Οι αμερικανικές τράπεζες JPMorgan Chase και Goldman Sachs σκοπεύουν να παραμείνουν στην Κίνα, παρά την επιδείνωση των σχέσεων Ουάσιγκτον–Πεκίνου, προσαρμόζοντας ωστόσο τη στρατηγική τους στη μεταβαλλόμενη πολιτική και οικονομική πραγματικότητα.
Αναλυτές εκτιμούν ότι αυτή η στάση σηματοδοτεί την είσοδο της Wall Street σε μια νέα φάση, που χαρακτηρίζεται ως «απεξάρτηση χωρίς αποσύνδεση».
Ο Ντάνιελ Πίντο (Daniel Pinto), αντιπρόεδρος της JPMorgan, δήλωσε στις 15 Οκτωβρίου ότι η μεγαλύτερη τράπεζα των Ηνωμένων Πολιτειών εξακολουθεί να επενδύει στην Κίνα, επισημαίνοντας πως, αν οι διμερείς σχέσεις ήταν καλύτερες, «το μέγεθος των δραστηριοτήτων μας θα ήταν πολλαπλάσιο από ό,τι είναι σήμερα». Όπως ανέφερε, η JPMorgan συνεχίζει τη λειτουργία της στη χώρα, διαχειριζόμενη προσεκτικά την έκθεση, το μέγεθος, τη ρευστότητα και την ποιότητα των επενδύσεών της.
Η τράπεζα απασχολεί αρκετές χιλιάδες υπαλλήλους στην Κίνα, με τον Πίντο να επισημαίνει ότι «η επιχείρηση είναι σε ικανοποιητικό επίπεδο», προσθέτοντας ότι οι Κινέζοι ρυθμιστές υπήρξαν «αρκετά συνεργάσιμοι» όσον αφορά τη χορήγηση αδειών σε ξένα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα, συμβάλλοντας στην ανάπτυξη του κινεζικού χρηματοοικονομικού τομέα.
Αντίστοιχα, η Goldman Sachs ανέφερε ότι διατηρεί σταθερή παρουσία στην κινεζική αγορά. Ο πρόεδρος της εταιρείας, Τζον Ουόλντρον (John Waldron), σημείωσε σε συνέδριο στην Ουάσιγκτον την ίδια ημέρα ότι η τράπεζα «δεν αποχωρεί από την Κίνα» και παραμένει «σταθερά ενεργή σε αυτές τις αγορές». Εξήγησε ότι η Goldman Sachs συνεργάστηκε φέτος με κινεζικές εταιρείες σε σημαντικές συναλλαγές στις κεφαλαιαγορές, υποστηρίζοντας την άντληση κεφαλαίων για επιχειρήσεις με έδρα την Κίνα.
Ο Ουόλντρον παρατήρησε επίσης ότι οι εταιρείες αναμένεται να προσαρμόσουν τη συμπεριφορά τους, καθώς οι μεταβαλλόμενες σχέσεις ΗΠΑ–Κίνας επηρεάζουν τις ροές κεφαλαίων και τις εφοδιαστικές αλυσίδες.
Οι δηλώσεις των στελεχών των δύο τραπεζών ήρθαν λίγες ημέρες μετά την ανακοίνωση των κερδών τρίτου τριμήνου, στις 9 Οκτωβρίου, που ξεπέρασαν τις προσδοκίες της Wall Street και συνοδεύτηκαν από επαναβεβαίωση της δέσμευσής τους να συνεχίσουν τις δραστηριότητες στην Κίνα.
Επανεκκίνηση της Wall Street στην Κίνα
Ο ανεξάρτητος οικονομολόγος Ντέιβι Τζ. Γουόνγκ (Davy J. Wong), με έδρα τις Ηνωμένες Πολιτείες, δήλωσε στην εφημερίδα The Epoch Times ότι το γεγονός πως οι αμερικανικές επενδυτικές τράπεζες συνεχίζουν να επενδύουν στην Κίνα, αλλά με προσαρμογές στη λειτουργία τους, σηματοδοτεί «την είσοδο της Wall Street στη φάση της ‘απεξάρτησης χωρίς αποσύνδεση’».
Αναφερόμενος στις πιθανές αλλαγές στρατηγικής, ο Γουόνγκ εκτίμησε ότι οι τράπεζες ίσως μετατοπίσουν το επίκεντρο των πελατών τους «από την εξυπηρέτηση νέων ξένων επενδυτών και τοπικών ιδιωτικών εταιρειών, προς τη στήριξη των πολυεθνικών που δραστηριοποιούνται στην Κίνα και των υπεράκτιων αναγκών κινεζικών επιχειρήσεων».
