Αν και ο κόσμος της βυζαντινής τέχνης παραμένει μακρινός για τους Δυτικούς, η παράδοση της έχει βαθιές και πνευματικές αξίες.
Όλα άρχισαν το 330, όταν ο Αυτοκράτορας Κωνσταντίνος μετέφερε την πρωτεύουσα της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας από τη Ρώμη στο Βυζάντιο, πόλη μεταξύ της Μεσογείου και της Μαύρης Θάλασσας, στο σημείο όπου συναντώνται η Ευρώπη με την Ασία, μετονομάζοντάς τη σε Κωνσταντινούπολη.
Για περισσότερο από μία χιλιετία – από τον 4ο αιώνα περίπου μέχρι το 1453 – η θρησκευτική τέχνη άκμασε στη Βυζαντινή Αυτοκρατορία αφήνοντας πίσω θαυμαστές αγιογραφίες, ψηφιδωτά και σπουδαία αρχιτεκτονικά έργα.
Γνωστή είναι και η περίοδος της εικονομαχίας, που δίχασε τους πιστούς σε υπέρμαχους και πολέμιους των άγιων εικόνων, με αποτέλεσμα την απώλεια όχι μόνο πλήθους αριστουργημάτων αλλά και πολλών ανθρώπινων ζωών.
Την εικονομαχία ξεκίνησε ο Αυτοκράτορας Λέων Γ’ ο Ίσαυρος, το 726, όταν απομάκρυνε την εικόνα του Χριστού από την Χαλκή Πύλη του παλατιού στην Κωνσταντινούπολη. Η πράξη αυτή ήταν η πρώτη από μία μακρά σειρά βίαιων καταστροφών που επέφεραν οι εικονοκλάστες από το 726 έως το 787, και μετά πάλι από το 814 έως το 842, εξαφανίζοντας σχεδόν τον κόσμο της βυζαντινής τέχνης.
Το κύριο επιχείρημα των εικονομάχων ήταν ότι η λατρεία των εικόνων αντιστρατευόταν τη Δεύτερη Εντολή (»Δεν θα κατασκευάσεις για σένα είδωλα και κανενός είδους ομοίωμα που να αντιπροσωπεύει οτιδήποτε βρίσκεται ψηλά στον ουρανό ή εδώ κάτω στη γη ή μέσα στα νερά, κάτω απ’ τη γη – Έξοδος 20:4) – καταστρέφοντας τις εικόνες, λοιπόν, έσωζαν τους χριστιανούς από την ειδωλολατρία.
Από το μέρος τους, οι εικονολάτρες αρνούνταν αυτήν την κατηγορία. Στην περί εικόνων απολογία του, ο Ιωάννης ο Δαμασκηνός (περ. 675-749) δήλωνε ότι αν και παλαιότερα ο αόρατος, άυλος και απερίγραπτος Θεός δεν απεικονιζόταν, ωστόσο με την ενσάρκωσή Του μεταξύ των ανθρώπων η σχέση μεταξύ ορατού και αόρατου άλλαξε, και ο Θεός έδωσε στους ανθρώπους τη δυνατότητα να Τον συλλάβουν με τις αισθήσεις τους και να περιγράψουν αυτό που οι αισθήσεις τους συνέλαβαν. Μεταξύ άλλων, επεσήμανε τη διαφορά μεταξύ λατρείας της ύλης καθεαυτής και της λατρείας του Θεού μέσω της ύλης και χαρακτήρισε τις εικόνες βιβλία των αγραμμάτων.
Ο θεολόγος Κωνσταντίνος Σκουτέρης (1939-2009) γράφει στο «Ποτέ σαν θεοί» («Never as Gods: Icons and their Veneration», 1984): «Οι εικόνες ήταν πάντα αντιληπτές ως ένα ορατό Ευαγγέλιο, ως μία μαρτυρία των σπουδαίων πραγμάτων που έδωσε στον άνθρωπο ο Θεός, ενσαρκωμένος Λόγος.
Ουσία και στυλ
Οι βυζαντινοί αγιογράφοι ζούσαν με προσευχή, νηστεία και αυτοσυγκέντρωση. Υπέτασσαν το προσωπικό τους ύφος στα σχηματοποιημένα πρότυπα της βυζαντινής τέχνης όπως αυτά είχαν εξελιχθεί μέσα από αιώνες παραδόσεων. Επίσης, απέφευγαν να υπογράφουν τα έργα τους. Για να αναγνωρίσουν τις εικόνες, οι ερευνητές εξετάζουν τα υλικά που έχουν χρησιμοποιηθεί.
Αν και στους αμύητους η συγκεκριμένη τεχνοτροπία ίσως μοιάζει απλοϊκή, ιδίως σε σχέση με τις εξεζητημένες αναγεννησιακές φιγούρες και συνθέσεις, ας έχουμε υπ’ όψιν ότι ακολουθούν επί τούτου ένα ιδιάζον στυλιζάρισμα, το οποίο εξυπηρετεί τους σκοπούς του:
«Η [βυζαντινή] τέχνη δεν έχει αφηγηματική ούτε διδακτική λειτουργία, αλλά είναι απρόσωπη, τελετουργική και συμβολική: είναι ένα από τα στοιχεία του θρησκευτικού τελετουργικού. Η τοποθέτηση των εικόνων στις εκκλησίες ακολουθούσε συγκεκριμένους κανόνες και κώδικες, όπως και η λειτουργία», γράφει ο δεύτερος τόμος τού The Mitchell Beazley Library of Art (The History of Painting and Sculpture Great Traditions).
