Σχολιασμός
Το λεγόμενο οικονομικό θαύμα της Κίνας δεν εμφανίζει απλώς ρωγμές· ένας από τους βασικούς πυλώνες του καταρρέει. Όταν η Evergrande —κάποτε ο μεγαλύτερος κατασκευαστής ακινήτων της Κίνας— τελικά κατέρρευσε και διαγράφηκε από το Χρηματιστήριο του Χονγκ Κονγκ τον Αύγουστο, αποτέλεσε το τελειωτικό χτύπημα σε μια εταιρική αποτυχία πρωτοφανών διαστάσεων για την κινεζική οικονομία.
Η πτώση της Evergrande δεν αποκάλυψε μόνο ένα μοιραίο ρήγμα στο μη βιώσιμο αναπτυξιακό μοντέλο της Κίνας, που βασιζόταν υπερβολικά στην ανάπτυξη ακινήτων χωρίς την αντίστοιχη ζήτηση από την αγορά, αλλά κατέδειξε και την αποτυχία του Κομμουνιστικού Κόμματος Κίνας (ΚΚΚ) να εξασφαλίσει μακροπρόθεσμα βιώσιμη οικονομική ανάπτυξη και σταθερότητα στη χώρα.
Τώρα, με τις τιμές των ακινήτων να υποχωρούν, τη ζήτηση να συρρικνώνεται, τις οικονομικές αντιξοότητες από τους παγκόσμιους εμπορικούς εταίρους και τα αυξανόμενα σημάδια κοινωνικής δυσαρέσκειας, η αξιοπιστία του ΚΚΚ καταρρέει μπροστά στα μάτια του κινεζικού λαού.
Ακίνητα: Ο συντριμμένος πυλώνας της κινεζικής ανάπτυξης
Η κατάρρευση της Evergrande έχει ιδιαίτερη σημασία επειδή, για δεκαετίες, ο κατασκευαστικός κλάδος αντιπροσώπευε έως και το ένα τρίτο του ΑΕΠ της Κίνας. Αποτελούσε κύρια πηγή επενδύσεων, δανεισμού και εσόδων για τις τοπικές κυβερνήσεις, αλλά και μέσο επένδυσης και συνταξιοδοτικού σχεδιασμού για δεκάδες εκατομμύρια μικρές επιχειρήσεις και νοικοκυριά.
Αυτός ο πυλώνας ανάπτυξης, ωστόσο, καταρρέει.
Οι επενδύσεις σε ακίνητα καταγράφουν κατακόρυφη πτώση. Πολλές περιοχές της Κίνας αντιμετωπίζουν μεγάλα αποθέματα απούλητων κατοικιών καθώς οι αγοραστές αποχωρούν από την αγορά. Το φαινόμενο είναι εντονότερο σε μικρότερες πόλεις, παλαιότερα συγκροτήματα ή ημιτελή έργα. Η προχρηματοδότηση έργων, που αποτελούσε σημαντική πηγή κεφαλαίων για την ανάπτυξη του ιδιωτικού τομέα, έχει στερέψει.
Η πολιτική των «Τριών Κόκκινων Γραμμών» του Πεκίνου, που στόχευε στη σταθεροποίηση της αγοράς και την αποκατάσταση της εμπιστοσύνης περιορίζοντας τον δανεισμό των κατασκευαστών, είχε το αντίθετο αποτέλεσμα. Οδήγησε την Evergrande και άλλες εταιρείες σε κρίση ρευστότητας και τελικά σε πτώχευση, καθώς δεν μπορούσαν πλέον να δανείζονται απρόσκοπτα.
Επιπλέον, οι πωλήσεις γης, ζωτικής σημασίας για τη χρηματοδότηση έργων, μειώθηκαν δραματικά. Ακόμη και ολοκληρωμένα έργα παραμένουν απούλητα και ακατοίκητα, καθιστώντας τα οικονομικά μη βιώσιμα – με αποτέλεσμα ορισμένα να κατεδαφίζονται.
Αλυσιδωτές επιπτώσεις: Πλήγμα στο σκιώδες τραπεζικό σύστημα και τις τοπικές αρχές
Όπως ήταν αναμενόμενο, ο αντίκτυπος της κατάρρευσης της Evergrande επεκτάθηκε πέραν του κατασκευαστικού τομέα. Οι εταιρείες ανάπτυξης ακινήτων, συμπεριλαμβανομένης της Evergrande, βασίζονταν σε άτυπη χρηματοδότηση, επενδυτικά προϊόντα εμπιστοσύνης και προπωλήσεις. Όταν η εταιρεία απέτυχε να ανταποκριθεί στις υποχρεώσεις της, πολλοί επενδυτές βρέθηκαν με ημιτελή σπίτια ή επενδύσεις χωρίς ουσιαστική προστασία.
Σε αμέτρητες περιπτώσεις, επενδυτές της Evergrande έχασαν τεράστια ποσά, με εκατομμύρια οικογένειες να χάνουν τις οικονομίες μιας ζωής. Αυτό θέτει σε κίνδυνο τον εκτεταμένο “σκιώδη τραπεζικό τομέα” της Κίνας και τις ανεξέλεγκτες ιδιωτικές χρηματοοικονομικές υπηρεσίες.
