούς συνεργασίας. Θα μας επιτρέψει να προστατεύσουμε αποτελεσματικότερα τον πλανήτη από μελλοντικές πανδημικές απειλές».
Η νέα συνθήκη έρχεται να συμπληρώσει τον Διεθνή Κανονισμό Υγείας που υιοθετήθηκε το 2005 και δεσμεύει τις χώρες να λαμβάνουν συγκεκριμένα μέτρα για την πρόληψη και τη διαχείριση απειλών στη δημόσια υγεία. Ωστόσο, στο παρελθόν, χώρες όπως η Κίνα δεν εφάρμοσαν πάντα τις προβλεπόμενες διαδικασίες, κυρίως κατά τη διάρκεια της πανδημίας του COVID-19.
Επιπλέον, διευκρινίζεται ρητά ότι καμία διάταξη της συμφωνίας δεν παρέχει στον ΠΟΥ το δικαίωμα να επιβάλει ή να υπαγορεύσει εθνική νομοθεσία ή πολιτικές στα κράτη-μέλη, συμπεριλαμβανομένων μέτρων όπως οι ταξιδιωτικοί περιορισμοί ή τα lockdown.
Αξίζει να σημειωθεί ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες δεν συμμετείχαν στις τελικές διαπραγματεύσεις, καθώς η τότε κυβέρνηση Τραμπ είχε αποφασίσει την αποχώρηση από τον ΠΟΥ, υποστηρίζοντας πως ο Οργανισμός χειρίστηκε λανθασμένα την πανδημία COVID-19.
Η υπουργός Υγείας της Ναμίμπια, Δρ. Εσπεράνς Λουβιντάο, εκ των βασικών συντελεστών της συμφωνίας, υπογράμμισε ότι το αποτέλεσμα αντικατοπτρίζει τη συλλογική βούληση για καλύτερη ετοιμότητα απέναντι σε μελλοντικές πανδημίες, δίνοντας έμφαση στο σεβασμό της ανθρώπινης αξιοπρέπειας, στην ισότητα και στην προσήλωση στην επιστημονική γνώση.
Αντιθέτως, ο Σλοβάκος πρωθυπουργός Ρόμπερτ Φίτσο εξέφρασε κριτική, υποστηρίζοντας ότι η συμφωνία πλήττει την εθνική κυριαρχία και θέτει σε κίνδυνο τα ανθρώπινα δικαιώματα.