Σε μετωπική σύγκρουση βρίσκονται η κυβέρνηση και οι αγρότες, με τις αγροτικές κινητοποιήσεις να κλιμακώνονται και να αποκτούν πανελλαδική έκταση. Οι δρόμοι από τον Έβρο μέχρι την Κρήτη γεμίζουν με τρακτέρ σε μπλόκα, σε μια διαμαρτυρία πρωτοφανούς κλίμακας που δεν έχει προηγούμενο σε αριθμό συμμετοχών. Παρά την όποια ταλαιπωρία, η κοινή γνώμη συμπαρατάσσεται σε μεγάλο βαθμό με τους αγρότες. Πολλοί πολίτες δείχνουν κατανόηση για την παρουσία των αγροτών στους δρόμους, αναγνωρίζοντας ότι τα προβλήματα που πλήττουν τον πρωτογενή τομέα αντικατοπτρίζονται στην καθημερινότητα όλων — από τις τιμές στα ράφια των καταστημάτων έως τη διαθεσιμότητα βασικών αγαθών.
Από την άλλη πλευρά, η κυβέρνηση έχει επιλέξει μια σκληρή γραμμή απέναντι στα αγροτικά μπλόκα. Ακολουθεί μια τακτική «κοινωνικού αυτοματισμού», επιχειρώντας να στρέψει άλλα κοινωνικά στρώματα κατά των κινητοποιήσεων, επικαλούμενη τα προβλήματα που προκαλούν στις μετακινήσεις και στην αγορά. Ωστόσο, αυτή η αντιπαραθετική προσέγγιση δεν φαίνεται να έχει ιδιαίτερη απήχηση, δεδομένου ότι η πλειονότητα της κοινωνίας συμμερίζεται τα αιτήματα των αγροτών. Ακόμη και μεμονωμένα επεισόδια έντασης που σημειώθηκαν — και τα οποία καταδικάστηκαν από όλους — δεν φαίνεται να μειώνουν τη γενική συμπάθεια προς τον αγώνα των αγροτών. Το αποτέλεσμα είναι μια πρωτόγνωρη πίεση προς την κυβέρνηση, η οποία καλείται να διαχειριστεί μια σύγκρουση με έναν κλάδο που απολαμβάνει ασυνήθιστα ευρεία κοινωνική υποστήριξη.
Δίκαια αιτήματα και αλυσιδωτές επιπτώσεις
Οι αγρότες δηλώνουν αποφασισμένοι να παραμείνουν στα μπλόκα έως ότου ικανοποιηθούν συγκεκριμένα αιτήματά τους, τα οποία θεωρούν ζωτικής σημασίας για την επιβίωσή τους. Οι λόγοι της αγανάκτησης των αγροτών είναι πολλοί και αλληλένδετοι:
-
Καθυστερήσεις στις οφειλόμενες πληρωμές: Σημαντικά ποσά (υπολογίζεται ότι φτάνουν τα 1-2 δισεκατομμύρια ευρώ) από επιδοτήσεις και ενισχύσεις δεν έχουν ακόμα καταβληθεί. Οι καθυστερήσεις αυτές αφήνουν τους παραγωγούς χωρίς ρευστότητα και δημιουργούν αλυσιδωτά προβλήματα: όταν ο αγρότης δεν πληρώνεται έγκαιρα, αδυνατεί να πληρώσει τον γεωπόνο, τον προμηθευτή και γενικά τους συνεργάτες του, επηρεάζοντας ολόκληρη την εφοδιαστική αλυσίδα στον πρωτογενή τομέα. Με άλλα λόγια, το ζήτημα δεν αφορά μόνο μια επαγγελματική ομάδα, αλλά διαπερνά την οικονομική αλυσίδα της αγροτικής παραγωγής.
-
Το σκάνδαλο του ΟΠΕΚΕΠΕ: Προσφάτως αποκαλύφθηκε σκάνδαλο στον οργανισμό που είναι υπεύθυνος για τις πληρωμές αγροτικών επιδοτήσεων. Το γεγονός αυτό έχει κλονίσει την εμπιστοσύνη των παραγωγών και θεωρείται από πολλούς η «σταγόνα που ξεχείλισε το ποτήρι». Βλέποντας κακοδιαχείριση ή πιθανές παρατυπίες στον κρίσιμο αυτό μηχανισμό, οι αγρότες αισθάνονται έντονη αγανάκτηση, καθώς εκτιμούν ότι τέτοια προβλήματα συμβάλλουν στις καθυστερήσεις και στην αβεβαιότητα των πληρωμών τους.
-
Αυξημένο κόστος και μειωμένη βιωσιμότητα: Οι τιμές των καυσίμων, των λιπασμάτων και των ζωοτροφών έχουν αυξηθεί, ενώ την ίδια στιγμή οι παραγωγοί συχνά πουλούν τα προϊόντα τους σε τιμές που μόλις καλύπτουν — ή δεν καλύπτουν — το κόστος παραγωγής. Αυτό το ασφυκτικό περιθώριο κέρδους οδηγεί πολλούς αγρότες σε οικονομικό αδιέξοδο. Η κατάσταση δημιουργεί έναν φαύλο κύκλο, όπου οι παραγωγοί δανείζονται ή καθυστερούν πληρωμές για να συνεχίσουν τη δραστηριότητά τους, δημιουργώντας αβεβαιότητα για την επιβίωση.
