Σάββατο, 05 Οκτ, 2024
3 Απριλίου 2010 - Ο Πάπας Βενέδικτος ΙΣΤ΄ υψώνει το Ευαγγέλιο κατά τη διάρκεια της πασχαλινής αγρυπνίας, στη Βασιλική του Αγίου Πέτρου στο Βατικανό. (Elisabetta Villa/Getty Images)

Πάπας Βενέδικτος ΙΣΤ΄: «Η ελευθερία της συνείδησης βρίσκεται στον πυρήνα κάθε ελευθερίας»

Μετάφραση: Αλία Ζάε

Σχολιασμός

Στις 31 Δεκεμβρίου 2022 έφυγε από τη ζωή ο πρώην Πάπας Βενέδικτος ΙΣΤ΄ σε ηλικία 95 ετών. Ο Βενέδικτος, με το προσωπικό όνομα Γιόζεφ Άλοις Ράτζινγκερ, ήταν ο πρώτος Πάπας μέσα σε 600 χρόνια που παραιτήθηκε από το αξίωμά του. Όταν υπέβαλλε την παραίτησή του για λόγους υγείας το 2013, ο κόσμος έμεινε κατάπληκτος από μια τόσο ρηξικέλευθη απόφαση – ιδιαίτερα καθώς ο Βενέδικτος ΙΣΤ΄ ήταν ένας άνθρωπος που υποστήριζε τις παραδόσεις.

Ωστόσο, ο Καρδινάλιος Ράτζινγκερ, επικεφαλής των αξιωματούχων του προηγούμενου ποντίφηκα Ιωάννη Παύλου Β΄, είχε την ατυχία να παρακολουθήσει τη φθίνουσα πορεία των τελευταίων δυο χρόνων στη ζωή και το παπικό αξίωμα του προκατόχου του και να διαπιστώσει πόσο οι διανοητικές δυνάμεις του είχαν υποχωρήσει και μαζί και η ικανότητά του να διαχειρίζεται αποτελεσματικά τα ζητήματα της Καθολικής Εκκλησίας. Παρόλο που οι πιστοί δεν τον εγκατέλειπαν και μαζεύονταν αθρόα σε όσα μέρη επισκεπτόταν, γιατί ήταν ιδιαίτερα αγαπητός, υπήρχε μια αυξανόμενη κρίση στους κόλπους της Εκκλησίας που μεγάλωνε χρόνο με τον χρόνο.

Για να μην επαναληφθεί κάτι τέτοιο, ο Πάπας Βενέδικτος ΙΣΤ΄ πήρε τη δύσκολη απόφαση να αποσυρθεί, ενώ ήταν ακόμα στην ακμή του. Πίστευε επίσης ότι το ακαδημαϊκό του έργο θα είχε εξίσου σημαντικά, αν όχι καλύτερα, αποτελέσματα στην αποκατάσταση της πίστης από την παραμονή του στην κεφαλή της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας. Έτσι, ξεκίνησε μια 10ετή αναζήτηση για να ανακαλύψει καινούρια νοήματα στη ζωή και τα διδάγματα του Ιησού Χριστού. Το αποτέλεσμα του ‘ταξιδιού’ του είναι μια σειρά βιβλίων, που σίγουρα θα μείνουν στην ιστορία ως ένα φωτισμένο δώρο και κληροδότημα προς την ανθρωπότητα.

Ακόμα και σήμερα, υπάρχουν άνθρωποι που παρεξηγούν τη δομή της πίστης του Καρδιναλίου Ράτζινγκερ, που έγινε Πάπας. Η Β΄ Σύνοδος του Βατικανού (11 Οκτωβρίου 1962 – 8 Δεκεμβρίου 1965) έπαιξε εξέχοντα ρόλο στη διαμόρφωση της πνευματικής του ζωής και πάντα την ξεχώριζε και την τιμούσε, για έναν βασικό λόγο: ότι σε εκείνη τη Σύνοδο έγινε μια ξεκάθαρη τομή με το παρελθόν και η Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία πήρε την απόφαση να υποστηρίξει ξεκάθαρα την ελευθερία πίστεως  και συνείδησης ως ανθρώπινο δικαίωμα. Ίσως αυτό να μην ακούγεται ιδιαίτερα ριζοσπαστικό ή μπορεί ακόμα να μοιάζει και ελαφρώς άτοπο το να δυσκολεύεται τόσο η Καθολική Εκκλησία να παραδεχτεί τα αυτονόητα, αλλά η δυστοκία τούτη έχει την ιστορία της.

