Ο Τζον και η Κλώντια Κλάξτον ήταν ένα νεαρό ζευγάρι, γύρω στα 20. Ο Τζον ερωτεύτηκε την Κλώντια και μετά από δύο χρόνια γνωριμίας, της ζήτησε να παντρευτούν.
Ο γάμος τού άλλαξε εντελώς τη ζωή – τον έκανε αισιόδοξο, λιγότερο κυνικό και πολύ πιο ευτυχισμένο. Ένιωθε ότι όλος ο κόσμος ήταν δικός του.
Όμως, αυτός ο κόσμος κατέρρευσε όταν η Κλώντια διαγνώστηκε με λέμφωμα Hodgkin και της δόθηκαν μόνο 50% πιθανότητες επιβίωσης. Μέσα σε μια εβδομάδα, οι χειρουργοί αποφάσισαν να ανοίξουν το σώμα της από τη μασχάλη μέχρι την κοιλιά, προκειμένου να αφαιρέσουν τυχόν ορατά ίχνη της νόσου. Σοκαρισμένη και αβοήθητη, μπήκε στο νοσοκομείο.
Εκείνη την εποχή, ο Τζον εργαζόταν ως ιερέας σε ένα τοπικό νοσοκομείο. Επισκεπτόταν τους αρρώστους, άκουγε τις ιστορίες τους, προσευχόταν για αυτούς και έδειχνε συμπόνια. Ωστόσο, όταν η Κλώντια εισήχθη στο νοσοκομείο, η συμπόνια του Τζον εξαφανίστηκε.
«Μπορούσα να καταλάβω τι περνούσαν οι άλλοι άνθρωποι, αλλά δεν με ένοιαζε πια», είπε. «Με ένοιαζε μόνο η Κλώντια. Ήθελα να φωνάξω στους άλλους ασθενείς: Σταματήστε να γκρινιάζετε! Πιστεύετε ότι έχετε προβλήματα; Η γυναίκα μου μπορεί να πεθάνει ανά πάσα στιγμή!»
Ο Τζον όχι μόνο έπαψε να αισθάνεται συμπόνια του για τους συνανθρώπους του, αλλά θύμωσε και με τον Θεό. Ένιωσε προδομένος.
«Θεέ μου, γιατί εμάς;», σκεπτόταν. «Γιατί μας έδωσες μόνο έναν χρόνο ευτυχίας, σε αντάλλαγμα για τα τωρινά δεινά;»
Η θεραπεία που ακολουθούσε η Κλώντια εξαφάνισε την ομορφιά της και την εξάντλησε. Το δέρμα της σκοτείνιασε, τα μαλλιά της έπεσαν και έκανε έμετο όλη την ώρα. Κατά τη διάρκεια των θεραπευτικών διαδικασιών, δεν μπορούσε να κάνει τίποτα άλλο από το να παραμένει ξαπλωμένη, ακούγοντας τα κλικ της μηχανής που βομβάρδιζε το σώμα της με δόσεις αόρατων σωματιδίων. Κάθε δόση γερνούσε το σώμα της κατά ένα μήνα.
Οι φίλοι και η οικογένειά της προσπαάθησαν να τη βοηθήσουν με διάφορους τρόπους. Ένας φίλος της έφερε λουλούδια και προσπάθησε να την πείσει να αγνοήσει τον πόνο της και να σκεφτεί θετικά. Όταν όμως έφυγε, η Κλώντια έμεινε μόνη, αντιμέτωπη με τους έντονους πόνους. Ένας άλλος της είπε, με την ιδιότητα του θρησκευτικού θεραπευτή, ότι «η ασθένεια δεν είναι ποτέ το θέλημα του Θεού», αλλά έργο του Σατανά. Μια άλλη γυναίκα την ενθάρρυνε να ευχαριστήσει τον Θεό για όσα βάσανα περνούσε: «Μπορείς να πεις: Θεέ μου, σε αγαπώ, ειδικά στα βάσανα. Αυτό είναι το θέλημά Σου και εσύ ξέρεις τι είναι καλό για μένα.»
Αλλά η Κλώντια δεν μπορούσε να δεχτεί μια τέτοια ιδέα.
Υπήρξε και η πρόταση να δει την ασθένειά της ως μία σημαντική αποστολή: «Κλώντια, έχεις επιλεγεί να υποφέρεις για τον Θεό και Αυτός θα σε ανταμείψει… Ο Θεός σε διάλεξε, όπως διάλεξε τον Ιώβ και σε χρησιμοποιεί ως παράδειγμα για τους άλλους.»
