Στην Ευρώπη, αυξάνονται οι φωνές που ζητούν επανερμηνεία ή μεταρρύθμιση της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ), ενός θεμελιώδους μεταπολεμικού κειμένου που βρίσκεται σήμερα υπό πίεση λόγω μεταναστευτικών ροών και συζητήσεων σχετικά με την εθνική κυριαρχία έναντι της εξουσίας του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΔΔΑ) στο Στρασβούργο.
Η ΕΣΔΑ δημιουργήθηκε το 1950, εμπνευσμένη από το όραμα του Ουίνστον Τσόρτσιλ για μια δημοκρατική Ευρώπη, και αποτελεί μία από τις παλαιότερες δεσμευτικές συνθήκες για τα ανθρώπινα δικαιώματα στην ήπειρο. Διασφαλίζει το δικαίωμα στη ζωή, την ελευθερία, τη δίκαιη δίκη, την ιδιωτικότητα, την ελευθερία έκφρασης και την προστασία από βασανιστήρια.
Η σύμβαση υπάγεται στο Συμβούλιο της Ευρώπης (Council of Europe – CoE), ξεχωριστά από την Ευρωπαϊκή Ένωση, και οι αποφάσεις της εφαρμόζονται από το ΕΔΔΑ, οι οποίες είναι δεσμευτικές για τα 46 κράτη-μέλη του CoE. Το Δικαστήριο του Στρασβούργου έχει συχνά δεχθεί επικρίσεις για αποφάσεις που συγκρούονται με εθνικές πολιτικές.
Το 2005, το ΕΔΔΑ έκρινε ότι η γενική απαγόρευση ψήφου των φυλακισμένων στη Βρετανία παραβίαζε το δικαίωμα στις ελεύθερες εκλογές, μια απόφαση που οι επικριτές θεώρησαν υπέρβαση των αρμοδιοτήτων του Δικαστηρίου και παρέμβαση στην εξουσία του Κοινοβουλίου. Το 2011, διαπιστώθηκε ότι το Βέλγιο και η Ελλάδα παραβίασαν τα δικαιώματα ενός Αφγανού αιτούντος άσυλο επιστρέφοντάς τον σε υποβαθμισμένες συνθήκες στην Αθήνα, αμφισβητώντας τον κανόνα της ΕΕ ότι η πρώτη χώρα εισόδου πρέπει να χειρίζεται τις αιτήσεις ασύλου.
Τους τελευταίους μήνες, η πίεση εντάθηκε στη Βρετανία, όπου η κυβέρνηση αντιμετωπίζει ρεκόρ μετανάστευσης και έντονες συζητήσεις για τις παράνομες διελεύσεις. Ο πρωθυπουργός Σερ Κιρ Στάρμερ έχει αποκλείσει την αποχώρηση από την ΕΣΔΑ, αλλά στις 3 Αυγούστου ανέφερε ότι η Βρετανία πρέπει να διασφαλίσει ότι η σύμβαση είναι «κατάλληλη για τις συνθήκες που αντιμετωπίζουμε αυτή τη στιγμή». Το Συντηρητικό Κόμμα διέταξε αναθεώρηση ενδεχόμενης αποχώρησης, ενώ το κόμμα Reform UK ζήτησε την αντικατάσταση της σύμβασης με εσωτερικό νομοσχέδιο για τα δικαιώματα.
Εκκλήσεις για μεταρρύθμισης σε όλη την Ευρώπη
Η πίεση αυτή επεκτείνεται πέρα από τη Βρετανία. Τον Μάιο, εννέα κράτη-μέλη της ΕΕ, με επικεφαλής την Ιταλία και τη Δανία, απέστειλαν ανοικτή επιστολή καλώντας σε αναθεώρηση του τρόπου ερμηνείας των διατάξεων της ΕΣΔΑ από το ΕΔΔΑ. Οι ηγέτες επισήμαναν ότι πρόσφατες αποφάσεις περιορίζουν συχνά την ικανότητα των κυβερνήσεων να λαμβάνουν δημοκρατικές αποφάσεις για θέματα ασφάλειας και μετανάστευσης.
