Η Ευρώπη βρίσκεται σήμερα σε μια οριακή πολιτική και κοινωνική κατάσταση, όπου οι βεβαιότητες του παρελθόντος κλονίζονται. Οι κοινωνίες της ηπείρου εμφανίζουν έντονη πίεση για επιστροφή στην εθνική κυριαρχία και την πολιτισμική τους ταυτότητα, την ίδια στιγμή που η ευρωπαϊκή ολοκλήρωση αμφισβητείται. Παράλληλα, νέες απειλές και γεωπολιτικές προκλήσεις — από τον πόλεμο στα ανατολικά σύνορα έως τον ανταγωνισμό μεγάλων δυνάμεων — αναδεικνύουν τη σημασία της στρατιωτικής ισχύος και της τεχνολογικής καινοτομίας για την ασφάλεια των κρατών. Μέσα σε αυτή την ασταθή συγκυρία, χώρες όπως η Ελλάδα καλούνται να προσαρμοστούν στρατηγικά, ενισχύοντας την άμυνά τους και αναζητώντας διεθνείς συνεργασίες που θα θωρακίσουν την εθνική τους ασφάλεια. Οι κοινωνικοπολιτικές τάσεις στην Ευρώπη και η πρόσφατη επίσκεψη του Έλληνα υπουργού Άμυνας, Νίκου Δένδια στην Ιαπωνία είναι δύο φαινομενικά άσχετα γεγονότα που έχουν όμως κοινό παρονομαστή: την ανάγκη ενδυνάμωσης της αποτρεπτικής ισχύος και τη στρατηγική προσαρμογή σε έναν μεταβαλλόμενο κόσμο.
Πίεση για εθνική κυριαρχία και πολιτισμική ταυτότητα στην Ευρώπη
Σε πολλά ευρωπαϊκά κράτη διαμορφώνεται ένα ισχυρό ρεύμα που αξιώνει την ανάκτηση της εθνικής κυριαρχίας και την ανάδειξη της παραδοσιακής πολιτισμικής ταυτότητας. Μετά από δεκαετίες εμβάθυνσης της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης και παγκοσμιοποίησης, ένα μέρος των κοινωνιών αντιδρά στον «αποχρωματισμό» — δηλαδή στην απώλεια των ιδιαίτερων εθνικών και θρησκευτικών χαρακτηριστικών τους. Πολίτες και κινήματα σε χώρες όπως η Γαλλία, η Ιταλία και η Σουηδία εκφράζουν δυσαρέσκεια για τις υπερεθνικές αποφάσεις των Βρυξελλών και την εκχώρηση αρμοδιοτήτων σε μια μη εκλεγμένη γραφειοκρατία, όπως συχνά χαρακτηρίζεται το ευρωπαϊκό θεσμικό σύστημα. Βασικό τους αίτημα είναι ο έλεγχος των σημαντικών πολιτικών — από τη μεταναστευτική πολιτική μέχρι τη δημοσιονομική διακυβέρνηση — να επιστρέψει στα εθνικά κράτη, ώστε οι λαοί να διαφυλάξουν την πολιτισμική τους κληρονομιά, τη γλώσσα, τη θρησκεία και το αξιακό τους σύστημα. Αυτή η εθνοκεντρική πίεση αντανακλάται πολιτικά στην άνοδο κομμάτων και ηγετών που υπόσχονται «ανάκτηση της ταυτότητας» και αντίσταση στη συνέχιση της ευρωπαϊκής ενοποίησης με τους σημερινούς όρους.