-
Υπαρξιακή ανασφάλεια για το επάγγελμα: Πολλοί αγρότες — και ιδιαίτερα οι νεότεροι — φοβούνται ότι αν οι συνθήκες δεν βελτιωθούν, θα αναγκαστούν να εγκαταλείψουν το επάγγελμα. Ήδη παρατηρείται πως λιγότεροι νέοι στρέφονται στη γεωργία και την κτηνοτροφία, βλέποντας το μέλλον του κλάδου αβέβαιο. Αυτή η προοπτική εγκατάλειψης του πρωτογενούς τομέα εντείνει την ανησυχία, καθώς διακυβεύεται όχι μόνο η προσωπική τους επιβίωση αλλά και η συνέχεια της αγροτικής παραγωγής στη χώρα.
Οι παραπάνω παράγοντες εξηγούν γιατί οι αγροτικές κινητοποιήσεις χαίρουν αποδοχής από την κοινωνία. Τα αιτήματα χαρακτηρίζονται ευρέως δίκαια και λογικά, καθώς συνδέονται άμεσα με την επιβίωση ενός κλάδου που αφορά όλους. Η πίεση προς την κυβέρνηση να δώσει λύσεις είναι συνεπώς ισχυρή, διότι τυχόν αδιαφορία δεν θα πλήξει μόνο ένα επαγγελματικό στρώμα, αλλά θα έχει ευρύτερες κοινωνικοοικονομικές συνέπειες.
Πώς γίνεται τα μανταρίνια να πωλούνται από τον παραγωγό 0,20 λεπτά/κιλό και στο ράφι των σούπερ μάρκετ να είναι οι τιμές εξωπραγματικές; Όταν στο παιχνίδι μπαίνουν και οι ευρωπαϊκές συμφωνίες για αδασμολόγητες εισαγωγές αγαθών από τρίτες, συνήθως υποανάπτυκτες, χώρες, πώς να το ανταγωνιστούν; Η ενεργειακή κρίση, η πράσινη ευρωπαϊκή μετάβαση, οι πολλαπλοί φόροι, η ακρίβεια στα έξοδα παραγωγής και στα έξοδα διαβίωσης οδηγούν τους αγρότες σε αδιέξοδο.
Δομική κρίση του πρωτογενούς τομέα
Πίσω από την τωρινή σύγκρουση αναδύεται μια βαθύτερη, δομική κρίση του πρωτογενούς τομέα. Το πρόβλημα δεν περιορίζεται σε συγκυριακές δυσκολίες ή σε έναν ακόμα κύκλο διαμαρτυριών· αντιθέτως, πρόκειται για ένα χρόνιο ζήτημα που έχει φτάσει πλέον σε οριακό σημείο.
Μείωση των ευρωπαϊκών επιδοτήσεων: Η νέα Κοινή Αγροτική Πολιτική (ΚΑΠ) της Ευρωπαϊκής Ένωσης φέρνει σταδιακή μείωση των επιδοτήσεων προς τους αγρότες και τους κτηνοτρόφους. Κάθε χρόνο, τα ποσά των οικονομικών ενισχύσεων που δικαιούνται οι παραγωγοί μειώνονται, γεγονός που συρρικνώνει ένα σημαντικό σταθερό εισόδημα, στο οποίο βασίζονταν πολλοί αγρότες. Αυτή η εξέλιξη σημαίνει ότι το υφιστάμενο μοντέλο δεν είναι βιώσιμο μακροπρόθεσμα: ακόμα κι αν σήμερα βρεθούν πόροι για να κλείσουν προσωρινά οι τρέχουσες οικονομικές τρύπες, του χρόνου τα ίδια προβλήματα πιθανότατα θα επανεμφανιστούν εντονότερα.
Χαμηλή ανταγωνιστικότητα και απόδοση: Πέραν των επιδοτήσεων, αναδεικνύονται σοβαρές υστερήσεις στην παραγωγικότητα και ανταγωνιστικότητα της ελληνικής αγροτικής παραγωγής. Χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα της απόδοσης ανά έκταση καλλιεργήσιμης γης: εκτιμάται ότι στην Ελλάδα το μέσο έσοδο ανά στρέμμα γης βρίσκεται περίπου στα 200 ευρώ, ενώ σε άλλες χώρες με προηγμένη γεωργία τα αντίστοιχα μεγέθη είναι πολλαπλάσια (ενδεικτικά, γύρω στα 1.500 ευρώ στην Ολλανδία και 1.400 ευρώ στο Ισραήλ, παρά το γεγονός ότι το Ισραήλ έχει δυσμενέστερες φυσικές συνθήκες όπως εκτεταμένες ερημικές εκτάσεις). Αυτή η σύγκριση καταδεικνύει ότι υπάρχει τεράστιο περιθώριο βελτίωσης στην Ελλάδα. Η χώρα διαθέτει φυσικές προϋποθέσεις για υψηλή παραγωγικότητα και ποικιλία προϊόντων — εύφορες εκτάσεις, ήπιο κλίμα, ποικιλία μικροκλιμάτων — όμως αυτές οι δυνατότητες δεν έχουν αξιοποιηθεί πλήρως.