Όμως ο δημοσιογράφος Φίλιπ Γιάνσεϋ [Philip Yancey, γεν. 1949], που την επισκέφθηκε για να καταγράψει την εμπειρία της, μαζί με άλλες μαρτυρίες ανθρώπων που πάσχουν από ανίατες ασθένειες, την άκουσε χωρίς να δώσει συμβουλές. Στο βιβλίο του «Πού βρίσκεται ο Θεός όταν πονάμε;» (Where Is God When It Hurts, 1977), ο δημοσιογράφος εξετάζει το ερώτημα πώς υποφέρουμε, γιατί συμβαίνει αυτό και πώς πρέπει να προσεγγίσουμε αυτή την κατάσταση.
Φυσικά δεν είναι ο μόνος. Το θέμα της ταλαιπωρίας και της αποφυγής του πόνου όχι μόνο απασχολεί όλους τους ανθρώπους, όπου κι αν βρίσκονται, αλλά βρίσκεται και στο επίκεντρο της κοινωνίας μας σήμερα.
Ανατομία του πόνου
Όταν ως δημοσιογράφος ο Γιάνσεϋ πήρε συνέντευξη από ένα νεαρό ζευγάρι που τραυματίστηκε σοβαρά σε μια συνάντηση με μια αρκούδα γκρίζλι, καθώς και από έναν μαθητή του οποίου η μικρότερη αδερφή πέθανε από καρκίνο σε νεαρή ηλικία, παρά τη θεραπεία και τις προσευχές, άρχισε να αναρωτιέται γιατί οι άνθρωποι έπρεπε να υποφέρουν τόσο πολύ. Σε τι χρησιμεύει αυτό;
Αφετηρία του στη μελέτη του πόνου ήταν ο φυσικός πόνος. Γνώρισε έναν από τους πρωτοπόρους της έρευνας για τον πόνο, τον Δρα Πολ Μπραντ, με αναγνωρισμένο και πολλάκις βραβευμένο ιατρικό έργο. Ο Δρ Μπραντ είχε προσπαθήσει να αναπτύξει ένα τεχνητό σύστημα αίσθησης του πόνου για λεπρούς που είχαν χάσει την αίσθηση του πόνου στα χέρια ή τα πόδια τους. Σε αντίθεση με όλους τους άλλους, οι ασθενείς του Δρος Μπραντ δεν υπέφεραν από τον πόνο, αλλά από την απουσία του – δεν ένιωθαν πόνο. Όταν τραυματίζονταν, αιμορραγούσαν, αλλά δεν το αισθάνονταν. Και όταν έτρεχαν σε βραχώδες έδαφος και χτυπούσαν πέφτοντας, ούτε τότε ένιωθαν τίποτα.
Ο σχεδιασμός ενός συστήματος αίσθησης του πόνου δεν είναι εύκολη υπόθεση. Για να σχεδιάσει κανείς ένα σύστημα που σχετίζεται με τα όργανα του σώματος, πρέπει να προβλέπει τις ανάγκες του σώματος και να τις γνωρίζει καλά. Ο γιατρός έπρεπε να σκεφτεί σαν Δημιουργός, κατασκευάζοντας έναν Άνθρωπο με ένα περίπλοκο και ευφυές σύστημα. Με τη βοήθεια μηχανικών και βιοχημικών, ο Δρ Μπραντ ανέπτυξε έναν τύπο τεχνητού νεύρου που προσκολλήθηκε σε ένα δάχτυλο σαν γάντι και μετέφερε την αίσθηση του πόνου όταν ασκούνταν πίεση σε αυτό. Όμως, οι επανειλημμένες απόπειρες να προσαρμόσει το τεχνητό νεύρο στους ασθενείς του αποδείχθηκαν άκαρπες και τελικά αναγκάστηκε να εγκαταλείψει το έργο του.
Ο Δρ Μπραντ κατάλαβε πόσο περίπλοκο είναι το σύστημα αίσθησης του πόνου στο σώμα μας και πόσο δύσκολο, αν όχι αδύνατο, να το μιμηθείς. Η ιατρική βιβλιογραφία περιέχει πληθώρα πληροφοριών για τα «δίκτυα πόνου» στο σώμα. Αν κοιτάξετε μέσα από ένα μικροσκόπιο, μπορείτε να δείτε ότι υπάρχουν εκατομμύρια «υποδοχείς πόνου» που βρίσκονται ακριβώς στην επιφάνεια του δέρματος. Έχουν σχεδιαστεί όχι μόνο για να αισθάνονται και να μεταδίδουν τον πόνο στον εγκέφαλο, αλλά και άλλες αισθήσεις: άγχος, άγγιγμα, ζέστη και κρύο. Μέσα στο σώμα, τα δίκτυα πόνου είναι δομημένα με εξίσου περίπλοκο τρόπο.
