Αυτό δεν είναι ένα χαριτωμένο κουνελάκι. Εδώ βλέπουμε έναν λαγό, που η Αλίκη [στη Χώρα των Θαυμάτων] θα αποκαλούσε Μαρτιάτικο Λαγό και τον οποίο ο Αίσωπος περιέγραψε με ακρίβεια στο «Η χελώνα και ο λαγός».
Ο Άλμπρεχτ Ντύρερ (Albrecht Dürer, 1471-1528) γνώρισε και παρατήρησε αυτό το είδος λαγού στα λιβάδια της αγαπημένης του Γερμανίας. Ο λαγός της μνήμης του ήταν άγριος, δυνατός και γρήγορος. Τα μακριά, μεγάλα αυτιά του συνελάμβαναν κάθε ήχο, ιδίως αυτούς που μπορεί να σήμαιναν κίνδυνο στο λιβάδι όπου κατοικούσε. Τέτοια ζώα ήταν δύσκολο να συλληφθούν, πόσο μάλλον να ζωγραφιστούν, ελεύθερα, καθώς οι λαγοί χάνονται από το οπτικό μας πεδίο εν ριπή οφθαλμού.
Η ακουαρέλα του 1502 «Νεαρός λαγός» (με τον αρχικό τίτλο «Feldhase» ή «Field Hare»), δείχνει έναν λαγό ολοζώντανο. Αν και αυτά τα ζώα θεωρούνταν παράσιτα που κατακλύζουν τα λιβάδια, ο Ντύρερ αποδίδει τον λαγό με σεβασμό – μπορούμε σχεδόν να συναισθανθούμε τι σκέφτεται.
Λέγεται ότι για να δημιουργήσει τον πίνακα ο Ντύρερ, παρατήρησε πρώτα τον λαγό στη φύση, στη συνέχεια έκανε μελέτες ενός λαγού που είχε στο εργαστήριό του και το τελικό έργο προέκυψε από ένα μονταρισμένο δείγμα. Ο Ντύρερ παρουσιάζει τον λαγό με εκπληκτική λεπτομέρεια σε καθιστή θέση τριών τετάρτων, να κοιτάζει μπροστά. Το απλό φόντο βοηθά το μάτι να εστιάσει στην κεντρική φιγούρα, σαν να έχει τοποθετηθεί μέσα σε μια επίπεδη επιφάνεια για μελέτη. Ωστόσο, δείχνει ολοζώντανος.
Υπέροχη λεπτομέρεια
Όπως είναι τοποθετημένο, η ένταση του ζώου είναι αισθητή, γεγονός που δίνει την αίσθηση ότι ο λαγός μπορεί να φύγει από το χαρτί ανά πάσα στιγμή. Ο ιστότοπος του Τομ Γκάρνεϋ History of Art αναφέρει: «… έχουμε μια μοναδική φιγούρα χωρίς φόντο και μια τέλεια αποτυπωμένη στιγμή ακινησίας και εγρήγορσης. Ένας ήχος ή μια μικρή αλλαγή στον άνεμο και το κεφάλι θα γείρει, τα αυτιά θα τεντωθούν και ο λαγός θα έχει χαθεί».
Το μάτι του λαγού δείχνει την αντανάκλαση ενός παραθύρου, γεγονός που θα μπορούσε να υποδηλώνει ότι το έργο έγινε σε στούντιο. Μια φωτεινή πηγή στα αριστερά, εκτός οπτικού πεδίου, δημιουργεί μια απαλή σκιά στα δεξιά του λαγού. Τα μεγάλα αυτιά είναι όρθια και στραμμένα στο πλάι, σαν να προσπαθούν να συλλάβουν κάθε ήχο στο περιβάλλον του.
Ο Ντύρερ γνώριζε όλες τις τεχνικές της υδατογραφίας. Η χρήση των καφέ τόνων και αποχρώσεων, καθώς και οι κηλίδες που εφαρμόζονται με πινέλα διαφορετικού πάχους υποδηλώνουν μια γούνα από παχύ τρίχωμα που επικαλύπτεται από προεξέχουσες τρίχες. Ο καλλιτέχνης εφάρμοσε διάφορες πινελιές, μακριές, κοντές, παχιές, ελαφρές, για να απεικονίσει το πραγματικό δέρμα ενός λαγού στην άγρια φύση. Ένα σκούρο υπόστρωμα υδατοχρώματος διαμορφώνει το σώμα της φιγούρας. Το λευκό γκουάς (παχύ υδατόχρωμα) στην κοιλιά, τα μάγουλα και τις άκρες του αυτιού δένουν όμορφα με τους άλλους φυσικούς τόνους της γούνας του ζώου.
Σύμφωνα με την ιστοσελίδα Visiting Vienna: «Εκτός από την απλή, αλλά εντυπωσιακή ιδέα ότι είναι πάνω από 500 ετών, υπάρχει και η αξιοσημείωτη λεπτομέρεια: οι μεμονωμένες τρίχες, οι αποχρώσεις και τα χρώματα που συνδυάζονται για να δημιουργήσουν μια σχεδόν φωτογραφική ποιότητα στον πίνακα. Και ας μην ξεχνάμε την ακρίβεια της δομής των οστών».
Ο Ντύρερ, άνθρωπος της Βόρειας Αναγέννησης, εργάστηκε σκληρά για να τελειοποιήσει όλες τις δεξιότητές του: ζωγράφος, χαράκτης, σχεδιαστής, συγγραφέας και θεωρητικός, και ερευνητής όλων των αναδυόμενων επιστημών της εποχής του. Η μελέτη των φυσικών επιστημών, σε συνδυασμό με το εκπληκτικό καλλιτεχνικό ταλέντο του, του επέτρεψε να απεικονίζει ζώα, τόσο εξωτικά όσο και κοινά, όσο το δυνατόν πιο ρεαλιστικά και με κάθε λεπτομέρεια. Ο Ντύρερ χρονολόγησε και υπέγραψε αυτό το έργο με το εμβληματικό του Α που είναι τυλιγμένο γύρω από το D, στο κάτω μέρος του προσκηνίου.
Ο καλλιτέχνης αντλούσε έμπνευση από τα όσα έβλεπε στον κόσμο γύρω του. Είχε πει κάποτε: «Μην απομακρύνεσαι από τη Φύση … γιατί η Τέχνη έχει τις ρίζες της στη Φύση, και όποιος μπορεί να την ανασύρει, την έχει». Σε αυτό το υπέροχο πορτρέτο ενός κοινού λαγού, ο Ντύρερ απεικόνισε ένα από τα ταπεινά πλάσματα του Θεού στην πραγματική του μορφή, αποκαλύπτοντας πόσο όμορφη είναι η φύση για όσους επιλέγουν να δουν.
Της Yvonne Marcotte
Επιμέλεια: Αλία Ζάε