Οι λόγοι που η θρησκευτική ελευθερία δεν υποστηριζόταν πάντα με θέρμη από τη χριστιανική εκκλησία είναι τόσο ιστορικοί όσο και θεολογικοί. Τα πρώτα χρόνια του χριστιανισμού, οι πιστοί της νέας θρησκείας βίωσαν εκτεταμένες διώξεις από την παρακμάζουσα Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Ήταν ο Αυτοκράτορας Κωνσταντίνος, ο επονομαζόμενος Μέγας, αυτός που άλλαξε τα πράγματα για τους χριστιανούς και εδραίωσε την πρωτοκαθεδρία τους έναντι των άλλων θρησκειών της αυτοκρατορίας. Δυστυχώς, η δύναμή τους αυξήθηκε αντιστρόφως ανάλογα με την ταπεινότητα και οι πάλαι ποτέ διωκόμενοι έγιναν με τη σειρά τους διώκτες, των εθνικών, των ειδωλολατρών και όσων δεν ασπάζονταν τη δική τους αλήθεια, προκειμένου να επιβάλλουν τη σωτηρία που ευαγγελίζονταν. Η δύναμη του σπαθιού και οι μέθοδοι του παλιού καθεστώτος αποδείχθηκαν ισχυρότερες από τη διδασκαλία αγάπης του Ιησού του Ναζωραίου.

Στη διάρκεια των 2.000 χρόνων ύπαρξής της, η Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία έχει δείξει μια αξιοσημείωτη ικανότητα προσαρμογής της στις πολιτιστικές ιδιαιτερότητες των λαών που προσπαθεί να προσηλυτίσει. Γι΄ αυτόν τον λόγο, τα έθιμα και οι συνήθειες των ρωμαιοκαθολικών ποικίλουν από χώρα σε χώρα. Ο Καθολικισμός της Ιρλανδίας είναι αισθητά διαφορετικός από τον Καθολικισμό της Ιαπωνίας ή του Ελ Σαλβαδόρ. Άλλους τρόπους ακολουθούν οι καθολικοί της Γερμανίας και άλλους οι καθολικοί των ΗΠΑ. Οι ρίζες μιας τόσο εξαιρετικής ευκαμψίας πρέπει να αναζητηθούν στις χριστιανικές συνήθειες των Ρωμαίων του 3ο και του 4ο αιώνα, όταν η θρησκεία ήταν ακόμα νέα και επέμενε μόνο στα ουσιώδη, υιοθετώντας κατά τ’ άλλα τα επιμέρους τοπικά έθιμα που ίσχυαν στις κοινότητες των νεοφώτιστων.

Αν μεταφερθούμε στον 19ο αιώνα, θα βρούμε την Αγία Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία σε παρακμή, την εποχή που η δημοκρατία γεννιέται στην Ευρώπη. Η εκκλησιαστική ηγεμονία βρισκόταν σε ύφεση στα λεγόμενα παπικά κράτη. Ο Πάπας Πίος Θ΄ συγκάλεσε την Α΄ Βατικανή Σύνοδο, για λόγους που παρέμειναν απροσδιόριστοι για μήνες, μέχρις ώτου ο ίδιος αποφάσισε να τους διασαφηνίσει: ο Πάπας επεδίωκε μια ξεκάθαρη δήλωση για την ισχύ της παπικής εξουσίας πάνω στο εκκλησιαστικό δόγμα, την ηθική, αλλά και την πολιτική. Ήθελε μια οικουμενική δήλωση που να καταδικάζει τη θρησκευτική ελευθερία και να επιβεβαιώνει το δικαίωμα του παπισμού να επιβάλλεται έστω και δια της βίας. Οι Επίσκοποι και οι Καρδινάλιοι δεν ικανοποίησαν ωστόσο την επιθυμία του Πίου Θ΄. Η Σύνοδος κατέληξε σε έναν συμβιβασμό, αφήνοντας το μείζον θέμα της θρησκευτικής ελευθερίας ανοικτό.