Στο βιβλίο «Το δώρο του πόνου» (The Gift of Pain, 1997), που συνυπογράφει με τον Γιάνσεϋ, ο Δρ Μπραντ αποκαλεί το σύστημα πόνου «θεϊκή δημιουργία», σχολιάζοντας:
«Δόξα τω Θεώ που επινόησε τον πόνο! Δεν νομίζω ότι θα μπορούσε να κάνει καλύτερη δουλειά.»
Όσο περισσότερο παρατηρούσε ο Δρ Μπραντ τους ασθενείς του, τόσο πιο ξεκάθαρα κατέληγε στο συμπέρασμα: ο πόνος είναι απαραίτητος για το σώμα μας. Χωρίς αυτόν, είναι αδύνατο να ζήσουμε πολύ σε αυτόν τον κόσμο. Είτε καταλαβαίνουμε πώς λειτουργούν τα συστήματα είτε όχι, πιθανώς υπάρχουν για κάποιο λόγο. Βρίσκονται στο σώμα μας για κάποιο λόγο και είναι σχεδιασμένα με σχολαστικό και περίπλοκο τρόπο.
Όμως, ο Γιάνσεϋ δεν σταμάτησε εκεί. Κατάλαβε ότι ο σωματικός πόνος δεν είναι η μόνη πηγή οδύνης. Κάποιοι μάλιστα θα μπορούσαν να πουν ότι δεν είναι καν τόσο ισχυρή όσο η ψυχική αγωνία που βιώνουμε καθημερινά όταν αντιμετωπίζουμε τις προκλήσεις της ζωής. Είτε πρόκειται για προβλήματα σχέσεων, συγκρούσεις με συναδέλφους ή για μια ανίατη παιδική μνήμη, τα συναισθήματα που τα συνοδεύουν είναι βαριά και προκαλούν μεγάλο ψυχικό άλγος. Αυτό το άλγος διαπερνά την ψυχή και προκαλεί ένα αίσθημα ανικανότητας και απελπισίας. Τι νόημα έχει ο πόνος που βιώνουμε όταν γεννάμε ένα παιδί με ελάττωμα; Ή όταν χάνουμε ένα αγαπημένο πρόσωπο; Και γιατί συμβαίνει αυτό;
Η θεωρία της ανταπόδοσης
Πολλοί είναι οι άνθρωποι που στις δυσκολίες αναρωτιούνται: «Γιατί εμένα;»
Ο Γιάνσεϋ άρχισε να αναζητά απαντήσεις στις αρχαίες παραδόσεις. Στην Παλαιά Διαθήκη, διάβασε ότι ο Θεός δημιούργησε τους ανθρώπους και την κοινωνία για να ενεργούν σύμφωνα με ορισμένες αρχές. Η εντιμότητα, η ειλικρίνεια και η συμπόνια οδηγούν σε καλά αποτελέσματα. Η εξαπάτηση, το ψέμα και η απληστία οδηγούν στα αντίθετα αποτελέσματα.
Στον Βουδισμό, αυτό ονομάζεται κάρμα – η ουσία που συσσωρεύεται στο σώμα μας λόγω κακών πράξεων που έχουμε κάνει στο παρελθόν, σε αυτή τη ζωή ή σε μια προηγούμενη. Για να απαλλαγούμε από το κάρμα, πρέπει να υποφέρουμε. Η γέννηση είναι οδύνη, η λύπη είναι οδύνη, η απώλεια και ο θάνατος είναι οδύνη.
Οι άνθρωποι που πηγαίνουν σε μοναστήρια στην Ινδία και την Κίνα καλούνται να διαλογιστούν μπαίνοντας σε βαθιά συγκέντρωση και να παραμείνουν ακίνητοι για πολλή ώρα υπομένοντας τον πόνο, κάτι που επιτρέπει στο κάρμα να εκδιωχθεί από το σώμα. Παροτρύνονται επίσης να εγκαταλείψουν τις «προσκολλήσεις» τους — επιθυμίες, φιλοδοξίες, πάθη και προσωπικό όφελος. Με αυτόν τον τρόπο μπορούν να φτάσουν σε μια ανώτερη κατάσταση συνείδησης, να απελευθερωθούν από τα βάσανα και να επιτύχουν τη νιρβάνα. Σύμφωνα με τον Βουδισμό, όσοι δεν θέλουν να εξαλείψουν το κάρμα με αυτόν τον τρόπο, θα πρέπει και πάλι να υποφέρουν, αλλά με διαφορετικούς τρόπους. Παραδείγματος χάριν, ίσως προσβληθούν από αρρώστιες ή ίσως ζήσουν μια κουραστική και επίπονη ζωή.