Την ίδια στιγμή, ένα άλλο τμήμα των ευρωπαϊκών κοινωνιών φαίνεται να έχει αποδεχθεί — ή και υποστηρίζει — το υπερεθνικό στάτους κβο. Οι πολίτες αυτοί έχουν ενσωματωθεί σε μια κοσμοπολίτικη νοοτροπία, δίνοντας μικρότερη έμφαση στις παραδοσιακές εθνικές διαφοροποιήσεις. Κάποιοι αναλυτές περιγράφουν αυτό το φαινόμενο ως «αποχαύνωση» ή αποξένωση από τις παλιές ταυτότητες: οι κοινωνίες αυτές εμφανίζονται πιο παθητικές, λιγότερο πρόθυμες να θυσιάσουν ευκολίες ή να εμπλακούν ενεργά σε εθνικούς στόχους. Για παράδειγμα, η θρησκευτική πίστη — ιδιαίτερα ο συνειδητός χριστιανισμός — έχει εξασθενήσει σε πολλές χώρες, αφαιρώντας ένα παραδοσιακό στοιχείο συνοχής. Η εξέλιξη αυτή συμβαδίζει με μια κουλτούρα ευδαιμονισμού και ατομικισμού που αφήνει σε δεύτερη μοίρα συλλογικές αξίες όπως η πατρίδα ή η θυσία για το κοινό καλό. Έτσι, στην Ευρώπη του 21ου αιώνα διαμορφώνεται μια βαθιά πόλωση: από τη μία, οι υπέρμαχοι της εθνικής ανασυγκρότησης· από την άλλη, οι υποστηρικτές μιας μεταεθνικής, ΄άχρωμης΄ Ευρώπης. Αυτές οι αντικρουόμενες δυναμικές συνυπάρχουν, καθιστώντας το κοινωνικό τοπίο εξαιρετικά σύνθετο.
Στρατιωτική ανασυγκρότηση ή κοινωνική απάθεια; Μια ευρωπαϊκή αντίφαση
Η πόλωση αυτή δεν περιορίζεται σε θεωρητικό ή πολιτισμικό επίπεδο, αλλά έχει απτές συνέπειες στις πολιτικές ασφαλείας. Καθώς οι γεωπολιτικές εντάσεις αυξάνονται — με χαρακτηριστικότερο παράδειγμα τον πόλεμο στην Ουκρανία και την αναβίωση της ρωσικής απειλής — τα ευρωπαϊκά κράτη βρίσκονται υπό την πίεση να ενισχύσουν τη στρατιωτική τους ισχύ. Δηλώσεις Ευρωπαίων ηγετών και στρατιωτικών αξιωματούχων τα τελευταία χρόνια φανερώνουν ότι η ήπειρος προετοιμάζεται, έστω και θεωρητικά, για το ενδεχόμενο μιας μεγάλης σύρραξης. Πολλές χώρες δεσμεύονται να αυξήσουν τις αμυντικές τους δαπάνες και υλοποιούν προγράμματα εξοπλισμού σε χρόνο-ρεκόρ, αναγνωρίζοντας ότι η μακρά περίοδος μεταψυχροπολεμικής ειρήνης ίσως φτάνει στο τέλος της. Για παράδειγμα, η Γερμανία — επί δεκαετίες απρόθυμη να επενδύσει στρατιωτικά — ανακοίνωσε ειδικό ταμείο 100 δισ. ευρώ για τις ένοπλες δυνάμεις της, ενώ χώρες της Ανατολικής Ευρώπης (Πολωνία, Βαλτικές) αυξάνουν θεαματικά τη θητεία και τον εξοπλισμό τους. Αυτές οι κινήσεις αποτελούν μέρος μιας ευρύτερης στρατιωτικής ανασυγκρότησης της Ευρώπης.
Ωστόσο, αυτή η στρατιωτική αφύπνιση σκοντάφτει πάνω σε μια κοινωνική απάθεια ή και αντίδραση. Καθώς πολλά ευρωπαϊκά κράτη, τις προηγούμενες δεκαετίες, κατήργησαν τη γενική στρατιωτική θητεία και επένδυσαν στο επαγγελματικό μοντέλο στρατού, οι κοινωνίες τους εξοικειώθηκαν με την ιδέα της ειρήνης ως δεδομένου αγαθού. Η προοπτική επιστροφής σε μια κατάσταση επιστράτευσης ή γενικής κινητοποίησης ξενίζει και φοβίζει σημαντική μερίδα πολιτών. Χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα της Γερμανίας, όπου πρόσφατα οργανώθηκαν διαδηλώσεις σε δεκάδες πόλεις ενάντια στο ενδεχόμενο επαναφοράς της υποχρεωτικής θητείας. Παρόμοιες αντιδράσεις σημειώνονται και αλλού, καθιστώντας σαφές ότι μεγάλα τμήματα των Ευρωπαίων πολιτών διστάζουν μπροστά στην ιδέα θυσιών για την άμυνα. Το φαινόμενο αυτό αποτελεί κραυγαλέα αντίφαση: την ώρα που οι κυβερνήσεις αντιλαμβάνονται πως χωρίς ισχυρές ένοπλες δυνάμεις δεν υπάρχει αποτροπή, δυσκολεύονται να πείσουν τις κοινωνίες τους για την αναγκαιότητα μέτρων όπως η αύξηση της θητείας ή η διάθεση πόρων για εξοπλισμούς. Το κόστος σε πολιτικό κεφάλαιο είναι υψηλό, καθώς κάθε απόφαση ενίσχυσης της άμυνας μπορεί να αντιμετωπιστεί με δυσπιστία ή και εχθρότητα από ψηφοφόρους που έχουν εθιστεί σε μια νοοτροπία ειρηνικής αμεριμνησίας.
