Μετά τους δασμούς που επέβαλε η κυβέρνηση Τραμπ στις κινεζικές εισαγωγές για να διορθώσει δεκαετίες εμπορικών ανισορροπιών, το «εγχειρίδιο εξαγωγών» του Πεκίνου βρίσκεται ξανά στο στόχαστρο διεθνώς.
Αναλυτές υποστηρίζουν ότι οι αντιδράσεις για τη στρατηγική της «φτωχοποίησης του γείτονα» — η αύξηση των εξαγωγών εις βάρος των βιομηχανιών άλλων χωρών — την οποία εφαρμόζει η Κίνα αυξάνονται, με όλο και περισσότερα κράτη να εξετάζουν νέους δασμούς και αμυντικά μέτρα εμπορικής πολιτικής.
Το Κομμουνιστικό Κόμμα της Κίνας (ΚΚΚ) ετοιμάζεται για την ετήσια Κεντρική Διάσκεψη Οικονομικής Εργασίας, ενώ το πρόσφατο «15ο Πενταετές Σχέδιο» υπογραμμίζει εκ νέου τη φιλοδοξία του να οικοδομήσει μια «υπερδύναμη στη μεταποίηση». Ωστόσο, αναλυτές εκτιμούν ότι ο κόσμος πλέον στρέφεται ταχύτατα εναντίον αυτού του μοντέλου.
Παρά τους υψηλούς δασμούς των ΗΠΑ — που μειώθηκαν ελάχιστα, από 57% σε 47%, βάσει συμφωνίας στα τέλη Οκτωβρίου — η Κίνα έχει προσαρμοστεί. Από τότε που η κυβέρνηση Τραμπ αύξησε για πρώτη φορά τους δασμούς το 2017, οι Κινέζοι εξαγωγείς, σύμφωνα με την ίδια ανάλυση, διοχετεύουν τα προϊόντα τους μέσω χωρών χαμηλότερου εισοδήματος, μεταφέροντας τμήματα των αλυσίδων ανεφοδιασμού τους στη Νοτιοανατολική Ασία, από όπου τα στέλνουν τελικά στις Ηνωμένες Πολιτείες.
Τα επίσημα στοιχεία των κινεζικών τελωνείων, που δημοσιεύθηκαν στις 8 Δεκεμβρίου, αποτυπώνουν τις συνέπειες· οι εξαγωγές της Κίνας προς τις ΗΠΑ κατέρρευσαν κατά 28,6% τον Νοέμβριο σε ετήσια βάση. Παρ’ όλα αυτά, οι συνολικές εξαγωγές αυξήθηκαν κατά 5,9% — ξεπερνώντας τις προσδοκίες — λόγω της εκτίναξης των αποστολών προς τα κράτη-μέλη της ASEAN και προς την ΕΕ.
Οι εισαγωγές, αντίθετα, αυξήθηκαν μόλις κατά 1,9%, πολύ χαμηλότερα από τις προβλέψεις.
Σε άρθρο του στη Wall Street Journal, στις 6 Δεκεμβρίου, ο επικεφαλής σχολιαστής οικονομικών θεμάτων Γκρεγκ Ιπ (Greg Ip) επεσήμανε ότι παρόλο που ορισμένα στοιχεία ΗΠΑ-Κίνας μπορεί να είναι αλλοιωμένα από την επίσπευση εισαγωγών στην οποία προέβησαν επιχειρήσεις πριν αυξηθούν οι δασμοί, το γενικό μοτίβο είναι σαφές.
Για πέντε συνεχόμενα χρόνια οι εξαγωγές της Κίνας αυξάνονται, ενώ οι εισαγωγές της παραμένουν στάσιμες. Κατά τον Ιπ, το Πεκίνο διευρύνει το μερίδιό του στα παγκόσμια μεταποιημένα αγαθά εις βάρος της ανάπτυξης άλλων χωρών.

Σε παρόμοιο συμπέρασμα κατέληξε και η Goldman Sachs σε πρόσφατη πρόβλεψή της, υποστηρίζοντας ότι η οικονομική σχέση της Κίνας με τον υπόλοιπο κόσμο έχει μετατραπεί σε αρνητικά συσχετισμένη —δηλαδή ότι τα κέρδη της Κίνας αυξάνονται την ώρα που άλλες οικονομίες υποχωρούν.
