Στις αρχές Σεπτεμβρίου του 2025, 250 Αμερικανοί νομοθέτες από όλες τις πολιτείες των ΗΠΑ προσγειώθηκαν στο Τελ Αβίβ για μια ιστορική αποστολή που ονομάστηκε «Fifty States, One Israel» (Πενήντα Πολιτείες, Ένα Ισραήλ). Αυτό που σηματοδότησε η μεγαλύτερη αντιπροσωπεία Αμερικανών πολιτικών που έχει επισκεφθεί ποτέ το Ισραήλ αποτελεί μέρος μιας ευρύτερης στρατηγικής της ισραηλινής κυβέρνησης να ανακτήσει την υποστήριξη των ΗΠΑ, που έχει υποστεί σημαντική διάβρωση μετά την έναρξη του πολέμου στη Γάζα.
Τα στοιχεία από πολλαπλές δημοσκοπήσεις παρουσιάζουν μια δραματική αλλαγή στη στάση των Αμερικανών απέναντι στο Ισραήλ. Σύμφωνα με δημοσκόπηση των New York Times και Siena από τον Σεπτέμβριο 2025, η υποστήριξη για το Ισραήλ έχει μειωθεί κατά 13 ποσοστιαίες μονάδες από πέρυσι, φτάνοντας στο 34%, ενώ η υποστήριξη για τους Παλαιστινίους έχει αυξηθεί στο 35%. Για πρώτη φορά από το 1998, περισσότεροι Αμερικανοί συμπαθούν τους Παλαιστινίους παρά τους Ισραηλινούς.
Ακόμη πιο ανησυχητικά για το Ισραήλ είναι τα ευρήματα της Gallup, που δείχνουν ότι μόλις το 32% των Αμερικανών εγκρίνει τη στρατιωτική δράση του Ισραήλ στη Γάζα, μείωση 10 ποσοστιαίων μονάδων από τον Σεπτέμβριο του 2024. Το 60% των ερωτηθέντων εκφράζει αντίθεση.
Ιδιαίτερα εντυπωσιακή είναι η αλλαγή στάσης μεταξύ των νέων Αμερικανών. Μόλις το 9% των ατόμων ηλικίας κάτω των 35 ετών εγκρίνει τις ισραηλινές στρατιωτικές επιχειρήσεις στη Γάζα, ενώ σχεδόν το 70% των ψηφοφόρων κάτω των 30 ετών αντιτίθεται σε πρόσθετη οικονομική ή στρατιωτική βοήθεια προς το Ισραήλ.
Απέναντι σε αυτή την κρίσιμη κατάσταση, η ισραηλινή κυβέρνηση έχει δεσμεύσει πρωτοφανείς πόρους για δημόσια διπλωματία. Στον προϋπολογισμό του 2025, το υπουργείο Εξωτερικών του Ισραήλ θα λάβει 150 εκατομμύρια δολάρια για δραστηριότητες hasbara (δημόσιας διπλωματίας), ποσό που είναι περισσότερο από 20 φορές μεγαλύτερο από τις συνήθεις ετήσιες δαπάνες για τέτοιες εκστρατείες.
Το μέγεθος του ποσού προέκυψε από πολιτική συμφωνία που έκανε ο πρωθυπουργός Μπενιαμίν Νετανιάχου με τον Γεδεών Σάαρ και το κόμμα του New Hope (Νέα Ελπίδα), οι οποίοι συμφώνησαν να επιστρέψουν στον κυβερνητικό συνασπισμό με αντάλλαγμα αυτή τη χρηματοδότηση και τον διορισμό του Σάαρ ως υπουργού Εξωτερικών.
Η εκστρατεία περιλαμβάνει πολλαπλές στρατηγικές: συνεργασία με την αμερικανική εταιρεία Clock Tower για επιρροή συστημάτων τεχνητής νοημοσύνης όπως το ChatGPT, δημιουργία δικτύου influencer μέσω του Project Esther, και στοχευμένες εκστρατείες σε ευαγγελικές εκκλησίες της δυτικής Αμερικής με προϋπολογισμό έως 4,1 εκατομμύρια δολάρια.
