Οι πρωτοπόροι Έλληνες που πήραν το ρίσκο να εγκατασταθούν στην Κένυα, στα τέλη του 19ου αιώνα έφτιαξαν, με το πέρασμα των χρόνων μια εύπορη, αν και ολιγάριθμη κοινότητα. Κινήθηκαν σε επικίνδυνα εμπορικά μονοπάτια, πάλεψαν με τροπικές ασθένειες και με άγρια θηρία και τελικά κατόρθωσαν να αναπτύξουν σημαντική οικονομική δραστηριότητα, που συνεχίζεται μέχρι σήμερα.
Tην ιστορία των Ελλήνων στην Κένυα και την Ουγκάντα καταγράφει για, πρώτη φορά, ο ιστορικός και ερευνητής Αντώνης Χαλδαίος, στο ενδέκατο βιβλίο του για την ομογένεια της Αφρικής.
Οι Έλληνες κυριαρχούσαν στο βόειο κρέας και το ψωμί
Όπως δήλωσε ο κ. Χαλδαίος στο ΑΠΕ-ΜΠΕ, οι πρώτοι Έλληνες έφτασαν στην Κένυα γύρω στα 1890, μέσω του λιμανιού της Μομπάσα, στα νότια, που ήταν τότε η πρωτεύουσα της βρετανικής αποικίας και ασχολήθηκαν με το εμπόριο, αρχικά ελεφαντόδοντου και υστερα αλόγων και βοοειδών.
Ξεκινούσαν από τη Μομπάσα και κινούνταν προς τα δυτικά, φτάνοντας μέχρι τη λίμνη Βικτώρια στην Ουγκάντα και πωλούσαν τα εμπορεύματα τους είτε σε εμπορικούς σταθμούς είτε κινούμενοι με καραβάνια.
Εναλλακτικά, κινούνταν σε έναν άξονα από την Mομπάσα προς τα βόρεια, στα σύνορα με την Aιθιοπία και τη Σομαλία. μέσα από περιοχές πολύ επικίνδυνες, με φυλές που δεν είχαν συναντήσει μέχρι τότε Ευρωπαίους. Από εκεί, έφερναν άλογα και βοοειδή, και τα πουλούσαν στην Κένυα, στην περιοχή της Μομπάσα.
Στη συνέχεια, μετανάστευσαν στην Κένυα Έλληνες που εργάστηκαν ως τεχνίτες ή υπεργολάβοι στον σιδηρόδρομο. Το 1896 ξεκίνησε το έργο σιδηροδρομικής σύνδεσης της Μομπάσα με τη λίμνη Βικτώρια , με πολλές δυσκολίες, «λόγω των τροπικών ασθενειών και των επιθέσεων από λιοντάρια», υπογραμμίζει ο κ. Χαλδαίος.
Στις αρχές του 20ου αιώνα, το 1907, οι Βρετανοί μετέφεραν την πρωτεύουσα από την Μομπάσα στο Ναϊρόμπι και αυτό αποτέλεσε το έναυσμα για να εγκατασταθούν Έλληνες στη νέα πρωτεύουσα και στην ευρύτερη περιοχή, ασχολούμενοι και πάλι με το εμπόριο βοοειδών ή τροφίμων. «Και μάλιστα αυτό που είχε μείνει στη μνήμη των Βρετανών την εποχή εκείνη είναι ότι το Ναϊρόμπι εξαρτιόταν από τους Έλληνες για το βόειο κρέας και για το ψωμί, επειδή είχαν τα αρτοποιεία, οπότε οι Έλληνες ήταν αυτοί που κυριαρχούσαν στους τομείς αυτούς», αναφέρει χαρακτηριστικά ο κ. Χαλδαίος
Στη Μομπάσα υπήρχε, από το 1903, το ονομαστό ξενοδοχείο «Africa», ελληνικής ιδιοκτησίας, πολύ σημαντικό για όλους τους Ευρωπαίους και σημείο αναφοράς στην πόλη για σχεδόν έναν αιώνα. Ιδιοκτήτης ήταν ο Φίλιππος Φίλιος, με καταγωγή από τη Βόρειο Ήπειρο, ο οποίος, 20 χρόνια μετά την κατασκευή του, το πούλησε και έφυγε για την Τανζανία.