Πρόσθεσε ότι οι αμερικανικές επενδυτικές τράπεζες ενδέχεται να «περιορίσουν την παρουσία τους εντός της χώρας και να μεταφέρουν τα κέντρα διαχείρισης κινδύνου στο Χονγκ Κονγκ και τη Σιγκαπούρη», δημιουργώντας έναν «διπλό κύκλο» -τοπικό και υπεράκτιο.
Κατά τον Γουόνγκ, οι ξένες τράπεζες θα μπορούσαν να στραφούν σε προϊόντα «όπως οι συγχωνεύσεις και εξαγορές στο εξωτερικό, τα παράγωγα, η διαχείριση ρευστότητας και οι υπηρεσίες θεματοφυλακής», αντί για παραδοσιακές δραστηριότητες όπως οι εκδόσεις τίτλων και ο δανεισμός.
Σύμφωνα με τον Γουόνγκ, οι ξένες επενδυτικές τράπεζες εξακολουθούν να αποκομίζουν κέρδη στην Κίνα, παρά τις βαριές κρατικές παρεμβάσεις, λόγω των μοναδικών τους λειτουργιών για το κινεζικό καθεστώς. Όπως εξήγησε, οι αρχές «κατά καιρούς χρειάζονται τη συμμετοχή ξένων τραπεζών για να στείλουν μήνυμα ανοίγματος και σταθερότητας». Παράλληλα, «οι πολυεθνικές και οι κινεζικές εξαγωγικές εταιρείες εξαρτώνται από τα παγκόσμια δίκτυα λογαριασμών και τα κανάλια εκκαθάρισης δολαρίων των ξένων επενδυτικών τραπεζών».

Ο καθηγητής Φενγκ Τσονγκγί (Feng Chongyi) του Πανεπιστημίου Τεχνολογίας του Σίδνεϋ υπογράμμισε ότι η κινεζική οικονομία, ελεγχόμενη από το καθεστώς, δεν είναι κανονική οικονομία της αγοράς και ότι πολλές επιχειρήσεις υφίστανται τεράστιες ζημίες. Εντούτοις, ορισμένες εταιρείες που ανήκουν σε απογόνους υψηλόβαθμων αξιωματούχων του Κομμουνιστικού Κόμματος της Κίνας (ΚΚΚ) «έχουν δικούς τους τρόπους να κερδίζουν χρήματα» μέσα σε αυτό το σύστημα. Τα συμφέροντα αυτών των εταιρειών συχνά συμπίπτουν με εκείνα των ξένων τραπεζών, γεγονός που, σύμφωνα με τον Φενγκ, τους επιτρέπει «να εγγράφονται στην Κίνα και να παρέχουν υπηρεσίες που δεν επιτρέπονται σε άλλες τράπεζες».
Ο Γουόνγκ πρόσθεσε ότι «οι ξένες χρηματοπιστωτικές εταιρείες διαθέτουν ασύγκριτες δυνατότητες σε τομείς όπως η διεθνής εκκαθάριση, η θεματοφυλακή, η διαχείριση κινδύνου παραγώγων και η τιμολόγηση—τομείς που οι εγχώριοι ανταγωνιστές δεν μπορούν εύκολα να αντιγράψουν».
Εύθραυστη ισορροπία πολιτικών «κόκκινων γραμμών»
Μέσα σε αυτό το περιβάλλον, η JPMorgan Chase ανακοίνωσε στις 13 Οκτωβρίου ότι θα επενδύσει έως 10 δισ. δολάρια κυρίως σε αμερικανικές εταιρείες στους τομείς της άμυνας, της ενέργειας, των κρίσιμων ορυκτών και της προηγμένης μεταποίησης, στο πλαίσιο ενός δεκαετούς προγράμματος ύψους 1,5 τρισ. δολαρίων για τη στήριξη στρατηγικών βιομηχανιών που σχετίζονται με την εθνική ασφάλεια και ανθεκτικότητα των Ηνωμένων Πολιτειών.
Ο Γουόνγκ επεσήμανε ότι η επιλογή της JPMorgan να συνεχίζει τις δραστηριότητές της στην Κίνα, ενώ ταυτόχρονα επενδύει σε κρίσιμους τομείς των ΗΠΑ, αποδεικνύει πως η βασική στρατηγική της τράπεζας είναι να εξισορροπεί τις πολιτικές «κόκκινες γραμμές», διατηρώντας εμπορικούς δεσμούς χωρίς να παραβιάζει τα όρια της εθνικής ασφάλειας.

Η παρουσία αυτών των αμερικανικών τραπεζών στην Κίνα, κατά τον ίδιο, φανερώνει «πολύπλοκες πολιτικές διευθετήσεις σε υψηλό επίπεδο», που περιλαμβάνουν «εσωτερικό συντονισμό με το Πεκίνο, πολιτικά προνόμια και ενεργό άσκηση πιέσεων στην Ουάσιγκτον». Όπως είπε, οι τράπεζες εφαρμόζουν στρατηγικές «διαχωρισμού δραστηριοτήτων, μείωσης ευαισθησίας και ελαφρύτερων ισολογισμών» ώστε να διατηρήσουν περιθώρια ελιγμών ανάμεσα στις δύο δυνάμεις.