Η αποστολή «Πενήντα Πολιτείες, Ένα Ισραήλ» αποτελεί κεντρικό στοιχείο αυτής της ευρύτερης στρατηγικής. Όπως εξήγησε ο Λιορ Χαγιάτ, αναπληρωτής γενικός διευθυντής του ισραηλινού υπουργείου Εξωτερικών για τη Βόρεια Αμερική, «οι εκπρόσωποι σε επίπεδο Πολιτείας μπορούν πραγματικά να κάνουν τη διαφορά στους δεσμούς μεταξύ Ισραήλ και Ηνωμένων Πολιτειών».
Η επιλογή να στοχεύσουν νομοθέτες Πολιτειών αντί για μέλη του Κογκρέσου δεν είναι τυχαία. Οι τοπικοί νομοθέτες, που εργάζονται στις πρωτεύουσες των Πολιτειών, θεωρούνται ιδανικοί για τη δημιουργία νέων δεσμών και την αναγνώριση της μακρόχρονης τοπικής υποστήριξης.
Η τετραήμερη αποστολή περιελάμβανε συναντήσεις με κορυφαίους Ισραηλινούς αξιωματούχους, συμπεριλαμβανομένων του πρωθυπουργού Νετανιάχου, του προέδρου Ισαάκ Χέρτσογκ και του υπουργού Εξωτερικών Σάαρ. Οι συμμετέχοντες επισκέφθηκαν ιερούς τόπους στην Ιερουσαλήμ, το μνημείο του Ολοκαυτώματος Γιαντ Βασέμ, και κοινότητες κοντά στα σύνορα με τη Γάζα που επλήγησαν από την επίθεση της 7ης Οκτωβρίου.
Παρά τη φθίνουσα δημόσια υποστήριξη, η αποστολή κατάφερε να προσελκύσει νομοθέτες και από τα δύο κόμματα. Όπως τόνισε η Έστερ Πάνιτς, Δημοκρατική εκπρόσωπος από τη Τζόρτζια και μία από τους επικεφαλής της αντιπροσωπείας, υπήρξε «εκστρατεία πίεσης για να εμποδίσει ανθρώπους, ειδικά Δημοκρατικούς, στοχοποιώντας τους — λέγοντάς τους ότι είναι πολιτική αυτοκτονία να έρθουν σε ένα τέτοιο ταξίδι».
Η συμμετοχή Δημοκρατικών νομοθετών είναι ιδιαίτερα σημαντική, δεδομένου ότι η υποστήριξη για το Ισραήλ μεταξύ των Δημοκρατικών ψηφοφόρων έχει καταρρεύσει. Σύμφωνα με την ίδια δημοσκόπηση των New York Times και Siena, το 54% των Δημοκρατικών τώρα συμπαθεί περισσότερο τους Παλαιστινίους, σε σύγκριση με μόλις 13% που νιώθει περισσότερη συμπάθεια για το Ισραήλ.
Η αποστολή «Πενήντα Πολιτείες, Ένα Ισραήλ» δεν είναι μεμονωμένο φαινόμενο. Αποτελεί μέρος ενός ευρύτερου συστήματος ισραηλινής επιρροής στην αμερικανική πολιτική που λειτουργεί εδώ και δεκαετίες. Η AIPAC (American Israel Public Affairs Committee), που αποκαλεί τον εαυτό της «America’s pro-Israel lobby» (Φιλοϊσραηλινό λόμπι Αμερικής), έχει χρηματοδοτήσει περισσότερα από το ένα τέταρτο των περίπου 4.100 ιδιωτικά χορηγούμενων ταξιδιών Αμερικανών βουλευτών στο εξωτερικό από το 2012.
Σύμφωνα με ανάλυση του Howard Center for Investigative Journalism (Κέντρο Χάουαρντ για την Ερευνητική Δημοσιογραφία), το Ισραήλ είναι ο πλέον συχνός προορισμός για ιδιωτικά χορηγούμενα ταξίδια μελών του Κογκρέσου και των βοηθών τους στο εξωτερικό. Σχεδόν τα μισά από τα σημερινά μέλη της Βουλής των Αντιπροσώπων έχουν ταξιδέψει με την AIPAC από το 2012.