Βρετανικά και αμερικανικά πολεμικά αεροσκάφη συμμετείχαν σε μια συντονισμένη στρατιωτική επιχείρηση κατά των Χούθι ανταρτών στην Υεμένη, σύμφωνα με ανακοίνωση που δημοσιοποίησε σήμερα το Υπουργείο Άμυνας της Βρετανίας. Η επιχείρηση αυτή επικεντρώθηκε στην εξουδετέρωση στρατηγικών στόχων που σχετίζονται με την ανάπτυξη και χρήση drones από την ομάδα Χούθι, η οποία ελέγχει μεγάλα τμήματα της χώρας, κυρίως στο βόρειο και δυτικό τμήμα της Υεμένης.
Σύμφωνα με το δελτίο Τύπου του βρετανικού Υπουργείου Άμυνας, οι επιθέσεις πραγματοποιήθηκαν τη νύχτα, σε περιοχές νότια της Σανάα, της πρωτεύουσας της Υεμένης, όπου οι Χούθι φαίνεται να παράγουν και να αποθηκεύουν drones και άλλους τύπους μη επανδρωμένων αεροσκαφών. Η απόφαση για την ώρα και τον στόχο των επιθέσεων ήταν στρατηγικής σημασίας, καθώς εκτιμήθηκε ότι οι βολές βομβών θα μειώσουν τις πιθανότητες παράπλευρων απωλειών και θα περιορίσουν την απειλή για τους αμάχους στην περιοχή.
Τα βρετανικά αεροσκάφη τύπου Eurofighter Typhoon FGR4, τα οποία χρησιμοποιούν βομβαρδιστικά όπλα ακριβείας Paveway IV, πραγματοποίησαν την επίθεση με απόλυτη ακρίβεια, επιτυγχάνοντας την εξουδετέρωση των στόχων τους. Αξιοσημείωτο είναι ότι τα αεροσκάφη επέστρεψαν με ασφάλεια στη βάση τους μετά την ολοκλήρωση της αποστολής.
Το Πεντάγωνο, για την πλευρά των Ηνωμένων Πολιτειών, ανακοίνωσε χθες ότι από την 15η Μαρτίου, οι αμερικανικές δυνάμεις έχουν εξαπολύσει επιθέσεις εναντίον περισσότερων από 1.000 στόχων στην Υεμένη, ως μέρος μιας μεγάλης κλίμακας στρατιωτικής επιχείρησης κατά των Χούθι. Η επιχείρηση αυτή περιλαμβάνει αεροπορικές επιδρομές, βομβαρδισμούς και άλλες στρατιωτικές δράσεις, με στόχο την εξάλειψη της στρατιωτικής και επιμελητειακής υποδομής των Χούθι, οι οποίοι έχουν διαταράξει την εσωτερική σταθερότητα της Υεμένης και απειλούν τις γειτονικές χώρες της περιοχής, όπως η Σαουδική Αραβία.
Η ένταση στην Υεμένη παραμένει υψηλή, καθώς η στρατιωτική σύγκρουση μεταξύ των Χούθι και των διεθνώς αναγνωρισμένων κυβερνητικών δυνάμεων της χώρας συνεχίζεται, ενώ η ανθρωπιστική κρίση επιδεινώνεται. Η διεθνής κοινότητα παρακολουθεί τις εξελίξεις, ενώ οι πιέσεις για διαπραγματεύσεις και εκεχειρία συνεχώς αυξάνονται.