Οι επιπτώσεις, ωστόσο, ξεπερνούν τους επενδυτές. Πολλοί δήμοι εξαρτώνται από τις πωλήσεις γης για έσοδα που χρηματοδοτούν υποδομές όπως δρόμους και σχολεία. Καθώς οι κατασκευαστές συρρικνώνονται ή χρεοκοπούν, οι συναλλαγές γης μειώνονται, αφήνοντας τις τοπικές αρχές οικονομικά ασφυκτιωμένες – μια διάσταση που σπάνια προβάλλεται από τα μέσα ενημέρωσης, αλλά γίνεται αισθητή σε ολόκληρη τη χώρα.
Υποχώρηση της διεθνούς εμπιστοσύνης
Μια ακόμη άμεση συνέπεια είναι η απώλεια εμπιστοσύνης των ξένων επενδυτών προς την Κίνα. Έρευνες –όπως αυτή του Αμερικανικού Εμπορικού Επιμελητηρίου στη Σαγκάη– δείχνουν ότι οι ξένες εταιρείες γίνονται ολοένα και πιο απαισιόδοξες για το επιχειρηματικό περιβάλλον και τις προοπτικές της χώρας.
Οι αυξανόμενοι δασμοί, η ρυθμιστική αβεβαιότητα και οι ανησυχίες για στρεβλώσεις της αγοράς από το κινεζικό καθεστώς μέσω επιδοτήσεων και περιορισμού της εταιρικής προστασίας επιβαρύνουν περαιτέρω την κινεζική οικονομία. Οι δασμοί από άλλες μεγάλες οικονομίες μειώνουν την ανταγωνιστικότητα της Κίνας στο εξωτερικό, τη στιγμή ακριβώς που η εγχώρια ζήτηση εξασθενεί. Αυτές οι πιέσεις δημιουργούν νέες ανισορροπίες που επιδεινώνουν την κρίση στον τομέα των ακινήτων.
Η κλονισμένη εμπιστοσύνη των πολιτών
Αυτές οι προκλήσεις έχουν οδηγήσει σε μια απογοητευμένη νέα γενιά, που βλέπει τους κόπους και τις θυσίες των γονιών της να εξανεμίζονται, ενώ το κυβερνών κόμμα παραμένει ανεπηρέαστο παρά τις διαδοχικές αποτυχίες του. Η απογοήτευση αυτή αποτυπώνεται στη μείωση των γάμων μεταξύ των νέων και την αντίστοιχη πτώση των γεννήσεων, οδηγώντας σε δραματική δημογραφική συρρίκνωση.
Η δημογραφική κρίση δεν επηρεάζει μόνο τη ζήτηση για ακίνητα, αλλά έχει ευρύτερες και σοβαρές οικονομικές επιπτώσεις για το μέλλον της χώρας. Χωρίς σταθερό ή αυξανόμενο πληθυσμό, η εγχώρια ζήτηση υποχωρεί, αφήνοντας σε αβεβαιότητα τις προοπτικές απασχόλησης και ευημερίας για τους νέους κάτω των 35 ετών.
Πρόσφατες έρευνες επιβεβαιώνουν αυτή την τάση. Μια δημοσκόπηση στην Γκουανγκτζού αποκάλυψε πρωτοφανώς χαμηλά επίπεδα ικανοποίησης σε διάφορους τομείς –ιδιωτική οικονομία, προοπτικές εισοδήματος, απασχόληση– αλλά οι αρχές έσπευσαν να διαγράψουν τα αποτελέσματα μόλις διαδόθηκαν στο WeChat. Αυτή η αντίδραση φανερώνει όχι μόνο τη διάχυτη δυσαρέσκεια, αλλά και την ανησυχία του καθεστώτος για τη δημόσια έκφρασή της.
Συνοπτικά, η οικονομική κατάσταση στην Κίνα πλήττει καίρια την αξιοπιστία του Σι Τζινπίνγκ και του ΚΚΚ. Οι εμφανείς αποτυχίες, όπως τα καταρρέοντα έργα ακινήτων, οι απλήρωτοι επενδυτές και οι αθετημένες υποσχέσεις, είναι αδύνατο να συγκαλυφθούν. Σε συνδυασμό με την αύξηση του κόστους ζωής, τους αποπληθωριστικούς κινδύνους, την ανεργία των νέων και τις συρρικνούμενες οικονομικές ευκαιρίες, πολλοί Κινέζοι δεν εμπιστεύονται πλέον τους ισχυρισμούς του ΚΚΚ και τις προβλέψεις του για ανάπτυξη του ΑΕΠ περίπου 5%.
Οι απόψεις που εκφράζονται σε αυτό το άρθρο ανήκουν στον συγγραφέα και δεν αντιπροσωπεύουν απαραίτητα τις θέσεις της The Epoch Times.