Ο πρόεδρος των ΗΠΑ Ντόναλντ Τραμπ δήλωσε στις 30 Μαΐου ότι η Κίνα «παραβίασε πλήρως» τη συμφωνία που είχε συνάψει με τις Ηνωμένες Πολιτείες, λίγες μόλις εβδομάδες μετά την κοινή απόφαση για αναστολή της αύξησης των δασμών.
Σε ανάρτησή του στην πλατφόρμα Truth Social, ο Τραμπ υποστήριξε ότι οι δασμοί ύψους 145% που είχε επιβάλει στις κινεζικές εισαγωγές είχαν καταστήσει «σχεδόν αδύνατο» για την Κίνα να συνεχίσει τις εμπορικές σχέσεις με τις ΗΠΑ. Όπως ανέφερε, είχε προτείνει συμφωνία στο Πεκίνο προκειμένου να το προστατεύσει, επικαλούμενος αναφορές για κοινωνικές αναταραχές στο εσωτερικό της χώρας.
Ο ίδιος σημείωσε ότι «πριν από δύο εβδομάδες η Κίνα βρισκόταν σε σοβαρό οικονομικό κίνδυνο», κάνοντας λόγο για κλειστά εργοστάσια και «αναταραχή», όπως ανέφερε χαρακτηριστικά. Δήλωσε ότι η απόφασή του να επιδιώξει μια ταχεία συμφωνία είχε στόχο να αποτραπεί μια πολύ αρνητική εξέλιξη για τη χώρα, προσθέτοντας ότι «δεν ήθελε να δει να συμβαίνει κάτι τέτοιο».
Στις 12 Μαΐου, οι δύο πλευρές συμφώνησαν στη σημαντική μείωση των δασμών που είχαν επιβληθεί από τις 2 Απριλίου, για περίοδο 90 ημερών, γεγονός που προκάλεσε θετική αντίδραση στις αγορές.
Σύμφωνα με τον Τραμπ, εξαιτίας αυτής της συμφωνίας η κατάσταση σταθεροποιήθηκε άμεσα και η Κίνα επανήλθε στην κανονικότητα, ενώ όλοι ήταν ικανοποιημένοι. Ωστόσο, εξέφρασε την απογοήτευσή του λέγοντας ότι το Πεκίνο «παραβίασε πλήρως» τους όρους, καταλήγοντας ότι «έτσι εκτίμησαν την καλοσύνη μου».
Κατά τη διάρκεια συνέντευξης Τύπου στο Οβάλ Γραφείο, ο Τραμπ δήλωσε ότι το Πεκίνο είχε παραβιάσει «ένα μεγάλο μέρος» της συμφωνίας και άφησε ανοιχτό το ενδεχόμενο συνέχισης των διαπραγματεύσεων με τον Κινέζο ηγέτη Σι Τζινπίνγκ. Υποστήριξε ότι βοήθησε την Κίνα επειδή αντιμετώπιζε σοβαρά προβλήματα λόγω της παύσης ενός τεράστιου όγκου εμπορικής δραστηριότητας και εκτίμησε πως θα συνομιλήσει εκ νέου με τον Σι ώστε να επιλυθεί το ζήτημα.
Ο εκπρόσωπος του Αμερικανού Εμπορικού Αντιπροσώπου, Τζέιμι Γκριρ, δήλωσε στο CNBC ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες παρακολουθούν στενά την κινεζική συμμόρφωση και εξέφρασε «σοβαρή ανησυχία» για την κατάσταση. Όπως είπε, η Ουάσιγκτον τήρησε πλήρως τις δεσμεύσεις της, ενώ η κινεζική πλευρά προχωρά αργά και απρόθυμα στην εφαρμογή των δικών της, κάτι που χαρακτήρισε «εντελώς απαράδεκτο». Ο Γκριρ ανέφερε ότι είναι επαναλαμβανόμενο φαινόμενο η Κίνα να μην εφαρμόζει τις συμφωνίες της και να αποφεύγει να ανοίξει την οικονομία της, όπως έχει υποσχεθεί.
Ο ίδιος υπενθύμισε ότι το Πεκίνο ήταν η μόνη κυβέρνηση που είχε αντιδράσει στους αρχικούς αμερικανικούς δασμούς, περιορίζοντας τις εξαγωγές σπάνιων γαιών και θέτοντας αμερικανικές εταιρείες σε λίστα αποκλεισμού. Μετά τη συμφωνία της Γενεύης στις 12 Μαΐου, παρατηρείται βραδύτητα στην άρση αυτών των αντιμέτρων, σύμφωνα με τον ίδιο.
Ο Γκριρ σημείωσε ότι δεν έχει αποκατασταθεί η ροή κρίσιμων ορυκτών από την Κίνα προς άλλες περιοχές, όπως την Ευρώπη, την Ιαπωνία και τις Ηνωμένες Πολιτείες, όπως προβλεπόταν.
