Η Ευρωπαϊκή Ένωση ανακοίνωσε την Τετάρτη ότι κατέληξε σε συμφωνία για τη μείωση των εκπομπών άνθρακα κατά 90% έως το 2040, με πιο ευέλικτους ωστόσο στόχους από τους αρχικά προτεινόμενους. Η συμφωνία επιτεύχθηκε ύστερα από ολονύχτια συζήτηση, παραμονή της συνόδου κορυφής του ΟΗΕ για το κλίμα στη Βραζιλία.
Τρεις χώρες – η Ουγγαρία, η Σλοβακία και η Πολωνία – ψήφισαν κατά, υποστηρίζοντας ότι το μέτρο θα πλήξει την ανταγωνιστικότητα των εγχώριων βιομηχανιών. Παρ’ όλα αυτά, η αντίθεσή τους δεν στάθηκε ικανή να μπλοκάρει την απόφαση, καθώς απαιτούνταν η στήριξη τουλάχιστον 15 από τα 27 κράτη-μέλη.
Η συμφωνία περιλαμβάνει έναν συμβιβασμό που επιτρέπει στα κράτη-μέλη να αγοράζουν διεθνώς πιστώσεις άνθρακα ώστε να επιτύχουν τους στόχους τους. Ουσιαστικά, αυτό σημαίνει ότι οι πλουσιότερες χώρες μπορούν να διατηρούν ελαφρώς υψηλότερα επίπεδα εκπομπών, εφόσον πληρώνουν το αντίτιμο. Ωστόσο, οι πιστώσεις CO₂ έχουν βρεθεί επανειλημμένα στο επίκεντρο σκανδάλων, καθώς αρκετά ακριβά έργα δεν απέδωσαν τα περιβαλλοντικά οφέλη που υπόσχονταν.
Η Φινλανδία, η Γερμανία, η Ισπανία και η Ολλανδία υποστήριξαν την ανάγκη για μεγαλύτερες περικοπές εκπομπών, ενώ ορισμένες περιβαλλοντικές οργανώσεις επέκριναν την παραχώρηση που επιτρέπει την αγορά πιστώσεων άνθρακα, θεωρώντας ότι έτσι η Ένωση «εξάγει» τις υποχρεώσεις της σε τρίτους.
Φόβοι για αποβιομηχάνιση
Παρότι η συμφωνία θεωρείται από κάποιους ανεπαρκής, πολιτικοί διαφορετικών παρατάξεων εξέφρασαν τη σκέψη ότι οι στόχοι είναι «υπερβολικά φιλόδοξοι» για να επιτευχθούν μέσα στα επόμενα 15 χρόνια.
Ο Πέτερ Λήζε (Peter Liese), ανώτερο μέλος του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, είχε δηλώσει τον Απρίλιο στο πρακτορείο Reuters ότι πολλοί, τόσο στο Συμβούλιο όσο και στο Κοινοβούλιο, θεωρούν τον στόχο του 90% «πολύ φιλόδοξο, ίσως υπερβολικά φιλόδοξο». Σύμφωνα με τον Γερμανό πολιτικό, εάν ο στόχος εφαρμοστεί χωρίς καμία ευελιξία, θα οδηγήσει σε αποβιομηχάνιση. Ο Λήζε εκπροσωπεί τη Χριστιανοδημοκρατική Ένωση (CDU), που ανήκει στο Ευρωπαϊκό Λαϊκό Κόμμα (EPP).
Ο Τσέχος ευρωβουλευτής Oντρέι Κνότεκ (Ondrej Knotek), μέλος του κινήματος ANO (Akce nespokojených občanů – «Δράση των Απογοητευμένων Πολιτών»), εξέφρασε την αντίθεσή του στη συμφωνία μέσω ανάρτησης στην πλατφόρμα X. Επεσήμανε ότι οι υπουργοί συμφώνησαν σε μείωση 5% των εκπομπών εκτός ΕΕ και 85% εντός, κάτι που, όπως υποστήριξε, ουσιαστικά «χαλαρώνει» τον στόχο από 87% σε 85%. Κατά τον ίδιο, ακόμη και αυτός ο μειωμένος στόχος συνεπάγεται ένα ταχύτερο Πράσινο Σύμφωνο, με αρνητικό αντίκτυπο στην οικονομία και στο εισόδημα των πολιτών, ενώ οι υποσχόμενες παραχωρήσεις «δεν αξίζουν το τίμημα».

Οι υπουργοί Περιβάλλοντος της ΕΕ διαπραγματεύονταν μέχρι τις πρώτες πρωινές ώρες της Τετάρτης, πριν καταλήξουν στη συμφωνία. Το επόμενο βήμα είναι η ψήφιση του μέτρου από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και οι τελικές διαπραγματεύσεις με το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο πριν καταστεί νόμος.