Στην επιστολή ανέφεραν ότι η ανάπτυξη της ερμηνείας του Δικαστηρίου έχει, σε ορισμένες περιπτώσεις, περιορίσει τη δυνατότητά τους να λαμβάνουν πολιτικές αποφάσεις στις δικές τους δημοκρατίες, προειδοποιώντας ότι τέτοιοι περιορισμοί μπορεί να εμποδίσουν τις κυβερνήσεις να προστατεύσουν τις κοινωνίες τους από σύγχρονες προκλήσεις. Οι υπογράφοντες, μεταξύ των οποίων η Αυστρία, το Βέλγιο, η Τσεχία, η Εσθονία, η Λετονία, η Λιθουανία και η Πολωνία, αναφέρθηκαν σε υποθέσεις απέλασης αλλοδαπών που είχαν καταδικαστεί για εγκλήματα, υποστηρίζοντας ότι η εφαρμογή της σύμβασης «οδήγησε στην προστασία των λάθος ανθρώπων και επέβαλε υπερβολικούς περιορισμούς στην ικανότητα των κρατών να αποφασίζουν ποιον θα απελάσουν».
Σε απάντηση, ο γενικός γραμματέας του CoE, Αλέν Μπερσέ, δήλωσε ότι ο διάλογος είναι υγιής αλλά προειδοποίησε να μην πολιτικοποιείται το Δικαστήριο του Στρασβούργου, τονίζοντας ότι οι θεσμοί που προστατεύουν τα θεμελιώδη δικαιώματα δεν πρέπει να λυγίζουν υπό πολιτικούς κύκλους ούτε να χρησιμοποιούνται ως όπλα εναντίον ή υπέρ κυβερνήσεων.

Στη Βρετανία, οι υποστηρικτές της ΕΣΔΑ επισημαίνουν ότι η σύμβαση στηρίζει συμφωνίες όπως η Συμφωνία της Μεγάλης Παρασκευής του 1998, που έθεσε τέλος σε δεκαετίες συγκρούσεων στη Βόρεια Ιρλανδία, και ότι η αποχώρηση θα πλήξει την αξιοπιστία του Ηνωμένου Βασιλείου και θα αποδυναμώσει την προστασία των δικαιωμάτων. Στην ΕΕ, φορείς για τα δικαιώματα τονίζουν ότι η σύμβαση κατοχυρώνει ελάχιστα, αμετάβλητα δικαιώματα για όλους, συμπεριλαμβανομένων των απόλυτων απαγορεύσεων βασανιστηρίων και απάνθρωπης μεταχείρισης που δεν μπορούν να ανασταλούν υπό καμία συνθήκη.
Ο διευθυντής της δεξαμενής σκέψης UK in a Changing Europe («Το Ηνωμένο Βασίλειο σε μια Ευρώπη που αλλάζει»), Ανάντ Μένον, δήλωσε στην εφημερίδα The Epoch Times ότι η αύξηση της συζήτησης γύρω από την ΕΣΔΑ μπορεί να συνδέεται με τρεις παράγοντες: την αυξανόμενη εκλογική σημασία της μετανάστευσης, τη μεγαλύτερη παγκόσμια κινητικότητα πληροφοριών και την αδύναμη οικονομική απόδοση της Ευρώπης τα τελευταία δύο δεκαετίες. Σύμφωνα με τον Μένον, αυτό επηρεάζει την στάση του κοινού, ενώ αναγνώρισε την πραγματική πρόκληση που δημιουργεί ο αριθμός των μεταναστών που προσπαθούν να φτάσουν στην Ευρώπη και τη Βρετανία.
Η ευρωπαϊκή συνοριακή υπηρεσία Frontex ανακοίνωσε στις 7 Αυγούστου ότι οι παράνομες διελεύσεις συνόρων στην ΕΕ έφτασαν τις 95.200 τους πρώτους επτά μήνες του 2025. Στη Βρετανία, έχουν καταγραφεί μέχρι στιγμής περισσότερες από 29.000 παράνομες διελεύσεις της Μάγχης, παράλληλα με αυξανόμενο αριθμό αιτήσεων ασύλου σε εκκρεμότητα.