Στο πλαίσιο αυτό, διαμορφώνεται ένα κρίσιμο ερώτημα για την Ευρώπη: πώς θα συμβιβαστεί η ανάγκη για ασφάλεια με την κοινωνική συνοχή; Αν η ηγεσία αποτύχει να εμπνεύσει στους πολίτες το αίσθημα του επείγοντος, η αμυντική θωράκιση θα προχωρήσει δύσκολα και αργά. Αν, από την άλλη, αγνοηθεί πλήρως η λαϊκή βούληση, ελλοχεύει ο κίνδυνος πολιτικής κρίσης και περαιτέρω ανόδου των άκρων. Το βέβαιο είναι ότι η ιστορική παρένθεση της μεταπολεμικής ειρήνης δείχνει να κλείνει. Μετά από σχεδόν τρεις γενιές που έζησαν θεωρώντας τον πόλεμο αδιανόητο, η πραγματικότητα ξαναγίνεται εύθραυστη. Ευρωπαίοι και Αμερικανοί στρατηγικοί αναλυτές προειδοποιούν ότι η Ευρώπη, έχοντας υπονομευθεί πολιτισμικά και απολέσει το αγωνιστικό της φρόνημα, κινδυνεύει να βρεθεί απροετοίμαστη μπροστά στις προκλήσεις. Αν όμως οι ευρωπαϊκές κοινωνίες αφυπνιστούν — είτε μέσω σταδιακής συνειδητοποίησης είτε έπειτα από κάποιο τραυματικό σοκ — δεν αποκλείεται να επανέλθουν στα ιστορικά πρότυπα, επαναφέροντας στο προσκήνιο αξίες όπως η φιλοπατρία, η συλλογική ασφάλεια και η προθυμία για θυσίες. Από αυτή την άποψη, η σημερινή αναταραχή ίσως αποδειχθεί το μεταβατικό στάδιο προς μια «νέα κανονικότητα», όπου η στρατιωτική ισχύς και η εθνική ταυτότητα θα εκτιμώνται και πάλι ως θεμέλια της ευρωπαϊκής επιβίωσης.
Η Ελλάδα μέσα στην ευρωπαϊκή δίνη
Η Ελλάδα, ως κράτος-μέλος της Ευρώπης με ιδιαίτερες γεωπολιτικές ανησυχίες, βιώνει αυτές τις τάσεις με ξεχωριστό τρόπο. Από τη μια πλευρά, οι ίδιες κοινωνικές διεργασίες που παρατηρούνται στον ευρωπαϊκό Βορρά και Δυτικό κόσμο αντηχούν και στην ελληνική κοινωνία: και εδώ υπάρχει μια αυξανόμενη έμφαση στην εθνική κυριαρχία και στην προστασία της ταυτότητας, όπως μαρτυρά η δημόσια συζήτηση για το μεταναστευτικό, τη σχέση με την ΕΕ ή θέματα παιδείας και πολιτισμού. Ωστόσο, η ελληνική περίπτωση παρουσιάζει και διαφορές. Η Ελλάδα γνώρισε ιστορικά τραύματα και απειλές που κράτησαν ζωντανό το αίσθημα της εγρήγορσης: η μνήμη της τουρκικής εισβολής στην Κύπρο, οι διαρκείς εντάσεις στο Αιγαίο, καθώς και η γεωγραφική εγγύτητα με εύφλεκτες περιοχές (Βαλκάνια, Μέση Ανατολή) έχουν διατηρήσει ψηλά το φρόνημα για άμυνα. Σε αντίθεση με πολλές δυτικοευρωπαϊκές χώρες, η στρατιωτική θητεία ουδέποτε καταργήθηκε — οι Έλληνες εξακολουθούν να θεωρούν σχεδόν αυτονόητη την υποχρέωση υπηρεσίας στην πατρίδα. Αυτό σημαίνει ότι η κοινωνία, παρά τις όποιες τάσεις ατομικισμού και ευδαιμονισμού, δεν έχει αποκοπεί πλήρως από την έννοια της συλλογικής άμυνας. Η πολιτική ηγεσία διαθέτει ίσως μεγαλύτερα περιθώρια κινήσεων για ενίσχυση της άμυνας χωρίς τον βαθμό πολιτικού κόστους που θα αντιμετώπιζε π.χ. ένας Γερμανός ή Ισπανός ηγέτης σε ανάλογη περίπτωση.