Καθώς το Πεκίνο ωθεί τη μεταποίηση σε ακόμη πιο ανταγωνιστικά επίπεδα, προειδοποίησε η εταιρεία, θα αυξηθεί και η πίεση στις βιομηχανικές οικονομίες της Ευρώπης, της Ανατολικής Ασίας, του Καναδά και του Μεξικού.
Επιδοτήσεις και πολιτική στρατηγική
Αναλυτές υποστηρίζουν ότι αυτός ο επιθετικός εξαγωγικός προσανατολισμός δεν είναι καινούργιος, αλλά ότι έχει γίνει πιο ακραίος τα τελευταία χρόνια.
Ο Έλλιοτ Φαν (Elliot Fan), καθηγητής Οικονομικών στο Εθνικό Πανεπιστήμιο της Ταϊβάν, ανέφερε στην εφημερίδα The Epoch Times ότι το Πεκίνο έχει ωθήσει το εξαγωγοκεντρικό του μοντέλο σε «ένα ιδιαίτερα στρεβλωμένο επίπεδο», το οποίο περιλαμβάνει χειραγώγηση του κινεζικού νομίσματος και αξιοποίηση επιδοτήσεων, φοροαπαλλαγών και άλλων βιομηχανικών πολιτικών ώστε να διατηρείται τεχνητά χαμηλό το κόστος παραγωγής.
Κατά τον Φαν, αυτό οφείλεται σε δύο λόγους. Πρώτον, η οικονομία της Κίνας έχει υποχωρήσει τα τελευταία χρόνια, με αποτέλεσμα οι εξαγωγές να αποτελούν την τελευταία εναπομείνασα «μηχανή» ανάπτυξης, κάτι που προσφέρει στο καθεστώς ένα βαθμό πολιτικής νομιμότητας. Δεύτερον, το ΚΚΚ έχει συνειδητοποιήσει πως η μεταποίηση μπορεί να λειτουργήσει ως σύμβολο εθνικής ισχύος, ενώ ταυτόχρονα αποδυναμώνει τις βιομηχανίες άλλων χωρών, όπως για παράδειγμα τη ναυπηγική βιομηχανία των ΗΠΑ.
Παρατήρησε ότι αυτό το μοντέλο εφαρμόζεται εδώ και χρόνια, όμως, οι Ηνωμένες Πολιτείες δεν το ανέχονται πλέον, και άλλες χώρες επίσης δεν μπορούν να απορροφήσουν τις επιπτώσεις.
Ο Πολ Τσιου (Paul Chiou), αναπληρωτής καθηγητής Οικονομικών στο Northeastern University, δήλωσε στην Epoch Times ότι η εξαγωγική στρατηγική της Κίνας, που βασίζεται στις χαμηλές τιμές, έχει «διαταράξει ολόκληρη την παγκόσμια οικονομική τάξη», αποδυναμώνοντας την αγορά εργασίας άλλων χωρών και μειώνοντας την καινοτομία στις ξένες μεταποιητικές βιομηχανίες.
Σύμφωνα με την ανάλυση, το μοντέλο αυτό αντανακλά και τους εσωτερικούς περιορισμούς του Πεκίνου, οι οποίοι περιλαμβάνουν κατάρρευση της εγχώριας κατανάλωσης, εμβάθυνση του αποπληθωρισμού και σοβαρή βιομηχανική υπερπαραγωγή σε κλάδους όπως ο χάλυβας, τα ηλεκτρικά οχήματα και τα φωτοβολταϊκά πάνελ, μεταξύ άλλων.
Ο Τσιου επεσήμανε ότι η οικονομική στρατηγική της Κίνας παραδοσιακά δίνει προτεραιότητα στην παραγωγή αντί για την κατανάλωση.

