ΙΝΤΙΑΝΑΠΟΛΗ – «Δεν πρόκειται για τροφή. Πρόκειται για ουσίες που μοιάζουν με τροφή.»
Έτσι περιέγραψε ο υπουργός Υγειονομικών Υπηρεσιών Ρόμπερτ Φ. Κέννεντυ Τζ. το πλήθος βιομηχανικών τροφίμων που προσφέρονται, τα οποία έχουν υψηλή περιεκτικότητα σε θερμίδες, αλλά χαμηλή θρεπτική αξία.
«Άρωμα φράουλας ως τρόφιμο, αλλά δεν χωρίς θρεπτικά συστατικά. Είναι ζάχαρη», δήλωσε ο Κέννεντυ. «Το σώμα σας το επιθυμεί, αλλά δεν σας γεμίζει. Δεν σας παρέχει θρεπτικά συστατικά, αλλά θέλετε να φάτε περισσότερο.»
Ο Κέννεντυ, επί μακρόν υπέρμαχος της υγείας, έχει υποστηρίξει την έκκληση του προέδρου Ντόναλντ Τραμπ για «νέο τρόπο σκέψης σχετικά με τη διατροφή» ως μέρος της πρωτοβουλίας «Κάντε την Αμερική υγιή ξανά». Ο υπουργός μίλησε στην Ιντιανάπολη στις 15 Απριλίου, υποστηρίζοντας την ανακοίνωση του κυβερνήτη Μάικ Μπράουν για εννέα εκτελεστικά διατάγματα που σχετίζονται με την υγεία.
Ο Κέννεντυ έχει καλέσει τις πολιτείες να απαγορεύσουν τη χρήση του Προγράμματος Συμπληρωματικής Διατροφικής Βοήθειας (Supplemental Nutrition Assistance Program – SNAP) για την αγορά τροφίμων με υψηλή περιεκτικότητα σε ζάχαρη και ελάχιστη θρεπτική αξία.
Το SNAP, που είναι γνωστό ως «κουπόνια τροφίμων», είναι ένα ομοσπονδιακό πρόγραμμα που διαχειρίζονται οι πολιτείες και βοηθά σχεδόν 42 εκατομμύρια Αμερικανούς με χαμηλό εισόδημα να αγοράζουν τρόφιμα.
Για να αλλάξει η λίστα των τροφίμων που είναι επιλέξιμα για αγορά με τα κεφάλαια του SNAP, οι πολιτείες πρέπει να ζητήσουν εξαίρεση από το υπουργείο Γεωργίας των ΗΠΑ (U.S. Department of Agriculture – USDA). Μερικές πολιτείες, όπως η Ιντιάνα, το κάνουν ήδη.
Οι υπερασπιστές αυτής της πρωτοβουλίας τη θεωρούν ως μια λογική κίνηση για την προώθηση καλύτερων επιλογών διατροφής. Από την άλλη πλευρά, ορισμένοι επικριτές υποστηρίζουν ότι η πρωτοβουλία αυτή ισοδυναμεί με επίδειξη ηθικής ανωτερότητας, μια συμβολική κίνηση χωρίς ουσιαστικό αντίκρισμα.
Ο Κέννεντυ ελπίζει ότι έτσι θα ενισχυθεί η κίνηση προς πιο υγιεινές διατροφικές συνήθειες, που θα αντιστρέψουν την επικράτηση της παχυσαρκίας στις ΗΠΑ.
Οι απαρχές του junk food
Ο Κέννεντυ και άλλοι κατηγορούν τις μεγάλες εταιρείες καπνού, οι οποίες μπήκαν στη βιομηχανία τροφίμων πριν από περισσότερα από 60 χρόνια, για τη διάδοση των ελκυστικών αλλά χωρίς διατροφική αξία τροφίμων.
