Την πρόταση οι εταιρείες να μεταφέρουν τις δραστηριότητές τους στις Ηνωμένες Πολιτείες προέβαλε ο πρόεδρος Ντόναλντ Τραμπ την Τετάρτη, χαρακτηρίζοντας αυτή τη στρατηγική ως τον καλύτερο τρόπο αντιμετώπισης των αυξημένων δασμών που ανακοίνωσε πρόσφατα η κυβέρνησή του και οι οποίοι τέθηκαν ήδη σε ισχύ νωρίτερα μέσα στη μέρα.
«Τώρα είναι μια ΙΔΑΝΙΚΗ στιγμή να μεταφέρετε την επιχείρησή σας στις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής, όπως έχουν ήδη αρχίσει να κάνουν μαζικά η Apple και τόσες άλλες εταιρείες», έγραψε ο Τραμπ σε ανάρτησή του στο Truth Social.
Ο πρόεδρος υπογράμμισε πως με τη μετακόμιση στις ΗΠΑ, οι εταιρείες θα πληρώνουν «ΜΗΔΕΝ ΔΑΣΜΟΥΣ», δεν θα έχουν εμπόδια λόγω περιβαλλοντικών κανονισμών, ενώ θα αποκτήσουν επίσης σχεδόν άμεση πρόσβαση σε δίκτυα ηλεκτροδότησης.
Οι δηλώσεις αυτές έγιναν την ώρα που τα προθεσμιακά συμβόλαια των αμερικανικών χρηματιστηριακών δεικτών έδειχναν μικρή ανάκαμψη, μετά την ανακοίνωση της κινεζικής κυβέρνησης για επιβολή πρόσθετων δασμών σε αμερικανικά προϊόντα.
Ωστόσο, με το που ξεκίνησαν οι συναλλαγές, ο βιομηχανικός δείκτης Dow Jones σημείωσε απώλειες άνω των 100 μονάδων. Αντίθετα, ο Nasdaq Composite κατέγραψε κέρδη που ξεπερνούσαν τις 100 μονάδες. Ο S&P 500 βρέθηκε ελαφρώς ενισχυμένος, ενώ ο δείκτης μεταβλητότητας CBOE, που αποκαλείται και «δείκτης φόβου» της Wall Street, σημείωσε άνοδο κατά 0,6%.
Στην Ασία, ο ιαπωνικός δείκτης Nikkei 225 υπέστη βαριές απώλειες 3,9%, ενώ ο δείκτης Hang Seng του Χονγκ Κονγκ και ο Shanghai Composite κατέγραψαν άνοδο 0,7% και 1,3% αντίστοιχα. Ανοδικά κινήθηκε και η χρηματιστηριακή αγορά της Ταϊλάνδης.
Η κινεζική κυβέρνηση ανακοίνωσε ότι οι δασμοί ύψους 84% σε εισαγόμενα προϊόντα από τις ΗΠΑ θα τεθούν σε ισχύ στις 10 Απριλίου, αγνοώντας προειδοποιήσεις υψηλόβαθμων στελεχών της αμερικανικής κυβέρνησης να αποφευχθεί μια τέτοια κίνηση. Υπενθυμίζεται ότι οι ΗΠΑ είχαν ήδη ανακοινώσει νέους δασμούς της τάξεως του 104% σε κινεζικά προϊόντα, οι οποίοι τέθηκαν επίσημα σε εφαρμογή νωρίς την Τετάρτη.
Παράλληλα, το Πεκίνο επέβαλε περιοριστικά μέτρα σε 18 ακόμη αμερικανικές εταιρείες, κυρίως στον τομέα της άμυνας, ανεβάζοντας στις περίπου 60 τον συνολικό αριθμό των επιχειρήσεων στις οποίες έχουν επιβληθεί αντίποινα λόγω των αμερικανικών δασμών.
Ο Αμερικανός υπουργός Οικονομικών Σκοτ Μπέσεντ δήλωσε την Τετάρτη στο δίκτυο Fox Business πως η Κίνα έχει «την πλέον ανισόρροπη οικονομία στη σύγχρονη παγκόσμια ιστορία».
«Μπορώ να σας πω με βεβαιότητα πως αυτή η κλιμάκωση είναι χαμένη υπόθεση για την Κίνα», είπε χαρακτηριστικά ο κ. Μπέσεντ, προσθέτοντας πως είναι «λυπηρό που οι Κινέζοι δεν είναι πρόθυμοι να καθίσουν στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων».
«Η Κίνα είναι η χώρα με το εμπορικό πλεόνασμα. Οι εξαγωγές τους προς τις ΗΠΑ είναι πέντε φορές μεγαλύτερες από τις δικές μας προς αυτούς. Ας αυξήσουν τους δασμούς, και τι μ’ αυτό;», διερωτήθηκε.
Ο υπουργός Οικονομικών κάλεσε επίσης την Κίνα να λάβει σοβαρά μέτρα ελέγχου ώστε να σταματήσει τη ροή φαιντανύλης και πρόδρομων χημικών ουσιών προς τις ΗΠΑ — ένα ζήτημα που είχε αναδείξει ο Τραμπ κατά τη διάρκεια της προεκλογικής του εκστρατείας για τις προεδρικές εκλογές του 2024 και στα πρώτα στάδια της προεδρίας του.
«Γιατί δεν εφαρμόζουν τους ίδιους αυστηρούς κανόνες και στους εξαγωγείς αυτών των χημικών προς τις ΗΠΑ;», σχολίασε ο Μπέσεντ.
Από την πλευρά της, η εκπρόσωπος Τύπου του Λευκού Οίκου, Καρολίν Λίβιτ, υπογράμμισε την Τρίτη πως αν η Κίνα προσεγγίσει την αμερικανική κυβέρνηση με στόχο επανεκκίνησης των διαπραγματεύσεων, ο πρόεδρος Τραμπ «θα δείξει μεγάλη καλή θέληση, όμως η προτεραιότητά του πάντοτε θα είναι το συμφέρον του αμερικανικού λαού».
Η κλιμάκωση της εμπορικής αντιπαράθεσης επηρεάζει απευθείας εμπορικές συναλλαγές ύψους περίπου 600 δισ. δολαρίων μεταξύ ΗΠΑ και Κίνας, με τους Αμερικανούς αξιωματούχους να επιμένουν ότι οι δασμοί είναι απαραίτητοι για τη μείωση του εμπορικού ελλείμματος.
Εκτός από την Κίνα, τα μεσάνυχτα της Τετάρτης τέθηκαν επίσης σε ισχύ αμερικανικοί δασμοί σε εισαγωγές από άλλες χώρες, με τις περισσότερες αγορές ανά τον κόσμο να επιβαρύνονται με βασικό ποσοστό 10%. Ωστόσο, υψηλότερους συντελεστές αντιμετωπίζουν ορισμένοι σημαντικότεροι εμπορικοί εταίροι των ΗΠΑ.
Με την συμβολή των Reuters και Associated Press.