Πράγματι, την τελευταία δεκαετία η Ελλάδα έχει προβεί σε σημαντικά βήματα αμυντικής αναβάθμισης. Έπειτα από μια περίοδο οικονομικής κρίσης κατά την οποία οι αμυντικές δαπάνες περιορίστηκαν, η χώρα επανήλθε δυναμικά: προμηθεύτηκε προηγμένα πολεμικά αεροσκάφη (όπως τα γαλλικά Rafale), συμφώνησε στην απόκτηση νέων φρεγατών για το Πολεμικό Ναυτικό, εκσυγχρονίζει τα άρματα και τα πυραυλικά της συστήματα, ενώ συμμετέχει ενεργά σε προγράμματα της ΕΕ και του ΝΑΤΟ για ανάπτυξη προηγμένων δυνατοτήτων (όπως τα ευρωπαϊκά προγράμματα μη επανδρωμένων αεροσκαφών). Η στρατηγική προσαρμογή της Ελλάδας υπαγορεύεται από το περιβάλλον ασφαλείας: με τη γειτονική Τουρκία να εξοπλίζεται ταχύτατα και να προβάλει ηγεμονικές βλέψεις στην Ανατολική Μεσόγειο, η Αθήνα αντιλαμβάνεται ότι η αποτροπή είναι μονόδρομος. Η ενίσχυση της στρατιωτικής ισχύος δεν θεωρείται πολυτέλεια, αλλά αναγκαία συνθήκη για τη διασφάλιση της εθνικής κυριαρχίας και της ειρήνης. Υπό αυτή την έννοια, η Ελλάδα λειτουργεί ως χαρακτηριστικό παράδειγμα ευρωπαϊκού κράτους που «πιάνει το νήμα» της ιστορίας, αναγνωρίζοντας εκ νέου — όπως σε παλαιότερες εποχές — ότι si vis pacem, para bellum (αν επιθυμείς ειρήνη, προετοιμάσου για πόλεμο).
Ελλάδα–Ιαπωνία: Δύο νησιωτικές δυνάμεις με κοινές ανησυχίες
Μέσα σε αυτό το πλαίσιο ενίσχυσης της αποτρεπτικής ισχύος, η Ελλάδα δεν περιορίζεται μόνο στις παραδοσιακές της συμμαχίες (ΝΑΤΟ, ΕΕ), αλλά αναζητά διεθνείς συνεργασίες που θα πολλαπλασιάσουν την ασφάλειά της. Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι το άνοιγμα των επαφών με την Ιαπωνία, μια χώρα μακρινή γεωγραφικά, αλλά με αξιοσημείωτες ομοιότητες σε στρατηγικό επίπεδο. Η επίσημη επίσκεψη του υπουργού Εθνικής Άμυνας Νίκου Δένδια στο Τόκυο — η πρώτη τού είδους στην ιστορία των διμερών σχέσεων — ανέδειξε αυτές τις συγκλίσεις. Όπως τόνισαν και οι δύο πλευρές, η Ελλάδα και η Ιαπωνία είναι νησιωτικές χώρες με μεγάλη ναυτική παράδοση, οι οποίες αντιμετωπίζουν προκλήσεις στο θαλάσσιο περιβάλλον τους.