Τη δεκαετία του 1960, οι R.J. Reynolds και Philip Morris, οι μεγαλύτερες τότε εταιρείες καπνού, άρχισαν να δημιουργούν ποτά για παιδιά, όπως το Hawaiian Punch, Kool-Aid, Capri Sun και Tang, σύμφωνα με αναφορά τού BMJ (πρώην British Medical Journal). «Οι εκτελεστικοί διευθυντές της καπνοβιομηχανίας μετέφεραν τις γνώσεις τους για το μάρκετινγκ στους νέους και επεκτάθηκαν σε προϊόντα που χρησιμοποιούν χρώματα, γεύσεις και στρατηγικές προώθησης που αρχικά σχεδιάστηκαν για τα τσιγάρα», ανέφεραν ερευνητές.

Το 1962, ο διευθυντής έρευνας της R.J. Reynolds ανέφερε την πρόοδο ανάπτυξης προϊόντων σε εσωτερικό σημείωμα. Εκεί περιέγραψε τα αποτελέσματα των δοκιμών γεύσης για ποτά που πραγματοποιήθηκαν σε παιδιά, καθώς και στην προσθήκη τεχνητής γεύσης σε καπνό για μάσημα και ζάχαρης στα τσιγάρα.
Η R.J. Reynolds και η Philip Morris εισήλθαν βαθύτερα στη βιομηχανία τροφίμων, αποκτώντας μεγάλες μάρκες όπως οι Kraft, General Foods και Nabisco, από τη δεκαετία του 1980 και μετά. Εκεί εφάρμοσαν κάποιες από τις ίδιες στρατηγικές στην παραγωγή άλλων τροφίμων που οι άνθρωποι βρίσκουν ακαταμάχητα.
Ερευνητές από το Πανεπιστήμιο του Κάνσας διαπίστωσαν ότι οι εταιρείες τροφίμων που ανήκαν σε εταιρείες καπνού ήταν πολύ πιο πιθανό να προωθούν «υπερ-νόστιμα» τρόφιμα. Αυτά τα τρόφιμα περιέχουν μεγαλύτερες ποσότητες από τα συστατικά που κάνουν το φαγητό νόστιμο, όπως λιπαρά, ζάχαρη, νάτριο ή υδατάνθρακες, σύμφωνα με την Τέρα Φατζίνο, συγγραφέα της μελέτης του Κάνσας και αναπληρώτρια διευθύντρια του Cofrin Logan Center for Addiction Research and Treatment του Πανεπιστημίου.
Τα συγκεκριμένα τρόφιμα έχουν λιγότερα από τα θρεπτικά συστατικά που μας κάνουν να νιώθουμε ικανοποιημένοι, δήλωσε η Φατζίνο σε συνέντευξή της το 2023. «Ως αποτέλεσμα, είναι δύσκολο να σταματήσουμε να τρώμε τα ‘υπερ-νόστιμα’ τρόφιμα, ακόμα και όταν νιώθουμε χορτάτοι.»
Οι ερευνητές κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι «οι εταιρείες καπνού φαίνεται να έχουν διαδώσει επιλεκτικά τα υπερ-νόστιμα τρόφιμα στο αμερικανικό σύστημα τροφίμων μεταξύ 1988 και 2001». Αυτό πυροδότησε μια στροφή σε όλη τη βιομηχανία, ανέφεραν οι ερευνητές. Μέχρι το 2018, τα τρόφιμα με υψηλή περιεκτικότητα σε λιπαρά, νάτριο και υδατάνθρακες διαφημίζονταν ευρέως ανεξαρτήτως αν οι παραγωγοί τους ανήκαν ή όχι σε μια εταιρεία καπνού.
Το αποτέλεσμα, σύμφωνα με τον Κέννεντυ, είναι μια κρίση παχυσαρκίας που απειλεί την υγεία και την ασφάλεια όλων των Αμερικανών. «Υπάρχουν άνθρωποι που είναι παχύσαρκοι και ταυτόχρονα υποσιτισμένοι, γιατί η τροφή που καταναλώνουμε δεν είναι πλέον θρεπτική», δήλωσε ο Κέννεντυ. «Αυτό απειλεί ακόμα και την εθνική μας ασφάλεια: το 74% των νέων δεν πληρούν τις προϋποθέσεις για στρατιωτική θητεία», πρόσθεσε.

