Η διαχείριση των επιπέδων του σακχάρου μπορεί να είναι κάτι περισσότερο από το μέτρημα των υδατανθράκων.
Φαίνεται πως οι πρωτεΐνες και τα λιπαρά έχουν έναν πιο σημαντικό ρόλο στην παραγωγή της ινσουλίνης από αυτό που πιστευόταν έως τώρα, σύμφωνα με πρόσφατη μελέτη. Αυτή η ανακάλυψη όχι μόνο παρέχει μια νέα προοπτική στη διαχείριση του διαβήτη, αλλά ενέχει επίσης την πιθανότητα να εμπνεύσει μελλοντικές έρευνες και να ανοίξει τον δρόμο για τη βελτίωση του ελέγχου της γλυκόζης για άτομα με διαβήτη τύπου 2, αντίσταση στην ινσουλίνη και προδιαβήτη.
«Η καλύτερη κατανόηση των ατομικών οδηγών της παραγωγής ινσουλίνης ενός ανθρώπου μπορεί να ευνοήσει την εξατομικευμένη διατροφική καθοδήγηση, η οποία θα βοηθούσε τους ανθρώπους να διαχειριστούν καλύτερα τα επίπεδα σακχάρου στο αίμα τους, καθώς και τα επίπεδα ινσουλίνης τους», είπε σε δήλωση Τύπου η Γιελένα Κόλιτς, ερευνητική συνεργάτης στο εργαστήριο Τζόνσον στο Πανεπιστήμιο της Βρετανικής Κολομβίας (University of British Columbia – UBC) και συν-συγγραφέας της μελέτης.
Η ανταπόκριση στην ινσουλίνη διαφέρει ανάλογα με το είδος των θρεπτικών συστατικών
Ερευνητές από το UBC μελέτησαν το πώς διαφορετικά άτομα παράγουν ινσουλίνη αντιδρώντας σε τρία μακροθρεπτικά συστατικά – τους υδατάνθρακες (γλυκόζη), τις πρωτεΐνες (αμινοξέα) και τα λιπαρά (λιπαρά οξέα) – εξετάζοντας τα εξειδικευμένα κύτταρα μέσα στο πάγκρεας, τα οποία ονομάζονται βήτα παγκρεατικά κύτταρα, των αποθανόντων δωρητών ανθρωπίνων οργάνων, αρρένων και θήλεων. Τα βήτα κύτταρα παράγουν και απελευθερώνουν την ινσουλίνη, μια ορμόνη η οποία είναι ικανή να μειώνει τη γλυκόζη στο αίμα.
Τα περισσότερα κύτταρα των δωρητών παρήγαγαν μια ισχυρή αντίδραση ινσουλίνης στους υδατάνθρακες. Ταυτόχρονα, περίπου το 9% των κυττάρων των δωρητών είχαν μια αντίδραση ινσουλίνης στις πρωτεΐνες, και άλλο ένα 8% των κυττάρων είχαν εντονότερη αντίδραση ινσουλίνης στα λιπαρά από ό,τι στα άλλα θρεπτικά συστατικά, περιλαμβανομένης και της γλυκόζης, σύμφωνα με τα αποτελέσματα που δημοσιεύθηκαν στο περιοδικό Cell Metabolism.
Οι ερευνητές εξέτασαν, επίσης, μια υποκατηγορία παγκρεατικών κυττάρων από δωρητές με διαβήτη τύπου 2. Αυτά τα κύτταρα είχαν κακή αντίδραση στη γλυκόζη, αλλά η αντίδραση ινσουλίνης των κυττάρων στις πρωτεΐνες απροσδόκητα παρέμεινε ακέραιη.
«Η γλυκόζη φημίζεται για τον κυρίαρχο ρόλο της στην παραγωγή ινσουλίνης, αλλά μας εξέπληξε το γεγονός ότι είδαμε τόσο μεγάλη μεταβλητότητα, με κάποια άτομα να επιδεικνύουν μια ισχυρή αντίδραση στις πρωτεΐνες, ενώ κάποιοι άλλοι στα λιπαρά, κάτι το οποίο δεν είχε επισημανθεί προηγουμένως», είπε σε δήλωση Τύπου ο Τζέιμς Τζόνσον, ο οποίος έχει διδακτορικό στις βιολογικές επιστήμες και ήταν επικεφαλής συγγραφέας της μελέτης.