Η αναδιοργάνωση των παγκόσμιων αλυσίδων εφοδιασμού μετά την πανδημία επιτάχυνε, σύμφωνα με τον Τσιου, αυτή τη μετατόπιση. Όπως ανέφερε, ο κόσμος κατακερματίζεται σε εμπορικά μπλοκ· οι ΗΠΑ και η ΕΕ έρχονται πιο κοντά, ενώ η Κίνα στηρίζεται πιο έντονα σε χώρες που ευθυγραμμίζονται μαζί της ή είναι επίσης απομονωμένες από τη Δύση, όπως η Ρωσία, το Ιράν, η Βόρεια Κορέα και μικρά αφρικανικά κράτη που είναι ευάλωτα σε πιέσεις. Άλλες χώρες, όπως η Ινδία, η Νοτιοανατολική Ασία και τμήματα της Λατινικής Αμερικής και της Μέσης Ανατολής, προσπαθούν να ισορροπήσουν ανάμεσα σε ανταγωνιστικές δυνάμεις.
Η οικοδόμηση διεθνούς αντίστασης
Η νεότερη Εθνική Στρατηγική Ασφαλείας (National Security Strategy) της κυβέρνησης Τραμπ, που δημοσιεύθηκε στις 4 Δεκεμβρίου, κάλεσε σε επαναεξισορρόπηση των οικονομικών σχέσεων ΗΠΑ-Κίνας και τόνισε την αρχή της αμοιβαιότητας ώστε να αποκατασταθεί η «οικονομική ανεξαρτησία της Αμερικής».
Το έγγραφο προτρέπει συμμάχους — μεταξύ των οποίων η ΕΕ, η Ιαπωνία, η Νότια Κορέα, η Αυστραλία, ο Καναδάς και το Μεξικό — να υιοθετήσουν αντίστοιχα μέτρα, υποστηρίζοντας ότι καμία περιοχή μόνη της δεν μπορεί να απορροφήσει το τεράστιο πλεόνασμα της παραγωγής της Κίνας.
Η ΕΕ φαίνεται πως ανταποκρίνεται στο κάλεσμα, σκληραίνοντας τη στάση της, όπως δείχνει και η πρόσφατη δήλωση του Γάλλου προέδρου Εμμανουέλ Μακρόν, ο οποίος επιστρέφοντας από την Κίνα διατύπωσε μία από τις ισχυρότερες προειδοποιήσεις του μέχρι σήμερα, αναφέροντας στη γαλλική οικονομική εφημερίδα Les Échos ότι το εμπορικό πλεόνασμα της Κίνας με την Ευρώπη δεν είναι βιώσιμο, καθώς το Πεκίνο εισάγει λιγότερα ευρωπαϊκά προϊόντα.
Ο Μακρόν ανέφερε ότι αν η Κίνα δεν αντιδράσει, μέσα στους επόμενους μήνες οι Ευρωπαίοι θα υποχρεωθούν να λάβουν ισχυρά μέτρα, ακολουθώντας το παράδειγμα των ΗΠΑ και εφαρμόζοντας δασμούς σε κινεζικά προϊόντα. Πρόσθεσε ότι είχε ήδη συζητήσει το ζήτημα με την πρόεδρο της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν.
Τα μεγέθη είναι αρκετά εντυπωσιακά· η Γαλλία κατέγραψε πέρυσι έλλειμμα 47 δισ. ευρώ στο εμπόριο αγαθών με την Κίνα, σύμφωνα με το Fortune Magazine, που επικαλέστηκε το γαλλικό υπουργείο Οικονομικών, ενώ κινεζικά στοιχεία έδειξαν ότι το πλεόνασμα της Κίνας με την ΕΕ έφτασε σε ιστορικό επίπεδο 122.86 δισ. ευρώ στο πρώτο εξάμηνο του τρέχοντος έτους.

Το Μεξικό, επίσης, αλλάζει πορεία: το Κογκρέσο του αναμένεται να ψηφίσει αυτή την εβδομάδα πρόταση της προέδρου Κλαούντια Σέινμπαουμ για την επιβολή νέων δασμών σε κινεζικές εισαγωγές, εξέλιξη που, όπως σημειώνεται, θεωρείται ευρέως ότι ευθυγραμμίζει περισσότερο τη χώρα με την εμπορική πολιτική των ΗΠΑ.