Το κίνημα για έναν ‘φιλελεύθερο’ Καθολικισμό, ορθόδοξο στο δόγμα αλλά προσαρμόσιμο στη δημοκρατία και την ελευθερία, δεν έπαψε να προωθείται όλα αυτά τα χρόνια στη Βρετανία και στις ΗΠΑ (θυμηθείτε τα κείμενα του Τζον Χένρυ Νιούμαν και του Λόρδου Άκτον). Σχεδόν έναν αιώνα μετά, ο Πάπας Ιωάννης ΚΓ΄ συγκάλεσε νέα Σύνοδο, τη Β΄ Βατικανή Σύνοδο, με κύριο σκοπό να δηλώσει ότι η Εκκλησία τασσόταν υπέρ της θρησκευτικής ελευθερίας. Ο Καρδινάλιος Ράτζινγκερ ήταν ένας από τους πυλώνες της Συνόδου, το αποτέλεσμα της οποίας ήταν το επιστέγασμα των προσπαθειών εκείνης της γενιάς στοχαστών.

Δυστυχώς, κατά τη διάρκεια της αλλά και ύστερα από τη Σύνοδο, το όραμα μιας ορθόδοξης Εκκλησίας που επιλέγει την ελευθερία από τον καταναγκασμό εκτροχιάστηκε και σπιλώθηκε, καθώς μια αριστερίστικη φατρία εκμεταλλεύτηκε τον πολιτιστικό αναβρασμό της εποχής για να ξεφορτωθεί το ‘ορθόδοξο’ μέρος και να αξιοποιήσει το υπόλοιπο σαν ένα γενικότερο αίτημα για ελευθερία. Αυτό έφερε μεγάλο χάος στην τελετουργία, το ημερολόγιο και πολλά άλλα δεδομένα στοιχεία του δόγματος και της ηθικής. Οι πρόμαχοι της ‘ελευθερίας’ αποδείχθηκαν εντελώς αδιάφοροι για την παράδοση και την ελευθερία να υπηρετούμε την παράδοση, φτάνοντας μέχρι το σημείο να καταπνίγουν παμπάλαιες τελετές και γλώσσες της πίστεως, ακόμα και με βάναυσα μέσα.

Αυτό γρήγορα οδήγησε τη Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία σε πόλωση. Από το 1964 μέχρι κι σήμερα, οι ρεβανσιστές πολεμούν τους επαναστάτες, όσο γενικόλογο κι αν είναι αυτό. Το σημαντικό είναι ότι οι ομοϊδεάτες του Ράτζινγκερ και των ‘φιλελεύθερων ορθόδοξων’ (που τάσσονταν υπέρ της αλήθειας και της ανθρώπινης ελευθερίας) μπήκαν στο περιθώριο, όπου και παρέμειναν μέχρι που ο Καρδινάλιος Ράτζινγκερ εκλέχτηκε Πάπας.

Ως Πάπας Βενέδικτος ΙΣΤ΄, είχε πλέον τη δυνατότητα να αποκαταστήσει την ορθοδοξία που εξαφανίστηκε στο χάος της δεκαετίας του 1960, διατηρώντας την ιδέα για την ανθρώπινη ελευθερία που είχε καθορίσει την πνευματική του ζωή. Αυτό πρακτικά σήμαινε αποκατάσταση των λειτουργικών σχημάτων, των αμφίων, της μουσικής και όλων των τελετών που είχαν κατασταλεί.

Όταν επανέφερε την κόκκινη κάπα – της οποίας το μήκος γεμίζει τη μισή εκκλησία του Αγίου Πέτρου – οι αριστερές φωνές στα ΜΜΜ και στους εκκλησιαστικούς κύκλους αντέδρασαν έντονα, λέγοντας ότι αυτή η κάπα είναι το σύμβολο της κοσμικής και πολιτικής παπικής εξουσίας. Αυτό ήταν μεν σωστό, αν αναλογιστούμε την ιστορική χρήση της κόκκινης κάπας, αλλά ο στόχος του Βενέδικτου ήταν να αναβιώσει τα παλιά σύμβολα ως σύμβολα πίστεως και χωρίς αναφορά στην ιστορική τους σημασία.