Από τις γειτονικές αφρικανικές χώρες στην Κένυα
Μετά τη δεκαετία του ’50, με την ανεξαρτησία και την εθνικοποίηση των περιουσιών σε πολλές γειτονικές χώρες της Αφρικής, αρκετοί Έλληνες από την Τανζανία και την Αιθιοπία βρέθηκαν στην Κένυα. Όσοι εγκαταστάθηκαν στα βόρεια της χώρας, ασχολήθηκαν με την παραγωγή καφέ, ενώ αυτοί στα νότια με την αγαύη, ένα φυτό που θυμίζει φοίνικα και από το οποίο παράγεται το σκοινί. Στις υπόλοιπες αξιοσημείωτες δουλειές των Eλλήνων συγκαταλεγόταν η εξόρυξη των μεταλλευμάτων, καθώς και το εμπόριο πολύτιμων λίθων κατά τη δεκαετία του ’60 και του ’70, αλλά και αργότερα μέχρι τη δεκαετία του 2000.
Οι Έλληνες, όπως και οι υπόλοιποι Ευρωπαίοι, δεν βίωσαν εθνικοποιήσεις ή οικονομικές μεταβολές οπότε η παρουσία τους στην Κένυα είναι σταθερή. Σήμερα, υπάρχουν στη χώρα 150 με 200 άτομα, κυρίως στην περιοχή του Ναϊρόμπι, με ευρεία γκάμα δραστηριοτήτων, όπως το εμπόριο, oι επιχειρήσεις, ο τουρισμός και η βιομηχανία. Η οικογένεια Κυριαζή δραστηριοποιείται στο νότο, στην περιοχή της Ταβέτα, στην παραγωγή σχοινιού. Ξενοδοχείο στο νότο διατηρεί ο Βασίλης Κρητικός, οποίος είχε διατελέσει και βουλευτής πριν από 10 χρόνια.
Γενικά, οι Έλληνες δεν ήταν πολλοί στην Κένυα, λόγω και των γραφειοκρατικών εμποδίων που έβαζαν οι Βρετανοί, τόνισε ο κ. Χαλδαίος. Στο απόγειό της, τη δεκαετία του ’70, η ελληνική παροικία αποτελούνταν από περίπου 600 άτομα, «μικρός αριθμός, με σημαντική όμως οικονομική δραστηριότητα».
Λόγω της μικρής παρουσίας των Ελλήνων δεν δημιουργήθηκε σχολείο. Τα παιδιά πήγαιναν σε σχολεία για ξένους στην Κένυα ή στην Αρούσα στην Τανζανία, που ήταν σε κοντινή απόσταση από τις περιοχές όπου έμεναν οι Έλληνες. Με πρωτοβουλία του αρχιεπισκόπου της Κύπρου Μακαρίου, ιδρύθηκε στο Ναϊρόμπι εκκλησιαστική ακαδημία για τους Αφρικανούς, που λειτουργεί μέχρι σήμερα.
Ο ευεργέτης και ο επικηρυγμένος
Στην πορεία, υπήρξαν Έλληνες, οι οποίοι προσέφεραν στη χώρα μέσω δωρεών. Σημαντική μορφή της κοινότητας ήταν ο Χριστόδουλος Γαλανός, με δωρεές του οποίου κατασκευάστηκαν σχολεία και βιβλιοθήκες. Μάλιστα, χρηματοδότησε την κατασκευή του νοσοκομείου του Ναϊρόμπι τη δεκαετία του ’50 και για αυτό το λόγο παρασημοφορήθηκε από τη βασίλισσα Ελισάβετ.
Άλλοι Έλληνες άφησαν με διαφορετικό τρόπο το στίγμα τους, καθώς είχαν ανάμειξη στις απόπειρες των ντόπιων να αποτινάξουν τη βρετανική κυριαρχία.
«Ο Βασίλης Κουτλής, ο οποίος είχε καταγωγή από το Πλωμάρι της Λέσβου, ήταν έμπορος ο οποίος είχε έρθει στα τέλη του 19ου αιώνα στην περιοχή. Προμήθευε με όπλα τους Κενυάτες και μάλιστα οι Βρετανοί τον είχαν επικηρύξει το 1905 για αυτή του τη δράση. Ευτυχώς για τον ίδιο, δεν κατάφεραν να τον συλλάβουν», επισημαίνει ο συγγραφέας.
Σε ό,τι αφορά την Ουγκάντα, η παρουσία των Ελλήνων ήταν ισχνή, στο πλαίσιο της εμπορικής τους δραστηριότητας στα τέλη του 19ου αιώνα. «Υπήρχαν Έλληνες οι οποίοι έφταναν μέχρι τη λίμνη Βικτώρια και πωλούσαν τα εμπορεύματά τους. Και μετά γύριζαν πίσω στη βάση τους που ήταν η Κένυα», εξηγεί ο κ. Χαλδαίος. Σήμερα, υπάρχουν 4 Έλληνες στην Ουγκάντα που ασχολούνται με το εμπόριο καφέ.
Γεωργία Χατζηγεωργίου