Για την Ελλάδα, η θάλασσα του Αιγαίου και της Ανατολικής Μεσογείου αποτελεί ζωτικό χώρο όπου δοκιμάζεται καθημερινά η κυριαρχία και τα κυριαρχικά δικαιώματά της, απέναντι σε μια αναθεωρητική Τουρκία. Αντίστοιχα, η Ιαπωνία — ένα αρχιπέλαγος στον Ειρηνικό — βρίσκεται αντιμέτωπη με τις πιέσεις της Κίνας στη Νότια Σινική Θάλασσα και τον Δυτικό Ειρηνικό, καθώς και με μια διαρκή διαφωνία με τη Ρωσία για τα νησιά Κουρίλες στον βορρά. Και οι δύο χώρες, λοιπόν, έχουν κάθε λόγο να ενδιαφέρονται για την εφαρμογή του Διεθνούς Δικαίου της Θάλασσας και την ενίσχυση των ναυτικών τους δυνάμεων. Δεν είναι τυχαίο ότι η Ιαπωνία είναι μεταξύ των χωρών που έχουν υπογράψει σημαντικές διεθνείς συνθήκες όπως η Συνθήκη της Λωζάνης (1923) και η Συνθήκη του Μοντρέ (1936) — γεγονός που την καθιστά γνώριμη με τις νομικές αρχές που διέπουν το καθεστώς των στενών και των θαλασσίων οδών, θέματα κρίσιμα και για την Ελλάδα. Παρότι τα γεωπολιτικά μεγέθη διαφέρουν (η Ιαπωνία είναι οικονομική και τεχνολογική υπερδύναμη, ενώ η Ελλάδα μικρότερο μέλος μιας ευρύτερης συμμαχίας), η οπτική γωνία από την οποία βλέπουν τον κόσμο έχει ομοιότητες: αμφότερες προσβλέπουν σε μια διεθνή τάξη βασισμένη σε κανόνες, αντιστέκονται σε μονομερείς διεκδικήσεις που απειλούν την εδαφική τους ακεραιότητα, και επενδύουν στη ναυτική ισχύ για την προστασία των συμφερόντων τους.
Ναυτική τεχνολογική καινοτομία και αμυντική αναβάθμιση
Ένα πεδίο όπου η Ελλάδα επιδιώκει να επωφεληθεί από τη συνεργασία με την Ιαπωνία είναι η τεχνολογική καινοτομία στον ναυτικό τομέα. Η Ιαπωνία διαθέτει ένα από τα πιο προηγμένα οικοσυστήματα αμυντικής τεχνολογίας παγκοσμίως, ιδιαίτερα όσον αφορά συστήματα ναυτικής άμυνας. Για πολλά χρόνια, λόγω των μεταπολεμικών περιορισμών, η ιαπωνική αμυντική βιομηχανία λειτουργούσε διακριτικά και με περιορισμένες εξαγωγές. Πρόσφατα, όμως, η πολιτική αυτή άρχισε να αλλάζει: το Τόκυο χαλαρώνει σταδιακά τους περιορισμούς που το ίδιο επέβαλλε και αναζητά ευκαιρίες συνεργασίας με εταίρους. Έχει ήδη αρχίσει να εξάγει επιλεγμένα αμυντικά προϊόντα, με χαρακτηριστικό παράδειγμα τη συμφωνία πώλησης ιαπωνικών μη επανδρωμένων συστημάτων (drone) στην Αυστραλία, η οποία θα φάνταζε αδιανόητη πριν μερικές δεκαετίες. Επιπλέον, η Ιαπωνία συμμετέχει πλέον σε διεθνή αναπτυξιακά προγράμματα υψηλής τεχνολογίας, όπως το νέο μαχητικό αεροσκάφος 6ης γενιάς που αναπτύσσει από κοινού με τη Βρετανία και την Ιταλία. Η διάθεση της Ιαπωνίας να συνεργαστεί τεχνολογικά με άλλες δημοκρατικές χώρες ανοίγει ένα παράθυρο ευκαιρίας και για την Ελλάδα.
Κατά την επίσκεψη Δένδια, δόθηκε ιδιαίτερη έμφαση στη ναυτική τεχνολογία αιχμής. Ο Έλληνας υπουργός επισκέφθηκε ιαπωνικά κέντρα τεχνολογίας και καινοτομίας, όπου ενημερώθηκε για τις τελευταίες εξελίξεις σε υποβρύχια όπλα, προηγμένα σόναρ, μέσα ανθυποβρυχιακής άμυνας, συστήματα αυτονομίας και ρομποτικής στη θάλασσα. Οι συζητήσεις επικεντρώθηκαν στο πώς τέτοιες τεχνολογίες θα μπορούσαν να έχουν εφαρμογή στο ελληνικό ναυτικό περιβάλλον — από την επιτήρηση του Αιγαίου μέχρι την προστασία κρίσιμων θαλάσσιων οδών στην Ανατολική Μεσόγειο. Η ελληνική πλευρά, μάλιστα, πρότεινε τη σύνδεση του Ελληνικού Κέντρου Αμυντικής Καινοτομίας με το αντίστοιχο ιαπωνικό, διευκολύνοντας έτσι την ανταλλαγή γνώσης, τις επισκέψεις ειδικών και — δυνητικά — τη συμμετοχή σε κοινά ερευνητικά προγράμματα. Αν και καμία χώρα δεν παραχωρεί εύκολα τα μυστικά της (ιδίως όταν πρόκειται για ακριβοπληρωμένη τεχνολογία υψηλής ευαισθησίας), τέτοιου είδους επαφές είναι κρίσιμες για να χτιστεί εμπιστοσύνη και αμοιβαία κατανόηση.