Αυξημένοι κίνδυνοι και πιθανές ανατροπές
Παρά την απροθυμία των ξένων τραπεζών να εγκαταλείψουν την κινεζική αγορά, οι αναλυτές προειδοποιούν ότι αντιμετωπίζουν σοβαρούς κινδύνους, ιδίως αν οι σχέσεις ΗΠΑ–Κίνας συνεχίσουν να επιδεινώνονται ή αν υπάρξει ξαφνική πολιτική αναταραχή στην Κίνα.
Οι κυριότεροι κίνδυνοι, σύμφωνα με τον Γουόνγκ, περιλαμβάνουν «έλεγχο κεφαλαίων, παγίδευση κεφαλαίων εντός της χώρας, υποτίμηση περιουσιακών στοιχείων, ρυθμιστικές επιδρομές και πολιτικές κατασχέσεις». Τόνισε ότι ο μεγαλύτερος κίνδυνος προκύπτει από «απότομες πολιτικές μεταβολές, όπως πάγωμα λογαριασμών ή αναγκαστικές κρατικές παρεμβάσεις». Για την προστασία τους, όπως είπε, οι τράπεζες χρησιμοποιούν «πολυστρωματικά υπεράκτια σχήματα, καταπιστεύματα και απομονωμένα χαρτοφυλάκια».
Ο ίδιος επισήμανε ότι οι περισσότερες ξένες τράπεζες λειτουργούν με «ελαφριά δομή ενεργητικού» και εκκαθαρίσεις εκτός Κίνας, γεγονός που καθιστά απίθανη την πλήρη απώλεια περιουσιακών στοιχείων ή κερδών.
Την ίδια στιγμή, η αμερικανική κυβέρνηση εντείνει τον έλεγχο των χρηματοδοτήσεων που ενισχύουν τη διεθνή επέκταση του κινεζικού καθεστώτος. Ο υπουργός Οικονομικών των ΗΠΑ Σκοτ Μπέσσεντ κάλεσε στις 15 Οκτωβρίου την Παγκόσμια Τράπεζα και το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο να σταματήσουν τη χρηματοδότηση προς την Κίνα.

Κατά τον Γουόνγκ, η βασική ανησυχία πίσω από αυτή την έκκληση είναι ότι «τα κεφάλαια της Παγκόσμιας Τράπεζας ανακυκλώνονται από το Πεκίνο ως δευτερογενείς δανειοδοτήσεις για τα έργα της Πρωτοβουλίας ‘Μία ζώνη, ένας δρόμος’ (Belt and Road Initiative), ενισχύοντας έτσι τη γεωπολιτική επιρροή της Κίνας».
Διευκρίνισε, ωστόσο, ότι η Παγκόσμια Τράπεζα αποτελεί πολυμερή οργανισμό αναπτυξιακού χαρακτήρα, υποκείμενο σε άμεση πολιτική καθοδήγηση, «ενώ οι τράπεζες JPMorgan και Goldman είναι ιδιωτικές οντότητες—επομένως δεν αναμένονται γενικές απαγορεύσεις».
Ο Φενγκ συμφώνησε εν μέρει, σημειώνοντας ότι «οι δυτικές κυβερνήσεις δεν μπορούν να ελέγξουν πλήρως αυτές τις μεγάλες ιδιωτικές εταιρείες, καθώς η νομοθεσία τους δεν το επιτρέπει». Υπογράμμισε ότι οποιαδήποτε απαγόρευση εις βάρος ιδιωτικών τραπεζών θα μπορούσε να επιβληθεί «μόνο υπό εξαιρετικές συνθήκες, όπως σε περίπτωση πολέμου». Επομένως, όσο η αμερικανική κυβέρνηση δεν εκδίδει απόλυτη απαγορευτική εντολή, «οι τράπεζες θα παραμείνουν στην κινεζική αγορά και θα συνεχίσουν τη δραστηριότητά τους».
Όσον αφορά τις μελλοντικές εξελίξεις, ο Γουόνγκ προέβλεψε ότι οι αμερικανικές ρυθμιστικές αρχές πιθανότατα θα προειδοποιήσουν τις εγχώριες τράπεζες να αποφεύγουν τη χρηματοδότηση έργων που θα μπορούσαν να ενισχύσουν το διεθνές οικονομικό αποτύπωμα της Κίνας. Ανέφερε ότι «η Ουάσιγκτον ενδέχεται να επιβάλει έμμεσους περιορισμούς μέσω ελέγχου επενδύσεων, καταλόγων τομέων ή κατευθυντήριων οδηγιών εποπτείας».
Με τη συμβολή του Luo Ya και πληροφορίες από το Reuters