Ανώτατοι διπλωμάτες από την Κίνα, το Ιράν και τη Ρωσία συναντήθηκαν στο Πεκίνο στις 14 Μαρτίου για να συζητήσουν την ανάπτυξη του ιρανικού πυρηνικού προγράμματος, ζητώντας από τη Δύση να άρει όλες τις κυρώσεις κατά του Ιράν. Σύμφωνα με αναλυτές, οι συνομιλίες αυτές αποτελούν μια στρατηγική κίνηση των τριών χωρών για να αμφισβητήσουν και να ασκήσουν πίεση στον δυτικό δημοκρατικό κόσμο υπό την ηγεσία των Ηνωμένων Πολιτειών.
Στη συνάντηση, την οποία φιλοξένησε ο Μα Ζαοσού, εκτελεστικός υφυπουργός Εξωτερικών της Κίνας, συμμετείχαν ο Ρώσος υφυπουργός Εξωτερικών Ριαμπκόφ Σεργκέι Αλεξέεβιτς, καθώς και ο Ιρανός υφυπουργός Εξωτερικών Καζέμ Γκαριμπαμπαντί. Σε κοινή ανακοίνωση μετά τη συνάντηση, οι τρεις χώρες ζήτησαν «την άρση όλων των παράνομων μονομερών κυρώσεων» κατά του Ιράν και την επανέναρξη των πολυμερών συνομιλιών για το ιρανικό πυρηνικό ζήτημα.
Σύμφωνα με την ανακοίνωση, οι τρεις χώρες επανέλαβαν ότι «η πολιτική και διπλωματική προσέγγιση και ο διάλογος, στη βάση του αμοιβαίου σεβασμού, παραμένουν η μόνη βιώσιμη και ρεαλιστική επιλογή». Ο υπουργός Εξωτερικών της Κίνας Γουάνγκ Γι, που συμμετείχε επίσης στη συνάντηση, κάλεσε τις εμπλεκόμενες πλευρές να επιδείξουν «πολιτική ειλικρίνεια» και να επιστρέψουν στις διαπραγματεύσεις το συντομότερο δυνατό, χωρίς να κατονομάσει τις Ηνωμένες Πολιτείες.
Πυρηνική απειλή και διεθνείς αντιδράσεις
Η ταχεία ανάπτυξη του ιρανικού πυρηνικού προγράμματος έχει προκαλέσει ανησυχία σε Ισραήλ και Ηνωμένες Πολιτείες, που ενδέχεται να επιδεινώσει τις εντάσεις στη Μέση Ανατολή και να απειλήσει την περιφερειακή σταθερότητα.
Τον Φεβρουάριο, ο πρόεδρος των ΗΠΑ Ντόναλντ Τραμπ επέβαλε νέες κυρώσεις στο Ιράν, στο πλαίσιο της πολιτικής «μέγιστης πίεσης» που στόχευε στην αποτροπή της ανάπτυξης ιρανικών πυρηνικών όπλων και στον περιορισμό της επιρροής του Ιράν στο εξωτερικό. Ο Τραμπ δήλωσε ότι εξακολουθεί να πιστεύει πως μπορεί να επιτευχθεί μία νέα συμφωνία.
Ο Σαν Κουοσιάνγκ, καθηγητής διεθνών σχέσεων στο Πανεπιστήμιο Νανχούα της Ταϊβάν, δήλωσε στην Epoch Times ότι η κοινή ανακοίνωση Κίνας, Ρωσίας και Ιράν δείχνει πως το Πεκίνο δεν τηρεί πλέον διακριτική στάση, αλλά αμφισβητεί ανοιχτά την επιρροή των ΗΠΑ στη Μέση Ανατολή και την παγκόσμια τάξη. Σύμφωνα με τον ίδιο, η συνάντηση στο Πεκίνο αποτελεί μια στρατηγική κίνηση πίεσης προς την Ουάσιγκτον.
Ο καθηγητής πρόσθεσε ότι η διεξαγωγή των συνομιλιών στην Κίνα αποδεικνύει πως οι τρεις χώρες επιδιώκουν από κοινού να αμφισβητήσουν τη διεθνή τάξη που βασίζεται σε κανόνες και ηγείται από τις ΗΠΑ. «Η Κίνα επιδιώκει ηγεμονία και λόγο στις διεθνείς υποθέσεις», ανέφερε. «Αυτό αναδεικνύει τη διαμόρφωση μιας πολυπολικής διεθνούς δομής και αυξάνει τη διπλωματική και στρατηγική πίεση στις Ηνωμένες Πολιτείες.»