Αυξανόμενος σκεπτικισμός
Ο Ευρωπαίος επίτροπος για το Κλίμα, το Μηδενικό Αποτύπωμα και την Πράσινη Ανάπτυξη, Βόπκε Χούκστρα (Wopke Hoekstra), τόνισε ότι ο συμβιβασμός ήταν αναγκαίος, δεδομένων των γεωπολιτικών και οικονομικών συνθηκών. Επεσήμανε ότι η Ευρώπη θα συνεχίσει να προωθεί δράσεις για το κλίμα, αλλά αυτές πρέπει να συνδυάζονται με την ενεργειακή ανεξαρτησία και την ανταγωνιστικότητα, υπογραμμίζοντας πως «κανένα από τα τρία δεν μπορεί να υπάρξει χωρίς τα άλλα».
Τα Ηνωμένα Έθνη έχουν ζητήσει από όλες τις κυβερνήσεις να υποβάλουν τα εθνικά τους σχέδια για το κλίμα έως το 2035, πριν από τη σύνοδο COP30 που ξεκινά την Πέμπτη στη Βραζιλία.
Η σύνοδος αναμένεται να αποτελέσει δοκιμασία για τη βούληση των μεγάλων οικονομιών να τηρήσουν τις δεσμεύσεις τους, παρά την αντίθεση που εκφράζεται κυρίως από τις Ηνωμένες Πολιτείες. Τον Σεπτέμβριο, ο πρόεδρος Ντόναλντ Τραμπ είχε χαρακτηρίσει την κλιματική αλλαγή «τη μεγαλύτερη απάτη που έχει ποτέ επιβληθεί στην ανθρωπότητα» και κάλεσε τις χώρες να «απαλλαγούν από αυτή την πράσινη απάτη».
Βαθιές και μακροπρόθεσμες επιπτώσεις
Από την υπογραφή της Συμφωνίας του Παρισιού το 2015, πολλές χώρες της ΕΕ έχουν αλλάξει κυβέρνηση, ενώ ο φόβος για πιθανές οικονομικές απώλειες και ένας αυξανόμενος σκεπτικισμός απέναντι στην ατζέντα της κλιματικής αλλαγής έχει μειώσει τον ενθουσιασμό για τις πράσινες πολιτικές.
Η εκτίναξη του κόστους των καυσίμων προκαλέσει την αντίδραση των καταναλωτών και επιχειρηματιών απέναντι στους στόχους των Μηδενικών Εκπομπών Άνθρακα, οι οποίοι ανησυχούν για τις νέες αυξήσεις τιμών που μπορεί να επιφέρουν οι πράσινες πολιτικές.
Ο Δανός υπουργός Κλίματος, Λαρς Άαγκαρντ (Lars Aagaard), υπογράμμισε ότι «ο καθορισμός ενός κλιματικού στόχου δεν είναι απλώς η επιλογή ενός αριθμού, αλλά μια πολιτική απόφαση με βαθιές και μακροπρόθεσμες επιπτώσεις για την ήπειρο». Πρόσθεσε ότι στόχος είναι οι πολιτικές να είναι εφικτές με τρόπο που θα διασφαλίζει την ανταγωνιστικότητα, την κοινωνική ισορροπία και την ασφάλεια.
Συμβιβασμοί και παραχωρήσεις
Η Ένωση συμφώνησε επίσης να χαλαρώσει ορισμένες ακόμη περιβαλλοντικές πολιτικές, μεταθέτοντας κατά έναν χρόνο (έως το 2028) την έναρξη λειτουργίας της νέας ευρωπαϊκής αγοράς εκπομπών άνθρακα.
Ως περαιτέρω συμβιβασμός, το κείμενο επιτρέπει στην ΕΕ να επανεξετάζει την πολιτική της ανάλογα με τις οικονομικές επιδόσεις των κρατών-μελών.
Χώρες όπως η Γαλλία και η Πορτογαλία ζήτησαν ευελιξία της τάξης του 5% μέσω πιστώσεων άνθρακα, ενώ άλλες, όπως η Ιταλία και η Πολωνία, πρότειναν 10%. Η Ιταλία, η Πολωνία, η Τσεχία και άλλες χώρες αντιτάχθηκαν στον αρχικό στόχο του 90%, θεωρώντας τον υπερβολικά περιοριστικό για τις βιομηχανίες που ήδη πλήττονται από το τριπλό βάρος των υψηλών ενεργειακών τιμών, των φθηνών κινεζικών εισαγωγών και των εμπορικών δασμών που έχουν επιβάλει οι Ηνωμένες Πολιτείες.
Αντίθετα, χώρες που υποστήριξαν τον αρχικό υψηλότερο στόχο, όπως η Ολλανδία, η Ισπανία και η Σουηδία, επικαλέστηκαν την αύξηση των ακραίων καιρικών φαινομένων και την ανάγκη να καλυφθεί η απόσταση από την Κίνα στην παραγωγή πράσινων τεχνολογιών.
Της Rachel Roberts
Με πληροφορίες από AP Media and Reuters