Ποιος ελέγχει τους νόμους του πόνου και του κάρμα; Όταν ο Γιάνσεϋ σκέφτηκε τη Βίβλο, ανακάλυψε πολλές πιθανές απαντήσεις: Το Βιβλίο της Γένεσης λέει ότι ο Θεός ήταν η άμεση πηγή ταλαιπωρίας για τον Ερ (τον γιο του Ιούδα). Ο Θεός τον σκότωσε αφού αμάρτησε (σύμφωνα με τα σχόλια των σοφών). Το Βιβλίο του Ιώβ υποδεικνύει ότι ο Σατανάς προκαλεί συνεχώς δεινά στον Ιώβ, αφότου έχει λάβει τη συγκατάθεση του Θεού. Και το βιβλίο των Παροιμιών περιγράφει τις φυσικές συνέπειες που θα υποστεί ένας άνθρωπος εξαιτίας της συμπεριφοράς του: αν συμπεριφέρεται άσχημα, μια μέρα θα πρέπει να υποφέρει εξαιτίας αυτού.
Στην εποχή μας, με την επικράτηση των υλιστικών και αθεϊστικών ιδεών, οι άνθρωποι έχουν εγκαταλείψει την άποψη ότι ένας άνθρωπος έχει ψυχή και ότι υπάρχει κάποιο ανώτερο Ον υπεύθυνο για τις ανθρώπινες υποθέσεις. Όταν η ψυχή φεύγει, το σώμα μένει και μαζί του το ερώτημα: «Γιατί πρέπει να υποφέρουμε αν πραγματικά δεν χρειάζεται;»
Ο Διαφωτισμός, τον 18ο αιώνα, ήθελε να βελτιώσει τον κόσμο, τη ζωή και τη δυνατότητα του ανθρώπου να απολαμβάνει. Ο Άγγλος φιλόσοφος Τζον Λοκ, ένας από τους ιδρυτές του κινήματος, είπε ότι «η δουλειά του ανθρώπου είναι να είναι ευτυχισμένος», δηλαδή δεν πρέπει να δεχόμαστε ότι ο πόνος είναι φυσικό μέρος της ζωής. Παράλληλα, άρχισαν να κυκλοφορούν βιβλία που τόνιζαν ότι ο άνθρωπος δεν πρέπει να υποφέρει από τη γέννηση μέχρι το θάνατο, αλλά να είναι ευτυχισμένος.
Κατά τη διάρκεια εκείνου του αιώνα, οι συχνότητα εμφάνισης των λιμών και των επιδημιών μειώθηκε . Οι άνθρωποι νοιάζονταν λιγότερο για την επιβίωσή τους και περισσότερο για την καλή ζωή και άρχισαν να φαντάζονται τι θα συνέβαινε αν συνέχιζαν την προσπάθεια να ελέγξουν τις περιστάσεις, τον κόσμο και την αβεβαιότητά του.
Ο καθηγητής Ιστορίας Ντάρριν ΜακΜάχον [Darrin McMahon, γεν. 1963], του Πανεπιστημίου της Φλόριντα, ένας από τους κορυφαίους ερευνητές στον κόσμο για την «ευτυχία», παραχώρησε μία συνέντευξη στους Epoch Times, στην οποία προειδοποιεί για αυτήν τη νέα πραγματικότητα της οποίας η αναζήτηση της ευτυχίας και η αποφυγή του πόνου αποτελούν βασικούς στόχους.
«Ανεξάρτητα από το πόσο έχουμε προοδεύσει, τα βάσανα δεν έχουν εξαλειφθεί», επισημαίνει ο καθηγητής. «Σύμφωνα με την ιστορία των αρχαίων πολιτισμών, είναι αναπόφευκτα. Όλοι βιώνουμε τραγωδίες στη ζωή μας. Άρα το να προσποιούμαστε ότι δεν θα υποφέρουμε δεν είναι λύση. Το να μάθουμε να αντιμετωπίζουμε τα βάσανα είναι.»
Η δύναμη της ελπίδας
Σε πείραμα που διεξήχθη το 1967, τρεις γιατροί κάλεσαν 50 άτομα στο εργαστήριό τους και άναψαν μια θερμάστρα, αυξάνοντας σταδιακά τη θερμοκρασία. Στόχος τους ήταν να δουν πότε τα υποκείμενα θα ένιωθαν δυσφορία και πόνο.