Για την Ελλάδα, η απόκτηση πρόσβασης σε υψηλή τεχνογνωσία αποτελεί στοίχημα στρατηγικής σημασίας. Η εγχώρια αμυντική βιομηχανία, λόγω μεγέθους και περιορισμένων πόρων, δεν μπορεί να αναπτύξει αυτόνομα όλα τα σύγχρονα συστήματα που απαιτούνται. Την ίδια στιγμή, ανταγωνιστικές χώρες — όπως η Τουρκία — επενδύουν τεράστια ποσά σε έρευνα και ανάπτυξη για να αποκτήσουν εγχώρια προηγμένα οπλικά συστήματα. Σε αυτό το περιβάλλον, η Ελλάδα επιδιώκει ένα έξυπνο άνοιγμα: να εκμεταλλευτεί τις συνεργασίες με τεχνολογικά ανεπτυγμένες χώρες, ώστε να καλύψει το χαμένο έδαφος και να αναβαθμίσει την αποτρεπτική της ικανότητα. Η Ιαπωνία προσφέρει μια τέτοια ευκαιρία — όχι μόνο λόγω των συστημάτων που παράγει (όπως υπερσύγχρονες φρεγάτες, αντιτορπιλικά 10.000+ τόνων, ηλεκτρονικά πολέμου τελευταίας γενιάς κ.ά.), αλλά και λόγω της εμπειρίας της στο πώς μια νησιωτική χώρα μπορεί να οργανώσει την άμυνά της αποτελεσματικά. Για παράδειγμα, οι ιαπωνικές ναυπηγικές εταιρείες έχουν μακρά παράδοση και τεράστιες βιομηχανικές δυνατότητες, ενώ πολλά από τα ηλεκτρονικά και τους αισθητήρες στα πολεμικά τους πλοία είναι εγχώριας ανάπτυξης και θεωρούνται κορυφαία. Η μεταφορά μιας τέτοιας τεχνογνωσίας — έστω και μερικώς — στην Ελλάδα, θα μπορούσε να έχει πολλαπλασιαστικό αποτέλεσμα στην αποτρεπτική ισχύ της, ειδικά στον τομέα της θάλασσας όπου διακυβεύονται ύψιστα εθνικά συμφέροντα.
Γεωπολιτικές και πολιτισμικές προεκτάσεις
Οι εξελίξεις που περιγράψαμε — από την εσωτερική πόλωση της Ευρώπης μέχρι τα νέα πλέγματα συνεργασιών — φέρουν σημαντικές γεωπολιτικές και πολιτισμικές συνέπειες. Σε γεωπολιτικό επίπεδο, γίνεται ολοένα πιο σαφές ότι η Ευρωπαϊκή Ένωση βρίσκεται σε σταυροδρόμι. Αν συνεχιστεί η πίεση για επιστροφή εξουσιών στα έθνη-κράτη, ενδέχεται να δούμε μια ΕΕ πιο χαλαρή, όπου τα κράτη θα κινούνται ευέλικτα για να προστατεύσουν τα συμφέροντά τους, ακόμη κι εκτός κοινού πλαισίου. Αυτό δεν σημαίνει απαραίτητα διάλυση της Ένωσης, αλλά μάλλον μια μετεξέλιξή της: τα ευρωπαϊκά κράτη ίσως αναζητήσουν μια νέα ισορροπία ανάμεσα στη συλλογικότητα και την εθνική αυτονομία. Ήδη ορισμένες κυβερνήσεις υιοθετούν πιο ανεξάρτητη στάση σε θέματα εξωτερικής πολιτικής και άμυνας — π.χ. η Ουγγαρία και η Πολωνία διαφοροποιούνται σε ζητήματα κοινού ενδιαφέροντος, η Γαλλία προωθεί την «ευρωπαϊκή στρατηγική αυτονομία», ενώ χώρες του Νότου καλλιεργούν σχέσεις με δυνάμεις εκτός Δύσης. Εάν λοιπόν η εθνοκεντρική στροφή συνεχιστεί, η ΕΕ θα κληθεί να επαναπροσδιορίσει τον ρόλο της — είτε επιτρέποντας περισσότερη διαφοροποίηση, είτε αντιμετωπίζοντας εσωτερικές ρήξεις. Σε κάθε περίπτωση, το γεωπολιτικό αποτύπωμα της Ευρώπης θα εξαρτηθεί από το κατά πόσο τα κράτη-μέλη θα καταφέρουν να συμβιβάσουν την ανάγκη τους για κυριαρχία με την αξία της συνεργασίας. Μια κατακερματισμένη Ευρώπη κινδυνεύει να χάσει την συνολική της ισχύ στη διεθνή σκηνή· αντίθετα, μια Ευρώπη που θα ανακάμψει δυναμικά ίσως το κάνει μέσα από την ανανέωση του εθνικού σφρίγους των μελών της.