Οι ευρωπαίοι ηγέτες ανέφεραν στην ανοικτή επιστολή ότι, παρά τις πολιτικές διαφορές τους —από την δεξιά πρωθυπουργό της Ιταλίας Τζόρτζια Μελόνι μέχρι την κεντροαριστερή πρωθυπουργό της Δανίας Μέττε Φρεντερίκσεν— μοιράζονται κοινή άποψη ότι οι διεθνείς συνθήκες πρέπει να επανεξεταστούν για να ανταποκριθούν στις προκλήσεις του σήμερα. Ο Μένον σημείωσε ότι το ζήτημα δεν είναι ζήτημα αριστεράς–δεξιάς, αλλά αναγνώριση ότι οι ρυθμίσεις που θεσπίστηκαν τη δεκαετία του 1940 και του 1950 μπορεί να μην είναι πλέον κατάλληλες για το 2025.
Η ΕΣΔΑ και τα όριά της
Η Ευρωπαϊκή Σύμβαση για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ) δεν αποτελεί κώδικα μετανάστευσης, ωστόσο οι προστασίες της αναδεικνύονται συχνά σε στάδιο απέλασης, όταν οι απελάσεις κινδυνεύουν να παραβιάσουν απόλυτα δικαιώματα (όπως το Άρθρο 3) ή περιορισμένα δικαιώματα, όπως το Άρθρο 8 για την οικογενειακή και ιδιωτική ζωή.
Η Γερμανία πρόσφατα δοκίμασε αυτά τα όρια. Στις 27 Ιουνίου, το Bundestag (η κάτω Βουλή του Ομοσπονδιακού Κοινοβουλίου της Γερμανίας) ψήφισε την προσωρινή αναστολή για δύο χρόνια του δικαιώματος των ατόμων με καθεστώς δευτερεύουσας προστασίας να φέρουν τις οικογένειές τους. Οι επικριτές προειδοποίησαν ότι η αναστολή ενδέχεται να παραβιάζει το Άρθρο 8, ενώ το Βερολίνο υποστήριξε ότι πρόκειται για αναλογική απάντηση σε περιορισμούς χωρητικότητας. Δεδομένου ότι η Γερμανία δεν ανέστειλε ή παραβίασε επισήμως την ΕΣΔΑ, η πολιτική μπορεί ακόμα να αμφισβητηθεί δικαστικά από όποιον θεωρεί ότι παραβιάζει το δικαίωμα στην οικογενειακή ζωή.
Η ΕΣΔΑ περιλαμβάνει 18 βασικές διατάξεις που διασφαλίζουν θεμελιώδη δικαιώματα, με επιπλέον δικαιώματα μέσω 16 πρωτοκόλλων για τη βελτίωση της λειτουργίας του ΕΔΔΑ. Τα κράτη μπορούν να επιλέξουν την επικύρωση αυτών των πρωτοκόλλων, αν και δεν δεσμεύονται όλα τα κράτη από όλα αυτά. Για παράδειγμα, το Ηνωμένο Βασίλειο, η Τουρκία και η Ελλάδα δεν αποδέχθηκαν ποτέ το Πρωτόκολλο 4, το οποίο απαγορεύει την απέλαση υπηκόων, παρέχει το δικαίωμα εισόδου σε μια χώρα και απαγορεύει τις μαζικές απελάσεις αλλοδαπών.
Ένα άτομο μπορεί να προσφύγει στο ΕΔΔΑ μόνο αφού εξαντλήσει όλα τα ένδικα μέσα στη χώρα του, καθιστώντας το ΕΔΔΑ «τελευταίο καταφύγιο» για τα ανθρώπινα δικαιώματα.
Η δύναμη των προσωρινών μέτρων
Στις επείγουσες περιπτώσεις, το ΕΔΔΑ μπορεί να εκδίδει προσωρινά μέτρα, γνωστά και ως διαταγές Κανόνα 39, όταν υπάρχει άμεσος κίνδυνος ανεπανόρθωτης βλάβης—όπως βασανιστήρια, θάνατος ή ταπεινωτική μεταχείριση. Οι διαταγές αυτές είναι προσωρινές και δεν αποφασίζουν την ουσία της υπόθεσης, αλλά έχουν νομική δεσμευτικότητα.