Το ζήτημα των πυρηνικών συνομιλιών
Σύμφωνα με τον Σεν Μινγκσί, διευθυντή του Ερευνητικού Ινστιτούτου Εθνικής Άμυνας και Ασφάλειας της Ταϊβάν, το βασικό ερώτημα των συνομιλιών είναι εάν το Ιράν θα συνεχίσει την ανάπτυξη πυρηνικών όπλων.
«Το Ιράν κοντεύει να φτάσει το 90% εμπλουτισμού του ουρανίου, γεγονός που σημαίνει ότι σύντομα θα είναι σε θέση να κατασκευάσει πυρηνικά όπλα», δήλωσε ο Σεν. «Αυτό είναι απευκταίο τόσο για τις Ηνωμένες Πολιτείες όσο και για το Ισραήλ.»
Ο ίδιος τόνισε ότι το βασικό ζήτημα δεν είναι αν οι ΗΠΑ θα συμμετάσχουν στις συνομιλίες, αλλά αν το Ιράν μπορεί να εγγυηθεί ότι δεν θα αναπτύξει πυρηνικά όπλα ή αν θα επιτρέψει στην ΙΑΕΑ και σε διεθνείς φορείς να επιθεωρήσουν τις εγκαταστάσεις του.
Η χειρότερη εξέλιξη για τις ΗΠΑ και το Ισραήλ θα ήταν η «μυστική ανάπτυξη πυρηνικών όπλων στο Ιράν», υπογράμμισε ο Σεν. «Αυτό θα έχει σημαντικό αντίκτυπο στην ασφάλεια ολόκληρης της Μέσης Ανατολής», πρόσθεσε, παρατηρώντας ότι, μετά τη σύγκρουση Ισραήλ-Χαμάς, αποτελεί τον δεύτερο σημαντικότερο παράγοντα σταθερότητας για την περιοχή.

Η πιθανότητα να άρουν οι ΗΠΑ τις κυρώσεις στο άμεσο μέλλον είναι «εξαιρετικά μικρή», σύμφωνα με τον Σαν, αφού «η Ουάσιγκτον θεωρεί ότι το Ιράν δεν έχει δείξει αρκετή ειλικρίνεια για την επανέναρξη της πυρηνικής συμφωνίας».
Αν και οι διαπραγματεύσεις ενδέχεται να επαναληφθούν, η κατάσταση είναι περίπλοκη και δεν εμπνέει αισιοδοξία, πρόσθεσε. Ακόμη και αν η Κίνα εμπλακεί ενεργά στις συνομιλίες, η απουσία των ΗΠΑ από τη διαδικασία καθιστά δύσκολη την επίτευξη ουσιαστικών αποτελεσμάτων, σημείωσε ο ίδιος.
Κοινή πίεση προς τις ΗΠΑ
Την ημέρα που το Πεκίνο ανακοίνωσε τις τριμερείς συνομιλίες, η Κίνα, το Ιράν και η Ρωσία πραγματοποίησαν κοινές ναυτικές ασκήσεις στη Μέση Ανατολή.

Η Κίνα συνεχίζει να αγοράζει ιρανικό πετρέλαιο παρά τις δυτικές κυρώσεις, ενώ η Ρωσία εξαρτάται από το Ιράν για την προμήθεια drone και άλλων όπλων στον πόλεμο κατά της Ουκρανίας.
Ο Σεν εκτίμησε ότι η πυρηνική συνάντηση στο Πεκίνο ήταν ένας τρόπος για τις τρεις χώρες να πιέσουν τις ΗΠΑ:
«Το κινεζικό καθεστώς και η Ρωσία είναι πολύ απρόθυμοι να αντιμετωπίσουν μεμονωμένα τις Ηνωμένες Πολιτείες. Τώρα, όσον αφορά το πρόβλημα [της ανάπτυξης πυρηνικών όπλων από το Ιράν] που απασχολεί τις Ηνωμένες Πολιτείες, υιοθετούν κοινή στάση για να ασκήσουν πίεση στις Ηνωμένες Πολιτείες. […] Το να είσαι αντιαμερικανός ή να βάζεις τις Ηνωμένες Πολιτείες σε μπελάδες είναι προς το κοινό συμφέρον της Κίνας και της Ρωσίας, γι’ αυτό και οι Ηνωμένες Πολιτείες θέλουν να διχάσουν την Κίνα και τη Ρωσία.»
Εν τω μεταξύ, η κυβέρνηση Τραμπ προσπαθεί να βελτιώσει τις σχέσεις της με τη Ρωσία, σε μια προσπάθεια να αποτρέψει την προσέγγιση της Ρωσίας και της Κίνας.
Με τη συμβολή του Luo Ya