Οι μορφές μεταφέρουν την αίσθηση της θεϊκής φύσης, όχι της ανθρώπινης. Σύμφωνα με το The Oxford Companion to Art, «το Βυζάντιο περιφρονούσε τον γήινο άνθρωπο, το άτομο, δίνοντας έμφαση στο υπεράνθρωπο, το θεϊκό, το ιδανικό. Το στυλιζάρισμα των εικόνων καταστρέφει το ανθρώπινο στοιχείο και προσδίδει στις μορφές την υπερκόσμια ποιότητα των συμβόλων».
Όταν απαγορεύτηκε η απεικόνιση των προσώπων, κατά τη διάρκεια της εικονομαχίας, οι καλλιτέχνες στράφηκαν στον φυσικό κόσμο και άρχισαν να εμπνέονται από διακοσμητικά στοιχεία όπως κλήματα και φυλλώματα. Τα ψηφιδωτά και οι νωπογραφίες κυριάρχησαν στον διάκοσμο των εκκλησιών, όπου συμπληρώνονταν από πέτρινα κιονόκρανα, γείσα, ξυλόγλυπτα και ανάγλυφα στοιχεία, και σμαλτωμένες εσοχές (σμάλτα champlevé).
Εκείνη την εποχή, οι μοναχοί έθεταν τα πρότυπα διακοσμητικά θέματα κάθε μέρους της εκκλησίας, όπως παραδείγματος χάριν την Πλατυτέρα στο εσωτερικό άνω μέρος της κεντρικής κόγχης του Ιερού του ναού, και τον Χριστό Παντοκράτορα τριγυρισμένο από αρχαγγέλους, αγγέλους, προφήτες και αποστόλους στον τρούλο.
Χριστός Παντοκράτωρ
Κάθε ορθόδοξη εκκλησία έχει έναν Χριστό Παντοκράτορα ή μία παραλλαγή του – είναι η πιο διαδεδομένη εικόνα της μορφής Του. Αν και θεωρείται ότι η προσωνυμία ‘Παντοκράτωρ’ προέρχεται από τον εβραϊκό όρο El Shaddai, που επί λέξει σημαίνει ‘Παντοδύναμος’ ή ‘Κύριος των πάντων’, ο μεταφραστής της Βίβλου Τζεφ Α. Μπέννερ επισημαίνει ότι «οι τεράστιες διαφορές μεταξύ της εβραϊκής γλώσσας και των υπολοίπων καθιστούν αδύνατη την ακριβή μετάφραση του [El Shaddai]» (από το βιβλίο His Name Is One: An Ancient Hebrew Perspective on the Names of God, του Jeff A. Benner).
Ο παλαιότερος σωζόμενος Παντοκράτωρ βρίσκεται στη Μονή της Αγίας Αικατερίνης, στο Σινά, στην Αίγυπτο, και χρονολογείται από τον 6ο αιώνα. Η απομακρυσμένη θέση της Μονής έσωσε την εικόνα από τις καταστροφικές συνέπειες της εικονομαχίας.
Η ιερή εικόνα είναι ζωγραφισμένη με εγκαυστική, δηλαδή με ζεστό κερί. Αυτή η τεχνική απαιτεί γρήγορο χειρισμό των χρωμάτων (πριν κρυώσει το κερί), επιτρέπει όμως στους καλλιτέχνες να μεταφέρουν μεγάλη ζωντάνια και ρεαλιστική πιστότητα στα έργα τους (βλ. πορτραίτα Φαγιούμ). Ωστόσο, στο συγκεκριμένο έργο, το πρόσωπο του Ιησού παρουσιάζει έντονη, αφύσικη ασυμμετρία. Πρόκειται για επιλογή του καλλιτέχνη, που έχει στόχο να αποδώσει τη διττή φύση του Χριστού: τη θεϊκή και την ανθρώπινη. Το αριστερό Του μάτι κοιτάζει τον θεατή, το δεξί στρέφεται προς τον ουρανό. Ένα χρυσό φωτοστέφανο, πάνω στο οποίο αχνοφαίνονται ένας κόκκινος σταυρός και αστέρια, περιβάλλει το κεφάλι Του.
Το δεξί Του χέρι είναι υψωμένο στη χειρονομία της ευλογίας, με τα δάκτυλα να σχηματίζουν τα γράμματα Ι, Χ και C από το ΙΗϹΟΥϹ ΧΡΙϹΤΟϹ. Το IC σημαίνει τον Ιησού και τα ΙΧ τον Χριστό: “IC XC”. Με το αριστερό χέρι κρατά ένα Ευαγγέλιο, στολισμένο με λίθους.