Γήρανση του αγροτικού πληθυσμού: Όπως αναφέρθηκε, ολοένα και λιγότεροι νέοι επιλέγουν να ασχοληθούν με αγροτικά επαγγέλματα. Ακόμη και οι γονείς αγρότες δεν προτρέπουν τα παιδιά τους να γίνουν νέοι αγρότες, με αποτέλεσμα πτώση στις αιτήσεις του προγράμματος. Το δημογραφικό αυτό πρόβλημα σημαίνει ότι ο πρωτογενής τομέας όχι μόνο συρρικνώνεται οικονομικά, αλλά χάνει σταδιακά και το ανθρώπινο δυναμικό του.
Όλα τα παραπάνω συνθέτουν ένα σκηνικό παραγωγικού αδιεξόδου. Οι ειδικοί προειδοποιούν ότι εάν δεν αντιμετωπιστούν οι δομικές αυτές παθογένειες, οι αγροτικές κινητοποιήσεις θα εξελιχθούν σε ετήσιο φαινόμενο που θα κλιμακώνεται, καθώς κάθε χρόνο η πίεση θα αυξάνεται. Η τρέχουσα αναμέτρηση απλώς φέρνει στην επιφάνεια συσσωρευμένα προβλήματα δεκαετιών, τα οποία απαιτούν συνολική επανεξέταση και μεταρρυθμίση του πρωτογενούς τομέα.
Αυτάρκεια και ανάγκη εθνικού σχεδιασμού
Μέσα στη συζήτηση για την κρίση στον πρωτογενή τομέα, επανέρχεται με έμφαση η έννοια της εθνικής αυτάρκειας. Όπως υπογραμμίζουν αγρότες και αναλυτές, μια χώρα που δεν μπορεί να καλύψει βασικές διατροφικές της ανάγκες από την δική της παραγωγή είναι μια χώρα ευάλωτη και εξαρτημένη από εξωτερικούς παράγοντες. Η Ελλάδα ιστορικά έχει τη δυνατότητα — λόγω γεωγραφίας και κλίματος — να παράγει ένα μεγάλο εύρος προϊόντων, εξασφαλίζοντας σε μεγάλο βαθμό την αυτάρκειά της, μια δυνατότητα που έχουν λίγες χώρες στη Γη. Ωστόσο, η σύγχρονη ελληνική πραγματικότητα απέχει από αυτό το ιδανικό. Η μείωση της παραγωγής σε ορισμένους τομείς και η αύξηση των εισαγωγών βασικών αγαθών υποδηλώνουν ότι το μοντέλο χρειάζεται αναπροσαρμογή. Η προοπτική αναδιάρθρωσης της γεωργίας και της κτηνοτροφίας στη χώρα συζητείται πλέον ανοιχτά ως αναγκαιότητα.
Καθοριστικής σημασίας θεωρείται η κατάρτιση ενός μακροπρόθεσμου εθνικού σχεδίου για τον πρωτογενή τομέα. Πολλοί παρατηρητές σημειώνουν ότι απαιτείται μια συνολική στρατηγική με ορίζοντα τουλάχιστον δεκαετίας ή και εικοσαετίας, η οποία να στηριχθεί σε επιστημονικά δεδομένα και τεχνογνωσία. Μια πρόταση που κερδίζει έδαφος είναι η εκπόνηση αυτού του σχεδίου από ανεξάρτητους φορείς κύρους — για παράδειγμα από πανεπιστημιακά ιδρύματα και ειδικούς στον αγροτικό τομέα — ώστε το αποτέλεσμα να έχει επιστημονική τεκμηρίωση και να χαίρει γενικής αποδοχής.
Εξίσου σημαντικό είναι το στοιχείο της εθνικής συνεννόησης. Δεδομένου ότι τα οφέλη από μια αγροτική μεταρρύθμιση θα αφορούν τη χώρα μακροπρόθεσμα, θεωρείται κρίσιμο όλες οι πολιτικές δυνάμεις να συμφωνήσουν σε βασικές αρχές και στόχους αυτού του σχεδίου. Η διακομματική συναίνεση θα εξασφαλίσει ότι ο σχεδιασμός δεν θα αλλάζει ριζικά με κάθε εναλλαγή κυβέρνησης, αλλά αντιθέτως θα υπάρξει συνέχεια και συνέπεια στην εφαρμογή των απαραίτητων μέτρων.