Σύμφωνα με έκθεση της ομοσπονδιακής κυβέρνησης το 2023, σχεδόν το 70% των Αμερικανών ενηλίκων είναι υπέρβαροι ή παχύσαρκοι. Τα ποσοστά παχυσαρκίας έχουν τριπλασιαστεί τα τελευταία 60 χρόνια, ενώ η σοβαρή παχυσαρκία έχει αυξηθεί κατά 10 φορές.
Οι Αμερικανοί δεν είναι οι μόνοι που αντιμετωπίζουν αυτό το πρόβλημα. Πάνω από το 60% των Ευρωπαίων είναι είτε υπέρβαροι είτε παχύσαρκοι, σύμφωνα με δεδομένα που αναφέρονται από τα Εθνικά Ινστιτούτα Υγείας των ΗΠΑ. Παγκοσμίως, η επικράτηση της παχυσαρκίας αυξάνεται για δεκαετίες.
Οι ανταπόκριση των πολιτειών
Η Ιντιάνα και το Άρκανσας έγιναν οι πρώτες πολιτείες που υπέβαλαν αίτημα εξαίρεσης στο υπουργείο Γεωργίας των ΗΠΑ, ζητώντας να εξαιρεθούν τα αναψυκτικά και τα γλυκά από τις αγορές με κουπόνια τροφίμων SNAP. Και οι δύο πολιτείες έστειλαν τα αιτήματά τους στις 15 Απριλίου.
Αρκετές άλλες πολιτείες έχουν ανακοινώσει την πρόθεσή τους να ζητήσουν εξαίρεση, ενώ κάποιες εξετάζουν τη θέσπιση νομοθεσίας προς αυτή την κατεύθυνση.
Ο κυβερνήτης της Νεμπράσκα, Τζιμ Πίλεν, έστειλε επιστολή στο υπουργείο Γεωργίας στις 7 Απριλίου, δηλώνοντας ότι η πολιτεία σκοπεύει να ζητήσει εξαίρεση για τα αναψυκτικά και τα ενεργειακά ποτά. Ο κυβερνήτης του Αϊντάχο, Μπραντ Λιτλ, υπέγραψε νόμο στις 15 Απριλίου που απαιτεί από τον διευθυντή του υπουργείου Υγείας και Πρόνοιας της πολιτείας να ζητήσει εξαίρεση για τα αναψυκτικά και τα γλυκά. Οι εκπρόσωποι του Τεννεσσί πέρασαν παρόμοιο νομοσχέδιο στις 11 Μαρτίου, ενώ η Βουλή της Αϊόβα πέρασε νομοσχέδιο στις 26 Μαρτίου. Κανένα από τα νομοσχέδια δεν έχει περάσει ακόμη από τις γερουσίες των δύο πολιτειών.

Άλλες πολιτείες απέτυχαν να περάσουν ή απέρριψαν νομοθεσίες που απαιτούν αίτημα για εξαίρεση.
Ένα νομοσχέδιο στη Δυτική Βιρτζίνια έχει παραμείνει ανενεργό σε επιτροπή της Βουλής από τις 19 Φεβρουαρίου. Ένα νομοσχέδιο στο Μιζούρι καταψηφίστηκε στη Βουλή των Αντιπροσώπων στις 8 Απριλίου. Ένα νομοσχέδιο στη Μοντάνα πέρασε από τη Γερουσία της πολιτείας, αλλά απορρίφθηκε από την Επιτροπή Ανθρωπίνων Πόρων της Βουλής στις 9 Απριλίου.