Το σχέδιο της Βρετανίας, που ανακοινώθηκε τον Απρίλιο του 2022, για μεταφορά ορισμένων αιτούντων άσυλο στη Ρουάντα, έφερε στο επίκεντρο αυτή τη δυνατότητα. Δύο μόλις μήνες αργότερα, το ΕΔΔΑ εξέδωσε διαταγή Κανόνα 39 που μπλόκαρε την πρώτη προγραμματισμένη πτήση, πυροδοτώντας σειρά εσωτερικών νομικών προσφυγών.
Τα βρετανικά δικαστήρια κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι η πολιτική ήταν παράνομη, με το Ανώτατο Δικαστήριο να αποφασίζει τον Νοέμβριο του 2023 ότι η Ρουάντα δεν ήταν ασφαλής προορισμός, παρά τις προσπάθειες της κυβέρνησης να προχωρήσει στο σχέδιο. Αντίθετα, οι Ηνωμένες Πολιτείες—εκτός του συστήματος της ΕΣΔΑ—συμφώνησαν τον Αύγουστο με τη Ρουάντα να δεχθεί έως 250 απελαθέντες που δεν είναι ούτε πολίτες των ΗΠΑ ούτε της Ρουάντας. Αργότερα τον ίδιο μήνα, η εκπρόσωπος της ρουανδικής κυβέρνησης, Γιολάντε Μακόλο, επιβεβαίωσε ότι επτά άτομα είχαν ήδη παραληφθεί.
Σχολιάζοντας τη διαφορά μεταξύ των δύο πλευρών του Ατλαντικού, ο Ρόμπερτ Ουλντς, διευθυντής της βρετανικής δεξαμενής σκέψης Bruges Group, δήλωσε στην Epoch Times ότι οι ΗΠΑ είναι πιο πρόθυμες να ενεργήσουν μονομερώς για την υπεράσπιση των συμφερόντων τους. Σύμφωνα με τον Ουλντς, οι Αμερικανοί είναι έτοιμοι να υπερασπιστούν τα σύνορά τους και να μην δεσμεύονται από συνθήκες που δεν υπηρετούν πλέον το εθνικό τους συμφέρον. Αντίθετα, όπως ανέφερε, στη Βρετανία εξακολουθούν να «κρατούνται στην ψευδαίσθηση της παγκόσμιας ηγεσίας» πράττοντας πράγματα που τους βλάπτουν με την ελπίδα να κερδίσουν εκτίμηση από άλλες χώρες.
Η καθηγήτρια Ευρωπαϊκού Δικαίου στο Πανεπιστήμιο του Κέιμπριτζ, Κάθριν Μπάρναρντ, σημείωσε ότι το πολιτικό κόστος μιας αποχώρησης από την ΕΣΔΑ για τη Βρετανία θα ήταν σημαντικό. Εξήγησε ότι η χώρα, ως ιδρυτικό μέλος με ισχυρό ιστορικό συμμόρφωσης, θα έχανε την ηθική της αυθεντία στα ανθρώπινα δικαιώματα σε περίπτωση αποχώρησης. Η Μπάρναρντ επισήμανε ακόμη ότι η αποχώρηση θα μπορούσε να υπονομεύσει τη Συμφωνία της Μεγάλης Παρασκευής, η οποία βασίζεται στη συμμετοχή Ηνωμένου Βασιλείου (ΗΒ) και Ιρλανδίας στην ΕΣΔΑ, και να παραβιάσει τη Συμφωνία Εμπορίου και Συνεργασίας ΕΕ–ΗΒ, όπου οι δεσμεύσεις για τα ανθρώπινα δικαιώματα αποτελούν «ουσιώδες στοιχείο».
Για να βρει η Βρετανία τρόπο μεταρρύθμισης της ΕΣΔΑ, η Μπάρναρντ τόνισε ότι θα χρειαστεί να προωθήσει νέα πρωτόκολλα ή δηλώσεις εντός του πλαισίου της σύμβασης, προσθέτοντας ότι μέχρι στιγμής η κυβέρνηση του Γουέστμινστερ έχει προσφέρει ελάχιστη σαφήνεια πάνω σε αυτό.
