Ο Νορβηγός υπουργός Άμυνας Τόρε Ο. Σάντβικ, με δήλωσή του στις 25 Μαρτίου, υπογράμμισε την ισχυρή δέσμευση των Ηνωμένων Πολιτειών στην άμυνα της Ευρώπης, καθησυχάζοντας τις ανησυχίες ορισμένων Ευρωπαίων συμμάχων εν μέσω αυξανόμενων προτροπών από την αμερικανική κυβέρνηση για μεγαλύτερη ευρωπαϊκή υπευθυνότητα στον τομέα της άμυνας.
Σε συνέντευξη που παραχώρησε στο πρακτορείο Reuters, ο κος Σάντβικ επεσήμανε πως η Νορβηγία «δεν διαπιστώνει κανένα σημάδι αποδυνάμωσης της αμερικανικής υποστήριξης» στην ασφάλεια της γηραιάς ηπείρου. Ο ίδιος ανέφερε χαρακτηριστικά: «Μας έχει επιβεβαιωθεί από τον Αμερικανό υπουργό Άμυνας Πητ Χέγκσεθ, καθώς και από τον ίδιο τον πρόεδρο Ντόναλντ Τραμπ προς πλήθος Ευρωπαίων ηγετών, ότι οι ΗΠΑ βρίσκονται σταθερά πίσω από το Άρθρο 5 του ΝΑΤΟ», αναφερόμενος στην κεντρική δέσμευση του Βορειοατλαντικού Συμφώνου για συλλογική άμυνα σε περίπτωση επίθεσης εναντίον κράτους-μέλους της συμμαχίας.
Αν και η δέσμευση των ΗΠΑ στην κοινή άμυνα δεν τίθεται υπό αμφισβήτηση, η κυβέρνηση του προέδρου Ντόναλντ Τραμπ έχει ζητήσει επανειλημμένα από τις ευρωπαϊκές χώρες να ενισχύσουν τις αμυντικές τους προσπάθειες ώστε να επωμιστούν μεγαλύτερο μέρος της ευθύνης. Οι Ηνωμένες Πολιτείες εξακολουθούν να συνεισφέρουν περίπου τα δύο τρίτα των συνολικών αμυντικών δαπανών του ΝΑΤΟ, στοιχείο που δημιουργεί επίμονες συζητήσεις εντός του μπλοκ για πιο δίκαιη κατανομή του κόστους.
Η Ευρωπαϊκή Ένωση, αναγνωρίζοντας ότι δεν μπορεί πλέον να εξαρτάται αποκλειστικά από την αμερικανική προστασία, έχει ήδη δρομολογήσει την υλοποίηση της στρατηγικής «Ετοιμότητα 2030» (Readiness 2030). Η συγκεκριμένη πρωτοβουλία στοχεύει στην ανάπτυξη μιας ισχυρής ευρωπαϊκής αμυντικής βιομηχανίας μέσα από αγορές στρατιωτικού εξοπλισμού κυρίως από Ευρωπαίους προμηθευτές. Η πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν δήλωσε πρόσφατα σχετικά: «Η αρχιτεκτονική ασφαλείας στην οποία βασιζόμασταν δεν μπορεί πλέον να θεωρείται δεδομένη. Οφείλουμε να αγοράζουμε περισσότερο ευρωπαϊκά, κάτι που σημαίνει ενίσχυση της ευρωπαϊκής βάσης αμυντικής και βιομηχανικής τεχνολογίας, προώθηση της καινοτομίας και δημιουργία μιας ενιαίας ευρωπαϊκής αγοράς αμυντικού εξοπλισμού».
Η στρατηγική της ΕΕ αναμένεται να κινητοποιήσει περισσότερα από 800 δισεκατομμύρια ευρώ σε αμυντικές δαπάνες στα ερχόμενα χρόνια, προβλέποντας επίσης δάνεια προς τα κράτη-μέλη συνολικού ύψους 150 δισεκατομμυρίων ευρώ για επενδύσεις στον αμυντικό τομέα.
Από τη μεριά της, η Νορβηγία αποτελεί ιδιαίτερο παράδειγμα, καθώς ήδη το 2024 έφθασε τον συμμαχικό στόχο του 2% του ΑΕΠ της που προορίζεται για την άμυνα και προγραμματίζει να διπλασιάσει τις αμυντικές της δαπάνες ως το 2036. Μάλιστα ο Νορβηγός υπουργός Άμυνας ανέφερε ότι η κυβέρνηση του Όσλο ενδέχεται να αναθεωρήσει προς τα επάνω τα ήδη φιλόδοξα σχέδιά της, λόγω των μεταβαλλόμενων αναγκών ασφαλείας: «Διανύουμε μόλις δυόμιση μήνες σε ένα δωδεκαετές μακροπρόθεσμο πρόγραμμα άμυνας και ήδη βλέπουμε ότι πρέπει να το αναθεωρήσουμε».
Η Νορβηγία έχει ιδιαίτερη στρατηγική σημασία για το ΝΑΤΟ, καθώς παρακολουθεί μια εκτεταμένη θαλάσσια περιοχή στον βόρειο Ατλαντικό στην οποία δρουν μεταξύ άλλων πυρηνικά υποβρύχια του ρωσικού Βόρειου Στόλου. Ο Σάντβικ χαρακτήρισε τη συνεργασία της χώρας του με τις ΗΠΑ στη συγκεκριμένη περιοχή ως «εξαιρετικά σημαντική» και επεσήμανε ότι υπάρχει «καλή επικοινωνία» για τα κοινά σχέδια στον τομέα της άμυνας.
Σε αυτό το πλαίσιο, η παραδοχή της ανάγκης για μεγαλύτερη ευρωπαϊκή στρατιωτική αυτονομία δεν σημαίνει απαραίτητα αποχώρηση των ΗΠΑ από τον ευρωπαϊκό αμυντικό χάρτη αλλά, αντίθετα, επισημαίνει την ανάγκη μιας πιο ισορροπημένης συμμαχίας, όπου όλα τα μέρη θα αναλαμβάνουν τις ευθύνες που τους αναλογούν.
Η τρέχουσα δυναμική υπογραμμίζει ότι η ασφάλεια της Ευρώπης βρίσκεται πλέον σε μια φάση επαναπροσδιορισμού, με τις Ηνωμένες Πολιτείες να διατηρούν σταθερά δεσμευμένες στο ΝΑΤΟ, αλλά σαφέστατα ζητώντας μεγαλύτερη ευρωπαϊκή δέσμευση και περισσότερες επενδύσεις στον τομέα της άμυνας. Οι εξελίξεις των ερχόμενων ετών θα κρίνουν αν και κατά πόσο η Ευρώπη μπορεί να σταθεί πιο αυτόνομα και αποτελεσματικά έναντι των σημερινών και μελλοντικών προκλήσεων στον τομέα της ασφάλειας.