Η κυβερνήτης της Αριζόνα, Κέιτι Χομπς, στις 15 Απριλίου άσκησε βέτο σε ένα νομοσχέδιο που ζητούσε από το υπουργείο Οικονομικής Ασφάλειας της πολιτείας να υποβάλει αίτημα για εξαίρεση. Ωστόσο, η Χομπς υπέγραψε νομοσχέδιο που απαγορεύει τα «υπερ-επεξεργασμένα» τρόφιμα στα σχολικά γεύματα.
Υποστήριξη και σκεπτικισμός
Οι υποστηρικτές της απαγόρευσης των αναψυκτικών και των γλυκών στο SNAP, συμπεριλαμβανομένων κάποιων επαγγελματιών υγείας, βλέπουν την πολιτική αυτή ως λογική, ακόμη και αυτονόητη.
«Νομίζω ότι έχει νόημα από την άποψη της διατροφικής, της επιχειρηματικής και της κοινής λογικής», δήλωσε η Κρίστι Χόουπ, κοινωνική λειτουργός στην Ιντιάνα, στην Epoch Times. Η Χόουπ έχει εργαστεί σε εξωτερική παιδιατρική κλινική, καθώς και σε γραφείο Medicaid, πραγματοποιώντας ελέγχους επιλεξιμότητας. «Τα επιδόματα προορίζονται για την κάλυψη των διατροφικών αναγκών», είπε.
Τα επιδόματα του SNAP ήδη εξαιρούν τρόφιμα που προσφέρονται έτοιμα προς κατανάλωση, αλκοολούχα ποτά, βιταμίνες, συμπληρώματα διατροφής, καθαριστικά ή προϊόντα προσωπικής υγιεινής. Οι ειδικοί της διατροφής και οι πολιτικοί αναλυτές συμφωνούν γενικά ότι ο περιορισμός της κατανάλωσης τροφίμων υψηλής θερμιδικής αξίας και χαμηλής θρεπτικής αξίας είναι ένας αξιόλογος στόχος.
«Μπορώ να καταλάβω την επιθυμία να απομακρύνουμε τους ανθρώπους από τα τρόφιμα που είναι υπερ-επεξεργασμένα […] προς πιο υγιεινές επιλογές», δήλωσε η Μπιζάκα Σεν, καθηγήτρια πολιτικής υγείας στο Πανεπιστήμιο της Αλαμπάμα στο Μπέρμιγχαμ, στην Epoch Times. «Νομίζω ότι υπάρχει κάποια ενότητα και από τις δύο πλευρές του πολιτικού φάσματος σε αυτό». Ωστόσο, τόσο αυτή όσο και άλλοι αμφισβητούν την πρακτική αξία της εξαίρεσης των αναψυκτικών και των γλυκών από τις αγορές με το SNAP, ειδικά όταν πολλοί ήδη δυσκολεύονται να βρουν φθηνές επιλογές τροφίμων.
«Αν αρχίσουμε να φτιάχνουμε έναν κατάλογο με ποια [τρόφιμα] είναι καλά για τους ανθρώπους και ποια όχι, θα έχουμε έναν τεράστιο κατάλογο», δήλωσε ο Νιχίλ Ντουράνταρ, πρόεδρος του τμήματος διατροφικών επιστημών στο Πανεπιστήμιο Texas Tech, στην Epoch Times. «Δεν είναι πρακτικό.»
Ο Ντουράνταρ συνέκρινε ένα σούπερ μάρκετ με ένα τεράστιο μπουφέ. «Αν αφαιρέσεις ένα [γλυκό] τρόφιμο, υπάρχει κάποιο άλλο τρόφιμο που θα το αντικαταστήσει. Το αποκαλώ ‘μια τρύπα στο νερό’.»

Ο Ρίτσαρντ Καν, αναπληρωτής καθηγητής ιατρικής στην Ιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου της Βόρειας Καρολίνας, είπε ότι οι εξαιρέσεις του SNAP αποτελούν έναν «εύκολο, φθηνό τρόπο για να κατηγορήσουμε τους άλλους». Σύμφωνα με τον Καν, η ιδέα ότι οι φορολογούμενοι δεν θα χρηματοδοτούν πλέον την αγορά τροφίμων με ζάχαρη είναι λανθασμένη. «[Ακόμα] πληρώνουμε για τα ζαχαρούχα ποτά γιατί επιδοτούμε τη γεωργική βιομηχανία», δήλωσε.