Οι συντηρητικοί από την άλλη, ενώ ενθουσιάστηκαν αρχικά με παρόμοιες κινήσεις, στη συνέχεια απογοητεύθηκαν από την επιμονή του Πάπα στο ζήτημα της θρησκευτικής ελευθερίας, σύμφωνα με τη διακήρυξη της Β΄ Βατικανής Συνόδου. Μέσα στους κόλπους της Καθολικής Εκκλησίας υπάρχει μια μερίδα που ονειρεύεται τα παλιά παπικά κράτη και τους μονάρχες που τα κυβερνούν υπό την υψηλή εποπτεία του Βατικανού. Έτσι, ο Βενέδικτος ποτέ δεν είχε πραγματική υποστήριξη από τα πιο αντιδραστικά στοιχεία μέσα στην Εκκκλησία στην προσπάθειά του να ξαναβρεί το όραμα για μια σύγχρονη Εκκλησία που θα συντηρούσε την παλιά πίστη, αγκαλιάζοντας τόσο την αλήθεια της πίστης όσο και την αλήθεια της ελευθερίας – ένα όραμα που είχε χαθεί ανάμεσα στα 1961 και 1964.

Το βιβλίο του «Εκκλησία, Οικουμενισμός και Πολιτική», μια συλλογή των ομιλιών του από το 1969, δίνει μια καθαρή εικόνα της πολιτικής που ακολουθούσε και του τρόπου σκέψης του. Γράφει, ανάμεσα σε άλλα:

«Το αίτημα για ελευθερία που διαπερνά τον κόσμο σε όλη την υφήλιο εκκινά από μια κατάσταση κατά την οποία ο άνθρωπος είχε μια πρώτη γεύση ελευθερίας, ταυτόχρονα όμως νιώθει ότι η ελευθερία του απειλείται και περιορίζεται με πολλούς τρόπους…. Ενώ η ελευθερία κίνησης που έχει αποκτήσει ξεπερνά σχεδόν τη φαντασία, ο τεχνολογικός πολιτισμός, με τον συγκεντρωτισμό των υπηρεσιών και την ανωνυμία των θεσμών του, έχει δημιουργήσει νέους περιορισμούς, για ζητήματα που αφορούν από την κλίση μιας στέγης μέχρι τις ταφόπλακες, από τον Κώδικα Οδικής Κυκλοφορίας μέχρι τα ιδρύματα παγκοσμιοποιημένης εκπαίδευσης, τα οποία εγκλωβίζουν τους εκπαιδευτικούς σε ένα δίκτυο νομικών απαιτήσεων, οι οποίες προκύπτουν από – τι άλλο; – την προσπάθεια να διασφαλιστεί το δικαίωμα των πολιτών στην ελευθερία.

»Είναι φυσικό λοιπόν να αμφισβητείται το κατά πόσον η πρόσφατη ιστορία της ελευθερίας έχει πράγματι φέρει αύξηση της ελευθερίας ή κατά πόσον έχουν απλά μετατοπιστεί τα πεδία ελευθερίας και καταναγκασμού. Σε κάθε περίπτωση, η πληθώρα των κανονισμών που χαρακτηρίζει τις κοινωνίες μας και η οποία απλώνεται στην καθημερινότητά μας, δημιουργεί στον άνθρωπο μια παράξενη αίσθηση ανελευθερίας, απαξίας της θεσμικά οργανωμένης ‘ελευθερίας’ και το αίτημα για μια καλύτερη, ριζικότερη, πιο άναρχη ελευθερία. Κάποτε, ένας θεσμός αποτελούνταν σαφώς από άτομα. Οι περιορισμοί της ελευθερίας που προέκυπταν από αυτόν τον θεσμό μπορούσαν να αναχθούν σε αποφάσεις συγκεκριμένων προσώπων. Κατά συνέπεια, ο στόχος ήταν να μειωθεί η δύναμη των προσώπων που έπαιρναν παρόμοιες αποφάσεις μέσω άλλων, ελεγκτικών θεσμικών οργάνων και με τον επιμερισμό των ευθυνών. Στην εποχή μας όμως, οι θεσμοί φαίνεται να έχουν εξελιχθεί σε μια γκρίζα, ανώνυμη, απρόσωπη και απροσδιόριστη δύναμη, ίδια με αυτήν που είχε περιγράψει ο Φραντς Κάφκα στα μυθιστορήματά του «Η δίκη» και «Ο πύργος». Δεν μας προκαλεί κατάπληξη λοιπόν που οι θεσμοί πλέον θεωρούνται όλο και περισσότερο το αντίθετο της ελευθερίας και που οι άνθρωποι αντιδρούν στους κανόνες που προέρχονται από αυτούς τους θεσμούς στην προσπάθειά τους να κατακτήσουν την ελευθερία τους.