Δικαστική κυριαρχία
Η σύγκρουση μεταξύ δικαστικής κυριαρχίας και υπερεθνικού ελέγχου παραμένει ένα επαναλαμβανόμενο ζήτημα, καθώς τα κράτη-μέλη της ΕΣΔΑ συχνά αντιδρούν σε αποφάσεις που θεωρούν πολιτικά ευαίσθητες ή παρεμβατικές στις εσωτερικές διαδικασίες λήψης αποφάσεων.
Το 2021, η Δανία πέρασε νόμο που επιτρέπει τη μεταφορά αιτούντων άσυλο σε τρίτες χώρες για επεξεργασία των αιτήσεων, εμπνευσμένη από τα μοντέλα τύπου Ρουάντα. Το μέτρο, που δεν έχει ακόμη εφαρμοστεί, θα μπορούσε να δοκιμάσει τα όρια της σύμβασης, ενδεχομένως παραβιάζοντας το Άρθρο 3 για απάνθρωπη μεταχείριση και το Άρθρο 8 για την οικογενειακή ζωή, προκαλώντας έκδοση έκτακτων διαταγών Κανόνα 39 από το Στρασβούργο.

Το Βέλγιο αντιμετωπίζει επίσης νομικές εντάσεις. Ο Τυνήσιος υπήκοος Νιζάρ Τραμπέλσι, καταδικασμένος για τρομοκρατία, επέστρεψε στο Βέλγιο τον Αύγουστο μετά από χρόνια νομικών αγώνων και κράτησης στις ΗΠΑ, όπου είχε εκδοθεί παρά την απόφαση του ΕΔΔΑ. Στις 3 Σεπτεμβρίου, η υπουργός Μετανάστευσης του Βελγίου, Άνιλιν βαν Μποσούιτ, δήλωσε στο δημόσιο ραδιοτηλεοπτικό φορέα VRT ότι ο Τραμπέλσι θα πρέπει πλέον να σταλεί «το συντομότερο δυνατό» στην Τυνησία. Η ίδια υπογράμμισε ότι την απασχολεί κυρίως ο κίνδυνος που ενδέχεται να αποτελεί το άτομο για την ασφάλεια των πολιτών.
Στη Βρετανία, ο πρώην υπουργός Εσωτερικών του Εργατικού Κόμματος, Τζακ Στροου, δήλωσε τον Αύγουστο στη Financial Times ότι η χώρα θα πρέπει να «αποσυνδέσει» το δίκαιό της από την ΕΣΔΑ για να επιτραπεί η απέλαση περισσότερων μεταναστών μέσω μικρών σκαφών, υποστηρίζοντας ότι η «χρήση ή κατάχρηση» της σύμβασης δεν είχε προβλεφθεί τη δεκαετία του 1990.
Ο Ουλντς τόνισε ότι το Κοινοβούλιο, και όχι ένα ξένο δικαστήριο, πρέπει να ορίζει τα δικαιώματα και τα όριά τους, ενώ η Μπάρναρντ σημείωσε ότι χωρίς εξωτερικό έλεγχο, τα κράτη θα «βαθμολογούν τη δική τους δουλειά».
Μελλοντικά, ο Μένον εκτίμησε ότι το βασικό ζήτημα για τη Βρετανία θα είναι το πόσο θα αγκαλιάσει η κυβέρνηση τη ρητορική της μεταρρύθμισης της ΕΣΔΑ. Τόνισε ότι τα ανθρώπινα δικαιώματα δεν αποτελούν μείζον δημόσιο ζήτημα από μόνα τους και ότι οι προτάσεις του Εργατικού Κόμματος για προσαρμογή του τρόπου εφαρμογής των αποφάσεων της ΕΣΔΑ από τα βρετανικά δικαστήρια είναι απίθανο να επηρεάσουν συνολικά τον αριθμό των μεταναστών. Ο Μένον επισήμανε ότι η πραγματική δοκιμασία θα είναι εάν το Εργατικό Κόμμα θα κινηθεί περισσότερο προς τη μεταρρύθμιση αυτού του ζητήματος τα επόμενα τρία ή τέσσερα χρόνια.