Εναλλακτικές λύσεις
Πολλοί ειδικοί στη διατροφή και την πολιτική υποστηρίζουν μια ολιστική, συνολική προσέγγιση αντί για μία που στοχεύει τη συμπεριφορά μόνο ενός συγκεκριμένου μέρους του πληθυσμού.
Ορισμένοι έχουν προτείνει φόρο στα αναψυκτικά για να αποτραπεί η κατανάλωση. Άλλοι αναφέρουν τη βελτίωση της θρεπτικής αξίας των σχολικών γευμάτων. Ο γερουσιαστής Μπέρνι Σάντερς (I-Vt.) πρότεινε να απαγορευτούν οι διαφημίσεις στην τηλεόραση για ανθυγιεινά τρόφιμα που απευθύνονται σε παιδιά.
Η Νάνα Γκλέτσου Μίλλερ, αναπληρώτρια καθηγήτρια στη Σχολή Δημόσιας Υγείας του Πανεπιστημίου της Ιντιάνα, υποστηρίζει την εκπαίδευση αντί για τους περιορισμούς. «Με βάση τα δεδομένα για την αποτελεσματικότητα της εκπαίδευσης στη διατροφή και την έλλειψη αποδείξεων για την αποτελεσματικότητα της περιοριστικής πολιτικής επιλογής τροφίμων, προτείνω ότι η πρώτη θα ήταν καλύτερη προσέγγιση», δήλωσε η Γκλέτσου Μίλερ στην Epoch Times.
Ένα βαθύτερο πρόβλημα είναι η έλλειψη οικονομικά προσιτών, θρεπτικών τροφίμων, σύμφωνα με την Δρα Ταμάρα Σ. Χάννον, καθηγήτρια Παιδιατρικής στην Ιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου Ιντιάνα και διευθύντρια του κλινικού προγράμματος διαβήτη της σχολής. «Η πώληση προϊόντων που βλάπτουν την υγεία σε πολύ χαμηλή τιμή χωρίς προσιτές και βολικές εναλλακτικές είναι το πρόβλημα. Αυτή η πολιτική δεν ασχολείται με το ζήτημα αυτό», δήλωσε η Χάννον στην Epoch Times.
Ο Κέννεντυ αναγνωρίζει ότι το ευρύτερο τοπίο της υγειονομικής περίθαλψης μπορεί να λειτουργήσει ενάντια στην ύπαρξη θετικών αποτελεσμάτων, ωστόσο πιστεύει ότι αυτό μπορεί να αλλάξει. Μιλώντας σε συνέντευξη Τύπου στην Ινδιανάπολη, ανέφερε ότι είναι δυνατόν να επανασυνδεθούν οι ιατρικές επιλογές — τόσο σε ατομικό όσο και σε θεσμικό επίπεδο — με τη δημόσια υγεία, σημειώνοντας ότι αυτή τη στιγμή «υπάρχει πλήρης αποσύνδεση».

Τόνισε ότι για να επιτευχθεί κάτι τέτοιο απαιτείται συντονισμένη προσπάθεια σε ομοσπονδιακό, πολιτειακό και τοπικό επίπεδο. Επεσήμανε επίσης πως δεν είναι κάτι που μπορεί να γίνει μεμονωμένα, ωστόσο — όπως είπε — υπάρχει σημαντική στήριξη από κυβερνήτες και από τη βάση των πολιτών.
Κατά τον ίδιο, όσα συμβαίνουν στην Ιντιάνα αποτελούν κινητήρια δύναμη για το συγκεκριμένο κίνημα και θα συμβάλουν ευρύτερα σε μια πολιτισμική αλλαγή.
Του Lawrence Wilson