Σύμφωνα με ορισμένους ερευνητές, στην εσοχή πίσω από τον Χριστό υπάρχουν τα γράμματα Α και Ω (το πρώτο και το τελευταίο γράμμα του ελληνικού αλφαβήτου), που σημαίνουν ότι ο Χριστός είναι η αρχή και το τέλος των πάντων.
Το στυλιζάρισμα, η σύνθεση και τα μοτίβα είναι κοινά σε όλους τους Παντοκράτορες, είτε αυτοί βρίσκονται σε κάποιο σπίτι είτε σε εκκλησία. Ένα παράταιρο στοιχείο θα διατάρρασσε το συνολικό νόημα και τη λειτουργία της εικόνας.
Αγιογραφίες
Με την πάροδο των ετών, τα ψηφιδωτά και η εγκαυστική ζωγραφική αντικαταστάθηκαν από φθηνότερες τοιχογραφίες στις εκκλησίες.
Η τοιχογραφία του Χριστού Παντοκράτορα στον τρούλο της Μονής Οσίου Λουκά στο Δίστομο, στην κεντρική Ελλάδα, αντικατέστησε ένα παλαιότερο ψηφιδωτό. Σύμφωνα με το «Sir Banister Fletcher’s A History of Architecture», η Μονή Οσίου Λουκά «μεταφέρει την καλύτερη εντύπωση που υπάρχει σήμερα οπουδήποτε για τον χαρακτήρα του εσωτερικού μιας εκκλησίας κατά τους πρώτους αιώνες μετά το τέλος της εικονομαχίας».
Φορητές εικόνες
Εκτός από τις μεγάλες εκκλησιαστικές εικόνες, οι τεχνίτες έφτιαχναν και μικρότερα έργα για προσωπική λατρεία, από απλά πέτρινα γλυπτά μέχρι περίτεχνα κοσμήματα και περίπλοκα τρίπτυχα.
Σπουδαίο δείγμα γλυπτού από στεατίτη αποτελεί ένας μικρός πέτρινος Παντοκράτορας του 14ου αιώνα, που βρίσκεται τώρα στο Μητροπολιτικό Μουσείο Τέχνης. Επιγραφές σκαλισμένες σε δύο ορθογώνια δεξιά και αριστερά σημειώνουν ότι αυτός ο Παντοκράτορας είναι ο Χριστός Αντιφωνητής που σφραγίστηκε στα νομίσματα της αυτοκράτειρας Ζωής της Πορφυρογέννητης (περ. 978-1050).
Τα στοιχεία του Χριστού Παντοκράτορα που είδαμε στις προηγούμενες εικόνες είναι όλα παρόντα και εδώ, επιδέξια τοποθετημένα σε χρυσό σμάλτο cloisonné. Τα γράμματα «OB» και «TΔ», πάνω και κάτω από τον Χριστό αντίστοιχα, υποδηλώνουν την επωνυμία «OBTΔ» (Βασιλιάς της Δόξας).
Το «Τρίπτυχο Αρμπαβίλ» παρουσιάζει τη Δέηση με αγίους. Πρόκειται για υψηλό ανάγλυφο σε ελεφαντόδοντο, που συνδυάζει την εικόνα της Δεήσεως με μορφές αγίων και Αποστόλων. Χρονικά τοποθετείται μεταξύ 940 και 960. Η Δέηση δείχνει τον Χριστό ενθρονισμένο (μια εκδοχή του Χριστού Παντοκράτορα) στο κέντρο, πλαισιωμένο από τον Άγιο Ιωάννη τον Πρόδρομο και την Παναγία, οι οποίοι προσεύχονται για την ανθρωπότητα, όπως ακριβώς και στο ψηφιδωτό της Δεήσεως της Αγίας Σοφίας. Δεξιά και αριστερά από το κεφάλι του Χριστού διακρίνονται δύο άγγελοι. Δίπλα σε κάθε μορφή, σε αυτές των πέντε αποστόλων που στέκονται κάτω από τη Δέηση καθώς και σε αυτές των αγίων που κοσμούν τα δύο φύλλα, είναι χαραγμένη η ονομασία της. Το έργο βρίσκεται στο Μουσείο του Λούβρου στο Παρίσι.
Σύμφωνα με το «The Mitchell Beazley Library of Art: Vol. II. The History of Painting and Sculpture Great Traditions»:
«Αν και η κεντρική πηγή του βυζαντινού ύφους έσβησε με την τουρκική κατάκτηση της Κωνσταντινούπολης το 1453, η τέχνη συνεχίστηκε στη Ρωσία και τα Βαλκάνια [νοτιοανατολική Ευρώπη], ενώ στην Ιταλία το βυζαντινό στοιχείο (αναμεμειγμένο με το γοτθικό) επέζησε στη νέα τέχνη που ίδρυσαν ο Ντούτσιο και ο Τζόττο».
Οι βυζαντινοί θησαυροί θαυμάζονται και εκτιμώνται σε όλον τον κόσμο, ανάβοντας ακόμα θεϊκές φλόγες σε ευσεβείς και πιστές καρδιές.