Ο αναπληρωτής προσωπάρχης του Λευκού Οίκου, Στίβεν Μίλερ, ανέφερε στους δημοσιογράφους στις 30 Μαΐου ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες ενδέχεται να προβούν σε ενέργειες ως απάντηση στην παραβίαση της συμφωνίας. Όπως είπε, αμέσως μετά τη συμφωνία της Γενεύης οι ΗΠΑ προχώρησαν σε προσαρμογές των δασμών, αλλά η Κίνα δεν τήρησε τις δεσμεύσεις που είχε αναλάβει. Σύμφωνα με τον Μίλερ, αυτό δίνει τη δυνατότητα στην Ουάσιγκτον να αναλάβει πρωτοβουλίες ώστε να διασφαλίσει τη μελλοντική συμμόρφωση του Πεκίνου.
Παράλληλα, τόνισε ότι ο Τραμπ εξακολουθεί να ελπίζει πως η Κίνα θα ανοίξει την αγορά της σε αμερικανικές επιχειρήσεις, όπως οι ΗΠΑ έχουν διατηρήσει ανοιχτή την αγορά τους για κινεζικά προϊόντα «εδώ και πολύ καιρό».
Στις 19 Μαΐου, μία εβδομάδα μετά την «εκεχειρία», η Κίνα επέβαλε δασμούς αντιντάμπινγκ σε πλαστικά προϊόντα από τις Ηνωμένες Πολιτείες, την Ευρωπαϊκή Ένωση, την Ιαπωνία και την Ταϊβάν, με τις αμερικανικές εξαγωγές να επιβαρύνονται με τους υψηλότερους δασμούς, που έφτασαν το 74,9%.
Αναλυτές προειδοποιούν ότι το Πεκίνο ενδέχεται να μην τηρήσει τις συμφωνίες, επικαλούμενοι το ιστορικό της κινεζικής ηγεσίας κατά την πρώτη θητεία Τραμπ. Επιπλέον, η Κίνα δεν περιόρισε, όπως είχε υποσχεθεί, τις εξαγωγές πρόδρομων χημικών για την παραγωγή φαιντανύλης, επικαλούμενη ως αιτία την παρέμβαση των ΗΠΑ σε ζητήματα ανθρωπίνων δικαιωμάτων και την αναγνώριση της Ταϊβάν.
Σε δημόσιες τοποθετήσεις σε διεθνή μέσα, εκπρόσωποι της Κίνας ισχυρίζονται ότι η χώρα συμμορφώνεται με τους διεθνείς εμπορικούς κανόνες. Στο εσωτερικό της χώρας, ωστόσο, αξιωματούχοι του Κομμουνιστικού Κόμματος δηλώνουν ότι είναι πρόθυμοι να αντισταθούν στις ΗΠΑ, ακόμη κι αν αυτό συνεπάγεται «λιμούς», υιοθετώντας ρητορική της εποχής του Μάο Τσετούνγκ.
Την ίδια στιγμή, η νομιμότητα των δασμών του Τραμπ εξετάζεται από τα αμερικανικά δικαστήρια. Στις 28 Μαΐου, το Δικαστήριο Διεθνούς Εμπορίου ακύρωσε σημαντικό αριθμό των δασμών, κρίνοντας ότι ο πρόεδρος δεν είχε την εξουσιοδότηση να κάνει χρήση της διάταξης περί έκτακτης ανάγκης με τον τρόπο που το έκανε. Την επομένη, εφετείο επανέφερε προσωρινά τους δασμούς ενόσω εξετάζεται η υπόθεση. Αξιωματούχοι της κυβέρνησης και νομικοί αναλυτές επισημαίνουν ότι ο πρόεδρος διαθέτει και άλλες νομικές οδούς για την επιβολή δασμών εφόσον η παρούσα προσβληθεί οριστικά.
Η 90ήμερη παύση στην επιβολή νέων δασμών έχει στόχο να διευκολύνει περαιτέρω διαπραγματεύσεις. Ωστόσο, στις 29 Μαΐου, ο υπουργός Οικονομικών των ΗΠΑ, Σκοτ Μπέσσεντ, δήλωσε στο Fox News ότι οι συνομιλίες με την Κίνα βρίσκονται σε «μερική στασιμότητα». Εξέφρασε την εκτίμηση ότι ενδέχεται να υπάρξει τηλεφωνική επικοινωνία μεταξύ Τραμπ και Σι, τονίζοντας ότι, λόγω του μεγέθους και της πολυπλοκότητας των διαπραγματεύσεων, είναι απαραίτητη η άμεση εμπλοκή των δύο ηγετών. Εξέφρασε τέλος τη βεβαιότητα ότι το Πεκίνο θα επιστρέψει στο τραπέζι των συνομιλιών όταν ο Τραμπ καταστήσει σαφείς τις προθέσεις του.