Οι ερευνητές διεξήγαγαν, επίσης, μια περιεκτική ανάλυση της έκφρασης των γονιδίων των κυττάρων των παγκρεατικών νησιδίων, για να συγκεντρώσουν πληροφορίες σχετικά με τα μοριακά και κυτταρικά χαρακτηριστικά που σχηματίζουν την παραγωγή της ινσουλίνης. Προτείνουν πως τα ευρήματά τους θα μπορούσαν πιθανώς να ενημερώσουν τις μελλοντικές γενετικές δοκιμές, ώστε να προβλεφθούν ατομικές αντιδράσεις σε διαφορετικά μακροθρεπτικά συστατικά. Τα ευρήματα μπορεί να φέρουν επανάσταση στη διαχείριση του διαβήτη, καθοδηγώντας τον εξατομικευμένο διατροφικό σχεδιασμό και δίνοντας τη δυνατότητα στα άτομα να ελέγχουν καλύτερα την υγεία τους.
«Αυτό ενισχύει πραγματικά την περίπτωση όπου οι δίαιτες πλούσιες σε πρωτεΐνες θα μπορούσαν να έχουν θεραπευτικά οφέλη για ασθενείς με διαβήτη τύπου 2 και τονίζει την ανάγκη για περαιτέρω έρευνα της έκκρισης ινσουλίνης λόγω διέγερσης από πρωτεΐνες», είπε σε δήλωση Τύπου η κα Κόλιτς.
Σύμφωνα με τους ερευνητές της μελέτης, το επόμενο βήμα τους είναι να επεκτείνουν την έρευνά τους με κλινικές δοκιμές και να μελετήσουν την αντίδραση της ινσουλίνης στα τρία μακροθρεπτικά συστατικά σε πραγματικό περιβάλλον, ελπίζοντας να αναπτύξουν προσωποποιημένες διατροφικές προσεγγίσεις βασισμένες στα ευρήματά τους.
Η σημασία της ινσουλίνης
Η ινσουλίνη είναι μια απαραίτητη ορμόνη που παράγεται στο πάγκρεας, η οποία βοηθάει στη μετατροπή της τροφής σε ενέργεια και ρυθμίζει τη γλυκόζη στο αίμα. Περίπου 1 στους 10 ανθρώπους στις ΗΠΑ έχει διαβήτη τύπου 2, που σημαίνει ότι το σώμα δεν παράγει αρκετή ινσουλίνη για να διαχειριστεί αποτελεσματικά το σάκχαρο στο αίμα. Η αντίσταση στην ινσουλίνη – η οποία συμβαίνει όταν τα κύτταρα αντιδρούν λιγότερο στην ινσουλίνη, αυξάνοντας τα επίπεδα σακχάρου στο αίμα – συχνά προηγείται της διάγνωσης για διαβήτη τύπου 2. Η αντίσταση στην ινσουλίνη συχνά είναι αποτέλεσμα μιας δίαιτας με πολλούς υδατάνθρακες, της παχυσαρκίας και της έλλειψης φυσικής άσκησης.
Τα υψηλά επίπεδα ινσουλίνης στο αίμα δημιουργούν μία κατάσταση που ονομάζεται υπερινσουλιναιμία και που μπορεί να προκαλέσει παχυσαρκία, φλεγμονή, καρδιαγγειακές παθήσεις, ακόμη και καρκίνο.
Οι ειδικοί προειδοποιούν: Τα αποτελέσματα ίσως να μην είναι καθολικά
Η μελέτη συνέλεξε δείγματα από 140 ανθρώπινα πτώματα. Παρότι οι ερευνητές διεξήγαγαν μια περιεκτική ανάλυση της έκκρισης της ινσουλίνης από τα κύτταρα των παγκρεατικών νησιδίων με και χωρίς διαβήτη, όταν εκτίθενται στα τρία κύρια μακροθρεπτικά συστατικά, το ερώτημα εάν αυτό πραγματικά αντιπροσωπεύει τον γενικό πληθυσμό παραμένει.