Σε πολιτισμικό επίπεδο, οι συνέπειες είναι εξίσου βαθιές. Η ταυτότητα και το φρόνημα των ευρωπαϊκών λαών αναδεικνύονται ως παράγοντες-κλειδιά για την μελλοντική τους πορεία. Ο βαθμός που μια κοινωνία διατηρεί τις αξίες, τις μνήμες και τη συνοχή της επηρεάζει ευθέως την ικανότητά της να αντιδρά σε κρίσεις. Η διάβρωση της ευρωπαϊκής ταυτότητας τις περασμένες δεκαετίες — είτε μέσω της υπερβολικής έμφασης στον ατομικισμό είτε μέσω της λήθης της ιστορικής εμπειρίας του πολέμου — μπορεί να έχει καταστήσει την κοινή γνώμη απρόθυμη να αντιμετωπίσει δυσκολίες. Η αντιμιλιταριστική κουλτούρα που κυριάρχησε σε πολλές κοινωνίες, αν και κατανοητή μετά τις φρικαλεότητες του 20ού αιώνα, σήμερα ενδέχεται να λειτουργεί ως αχίλλειος πτέρνα: χωρίς μια στοιχειώδη αποδοχή ότι η ελευθερία και η ειρήνη απαιτούν κόπο και θυσίες, οι ευρωπαϊκές δημοκρατίες κινδυνεύουν να αιφνιδιαστούν από επιθετικούς αντιπάλους. Από την άλλη πλευρά, η αναζωπύρωση του εθνικού αισθήματος μπορεί μεν να αναζωογονήσει τις κοινωνίες, δίνοντάς τους στόχο και κοινή κατεύθυνση, εγκυμονεί όμως και τον κίνδυνο του υπερβολικού εθνικισμού ή της εσωστρέφειας. Το ζητούμενο είναι μια ισορροπία: η Ευρώπη να θυμηθεί τις ρίζες της και να ανακτήσει την αυτοπεποίθησή της, χωρίς να διολισθήσει σε διχασμό και ξενοφοβία.
Η Ελλάδα, με την πλούσια ιστορική και πολιτισμική της κληρονομιά, προσπαθεί να πετύχει αυτή την ισορροπία. Το στρατηγικό άνοιγμά της προς την Ιαπωνία — χώρα με επίσης ισχυρή αίσθηση παράδοσης και συλλογικού καθήκοντος — δείχνει μια διάθεση εξωστρέφειας, που όμως δεν αρνείται την ταυτότητα. Αντιθέτως, βασίζεται σε αυτήν: δύο έθνη με αυτογνωσία και συναίσθηση της ιστορίας τους συνεργάζονται, ακριβώς επειδή αναγνωρίζουν το ένα στο άλλο κοινές αξίες, όπως ο σεβασμός στην κυριαρχία, η εμμονή στην καινοτομία για την επιβίωση και η πίστη σε έναν κανόνα δικαίου που θα προστατεύει τους μικρούς απέναντι στους μεγάλους. Από αυτή την άποψη, η στρατηγική προσαρμογή κρατών σαν την Ελλάδα δεν είναι μόνο ζήτημα όπλων και συμμαχιών, αλλά και ζήτημα πολιτισμικής αυτογνωσίας: να ξέρεις ποιος είσαι, τι υπερασπίζεσαι και με ποιους μπορείς να συμπορευτείς.