»Το δικαίωμα της πίστης βρίσκεται στην καρδιά της ανθρώπινης ελευθερίας. Όταν περιστέλλεται αυτό το βασικό δικαίωμα, είναι επόμενο ότι και όλα τα άλλα δικαιώματα και ελευθερίες θα εκλείψουν. Αυτό το δικαίωμα είναι το πραγματικό δώρο της ελευθερίας που έφερε ο Χριστιανισμός στον κόσμο. Με πρωτοφανή τρόπο, διέκοψε την ταυτολογική σχέση κράτους και θρησκείας, αποστερώντας το κράτος από τις ολοκληρωτικές του αξιώσεις. Με τον ιδιαίτερο χαρακτήρα της έναντι της κυβερνητικής σφαίρας, η χριστιανική πίστη πρόσφερε στον άνθρωπο τη βεβαιότητα ότι η σχέση του με τον Θεό και η ύπαρξή του παρουσίᾳ του Θεού είναι διασφαλισμένη, μια βεβαιότητα στην οποία ο Θεός μας αποκαλεί με ένα όνομα που κανείς άλλος δεν γνωρίζει. Η ελευθερία της συνείδησης είναι ο πυρήνας κάθε ελευθερίας.»

Στην εποχή μας, όλα τα είδη της ελευθερίας έχουν αμφισβητηθεί, ακόμα και το δικαίωμα της ελευθερίας του λόγου και της ελευθερίας της λατρείας. Ο Βενέδικτος ΙΣΤ΄ είχε απόλυτο δίκιο να επιμένει στην αλήθεια της ελευθερίας, να μιλά για την προδοσία της πίστης από το κράτος και να δίνει έμφαση στην ανθρώπινη συνείδηση. Στην προσπάθεια της κοινωνίας μας να αποκαταστήσει τις κοινωνικές και πολιτικές δομές που επλήγησαν τα τελευταία τρία χρόνια, τα κείμενα του πρώην Πάπα μπορούν να μας προσφέρουν καθοδήγηση και πολύτιμες συμβουλές, ανεξάρτητα από την πίστη μας.

 

Οι απόψεις που εκφράζονται στο παρόν άρθρο είναι απόψεις του συντάκτη και δεν αντανακλούν απαραίτητα τις απόψεις της Epoch Times.

Πως μπορείτε να μας βοηθήσετε ώστε να συνεχίσουμε να σας κρατάμε ενημερωμένους

Ποιος είναι ο λόγος που χρειαζόμαστε την βοήθειά σας για την χρηματοδότηση του ερευνητικού ρεπορτάζ μας; Επειδή είμαστε ένας ανεξάρτητος οργανισμός ειδήσεων που δεν επηρεάζεται από καμία κυβέρνηση, εταιρεία ή πολιτικό κόμμα. Από την ημέρα που ξεκινήσαμε, έχουμε έρθει αντιμέτωποι με προσπάθειες αποσιώπησης της αλήθειας κυρίως από το Κινεζικό Κομμουνιστικό Κόμμα. Αλλά δεν θα λυγίσουμε. Η ελληνική έκδοση της Epoch Times βασίζεται ολοκληρωτικά στις γενναιόδωρες συνεισφορές σας για να διατηρήσει την παραδοσιακή δημοσιογραφία ζωντανή και υγιή στην Ελληνική γλώσσα. Μαζί, μπορούμε να συνεχίσουμε να διαδίδουμε την αλήθεια.

Σχολιάστε