«Υπάρχουν περιορισμοί που πρέπει να λάβουμε υπ’ όψιν σε αυτήν τη μελέτη, όταν συγκρίνουμε συγκεκριμένα κύτταρα με το άτομο ως ολότητα, κάτι το οποίο είναι πολύ πιο περίπλοκο», είπε στους Epoch Times μέσω email η Κίμπερλυ Γκόμερ, πιστοποιημένη διαιτολόγος με 25 χρόνια εμπειρίας στην καθοδήγηση ατόμων για τη διαχείριση του βάρους τους, του διαβήτη και της αντίστασης στην ινσουλίνη.
Ωστόσο, η κα Γκόμερ πρόσθεσε πως αξίζει τον κόπο να εξετάσουμε την διαφορά μεταξύ των φυσιολογικών κυττάρων των παγκρεατικών νησιδίων και αυτών με διαβήτη τύπου 2 και πως η μετάφραση των αποτελεσμάτων στην καθημερινή κλινική πρακτική πολλαπλασιάζει τις επιλογές αντιμετώπισης του προβλήματος.
Για παράδειγμα, ανέφερε πως η ανακάλυψη ότι το 8% των κυττάρων των παγκρεατικών νησιδίων αντέδρασαν στα λιπαρά μπορεί να εξηγήσει γιατί κάποιος δεν έχει τα επιθυμητά αποτελέσματα από τον έλεγχο της γλυκόζης στο αίμα. Η μελέτη διευκρίνισε πως η επιπλέον πρωτεΐνη βοηθά στη μείωση της αντίστασης στην ινσουλίνη και, συνεπακόλουθα, στον έλεγχο του σακχάρου στο αίμα.
«Πιστεύω πως πρέπει να παραμένουμε ανοιχτόμυαλοι και να διευρύνουμε τις γνώσεις μας, εξετάζοντας τα αποτελέσματα διαφόρων ερευνών, είτε έχουν γίνει σε ζωντανούς ανθρώπους είτε σε αποθανόντες», είπε.
Εξατομικεύοντας τον σχεδιασμό διατροφικής φροντίδας
«Οι περισσότεροι επικεντρώνονται στην αντίσταση στην ινσουλίνη, αλλά το τι αποδίδει καλύτερα στο κάθε άτομο διαφέρει, έτσι ο σχεδιασμός πρέπει να γίνεται με ανοιχτό μυαλό και να δοκιμάζονται διάφορες στρατηγικές ώστε να επιτευχθεί το βέλτιστο αποτέλεσμα», τόνισε η κα Γκόμερ.
Παρατήρησε πως η εμπειρία της της έχει δείξει ότι, αν καταναλώνονται πρώτα οι πρωτεΐνες, τα λιπαρά και οι ίνες, αφήνοντας τους υδατάνθρακες για το τέλος του γεύματος, η αύξηση της ινσουλίνης μπορεί να είναι πιο ήπια.
«Έχω παρατηρήσει διάφορες αντιδράσεις στους πελάτες μου, με κάποιους να παρουσιάζουν πολύ καλύτερο έλεγχο του σακχάρου στο αίμα από άλλους.»
Η κα Γκόμερ είπε, επίσης, πως ξαφνιάστηκε από τα ευρήματα της μελέτης πως τα λιπαρά προκάλεσαν ινσουλινική αντίδραση και πρόσθεσε πως μια δίαιτα υψηλή σε πρωτεΐνες είναι η καταλληλότερη για την πλειοψηφία.
Ορισμένες τροφές, όπως τα φασόλια, οι ξηροί καρποί και τα άπαχα κρέατα, που έχουν υψηλή περιεκτικότητα σε πρωτεΐνες, περιέχουν και ακόρεστα λιπαρά. Τα ψάρια και τα οστρακοειδή αποτελούν και αυτά καλές πηγές πρωτεΐνης και ωμέγα-3 λιπαρών οξέων, ωφέλιμων και για την καρδιαγγειακή υγεία.
Η κα Γκόμερ είπε πως η διαχείριση των υδατανθράκων είναι το αρχικό σημείο με το μεγαλύτερο όφελος για τα άτομα με διαβήτη τύπου 2 ή υπερινσουλιναιμία.
«Χωρίς τη διαχείριση των υδατανθράκων, μειώνονται οι πιθανότητες επιτυχίας κάθε άλλης στρατηγικής», είπε.