Ο Φαν εκτιμά ότι περισσότερες χώρες θα ακολουθήσουν, υιοθετώντας δασμολογικά και μη εμπόδια, καθώς το κινεζικό μοντέλο αποσταθεροποιεί όλο και περισσότερο τις παγκόσμιες αγορές. Κατά τον Φαν, αφού το Πεκίνο δεν είναι διατεθειμένο να αντιμετωπίσει τα προβλήματα που δημιουργεί η πλεονάζουσα παραγωγή του, η κλιμάκωση της εμπορικής σύγκρουσης είναι αναπόφευκτη.
Η αντοχή του σημερινού εμπορικού μοντέλου
Πρόσφατες αξιολογήσεις υποδηλώνουν ότι το μοντέλο ίσως έχει περιορισμένο βίο. Στον Δείκτη Βιώσιμου Εμπορίου 2025, που δημοσίευσαν το Hinrich Foundation και το World Competitiveness Center του IMD, η Κίνα κατατάχθηκε 16η ανάμεσα σε 30 μεγάλες οικονομίες, πίσω από άλλα ασιατικά οικονομικά κέντρα.
Ο δείκτης αξιολογεί χώρες με βάση την οικονομική ευελιξία, την κοινωνική ανθεκτικότητα και την περιβαλλοντική βιωσιμότητα.
Ο Τσιου υποστήριξε ότι η Κίνα υποχωρεί και στους τρεις άξονες. Όπως ανέφερε, το Πεκίνο εμφανίζει μεγάλα δημοσιονομικά ελλείμματα με μειούμενες αποδόσεις, η κατάρρευση της αγοράς ακινήτων επιδεινώνεται και οι τοπικές κυβερνήσεις αντιμετωπίζουν αυξανόμενους κινδύνους χρέους. Παράλληλα, οι αδύναμες δομές κοινωνικής προστασίας ωθούν το κινεζικό κοινό να αποταμιεύει αντί να καταναλώνει.

Κατά τον Τσιου, η προώθηση των κινεζικών εξαγωγών δεν μπορεί να προχωρήσει πολύ ακόμη. Όπως εξήγησε, βασίζεται στο δεδομένο ότι θα υπάρχουν πάντα αγοραστές στο εξωτερικό, θα υπάρχουν πάντα αγοραστές, ωστόσο η πραγματική οικονομική ευημερία εξαρτάται τελικά από την εγχώρια κατανάλωση.
]Στην Κίνα, εξήγησε, τα έσοδα από τις εξαγωγές δεν διανέμονται σε ολόκληρο τον πληθυσμό, έτσι οι απλοί πολίτες δεν απολαμβάνουν τα οφέλη της οικονομικής ανάπτυξης. Έτσι, όσο περισσότερο εξάγει η Κίνα και όσο περισσότερη παραγωγική ικανότητα χτίζει τόσο ασθενέστερη γίνεται η εγχώρια ζήτηση. Όταν οι ξένοι εμπορικοί εταίροι αυξήσουν τους εμπορικούς φραγμούς, οι κινεζικές εξαγωγές θα συναντήσουν σοβαρά εμπόδια.
Όπως σημείωσε, αν και η ενίσχυση των εξαγωγών μπορεί να λειτούργησε πριν από 30 χρόνια, οι εποχές έχουν αλλάξει και η αύξηση των εξαγωγών από μόνη της δεν μπορεί να «σώσει» την οικονομία.
Παρόμοια απαισιόδοξη εκτίμηση διατύπωσε και ο Φαν. Όπως ανέφερε, με το να διαταράσσει επανειλημμένα τους κανόνες του παγκόσμιου εμπορίου, το Πεκίνο προεξόφλησε τη διεθνή αντίδραση. Με τον καιρό, το παγκόσμιο σύστημα θα βρει μια νέα ισορροπία, πολύ λιγότερο ευνοϊκή για την Κίνα.
Κατά την εκτίμησή του, είναι αρκετά πιθανό το ΚΚΚ να βρεθεί αντιμέτωπο με μια πολύ «σκοτεινή περίοδο», επειδή όταν οι διεθνείς αγορές κλείσουν και η εγχώρια ζήτηση δεν επαρκεί, αυτό το μοντέλο είτε καταρρέει είτε εξαναγκάζεται σε μετασχηματισμό. Όπως κατέληξε, είναι ζήτημα χρόνου.
Του Michael Zhuang
Με τη συμβολή των Ning Haizhong και Yi Ru