Αλλά τα υποκείμενα δεν γνώριζαν ότι οι γιατροί είχαν και άλλον ένα στόχο. Ήθελαν να δουν αν η απόσπαση της προσοχή των υποκειμένων από τη θερμάστρα θα επηρέαζε την αίσθησή τους του πόνου.
Όταν οι ερευνητές χτυπούσαν ένα κουδούνι, άγγιζαν το χέρι των υποκειμένων ή διάβαζαν μια ιστορία δυνατά, παρατήρησαν ότι μερικές φορές έπρεπε να ανεβάσουν τη θερμοκρασία κατά 45% για να παρατηρήσουν τα υποκείμενα τον πόνο. Μερικά άτομα έβγαλαν ακόμη και φουσκάλες στα χέρια τους χωρίς να τις παρατηρήσουν. Από την άλλη πλευρά, όταν η προσοχή των υποκειμένων δεν αποσπώνταν και στρεφόταν στον πόνο (όπως συμβαίνει με πολλούς ασθενείς που βρίσκονται στο νοσοκομείο), τότε έδειχναν πολύ μεγαλύτερη ευαισθησία στη θερμοκρασία (Hardy, Wolff, Goodell, 1967).
Η εμπειρία του Γιάνσεϋ με την Κλώντια και άλλους ασθενείς σε τελικό στάδιο τον βοήθησε να συνειδητοποιήσει ότι όλες οι εξηγήσεις και οι συμβουλές που περιστρέφονταν γύρω από τα δεινά τους δεν τους βοηθούσαν – το αντίθετο. Συνειδητοποίησε ότι το πιο χρήσιμο πράγμα που μπορείς να κάνεις για αυτούς τους ανθρώπους είναι να τους ξυπνήσεις την αίσθηση της ελπίδας και να τους πείσεις ότι τους περιμένει ένα λαμπρό μέλλον – ακριβώς το αντίθετο από αυτό που βιώνουν στο νοσοκομείο.
Πειράματα σε ζώα και ανθρώπους έχουν επεξηγήσει αυτή την αρχή. Ο Δρ Κουρτ Ρίχτερ, ψυχολόγος στο Πανεπιστήμιο Τζονς Χόπκινς, πραγματοποίησε ένα συγκλονιστικό πείραμα, στο οποίο τοποθέτησε δύο αρουραίους σε μια μεγάλη δεξαμενή με νερό. Πέταξε τον πρώτο αρουραίο στη δεξαμενή και τον παρακολούθησε. Καθώς οι αρουραίοι είναι καλοί κολυμβητές, το ζώο παρέμεινε στην επιφάνεια του νερού για περίπου 60 ώρες, μέχρι ότου εξαντλήθηκε και πνίγηκε.
Με τον άλλο αρουραίο, ακολούθησε διαφορετική διαδικασία: άρχισε κρατώντας τον στην αγκαλιά του για αρκετά λεπτά, μέχρι που ο αρουραίος σταμάτησε να αντιστέκεται. Τότε, τον τοποθέτησε στο νερό. Αφού κολύμπησε λίγα λεπτά, βυθίστηκε απότομα και πνίγηκε. Ο Δρ Ρίχτερ πρότεινε ότι ο αυτός ο αρουραίος απλώς «παραιτήθηκε». Αφότου αγωνίστηκε στην αγκαλιά του μάταια, πείστηκε για την αδυναμία του να τα καταφέρει, αντίληψη που λειτούργησε όταν ύστερα τοποθετήθηκε στο νερό. Σύμφωνα με τη θεωρία του γιατρού, ο αρουραίος πέθανε από επίκτητη αδυναμία.
Άλλα πειράματα έχουν δείξει ότι το αίσθημα ανικανότητας μπορεί να αλλάξουν τη φυσιολογία.
Σε ένα από αυτά, δύο ομάδες αρουραίων δέχθηκαν ηλεκτροσόκ. Στα ζώα της πρώτης ομάδας δόθηκε η ευκαιρία να κλείσουν το ρεύμα χρησιμοποιώντας ένα πεντάλ, ενώ σε εκείνα της δεύτερης ομάδας όχι. Αρκετό καιρό μετά το ηλεκτροσόκ, φάνηκε μεν ότι το ρεύμα δεν ενοχλούσε πλέον τους αρουραίους και των δύο ομάδων, ωστόσο οι αρουραίοι της δεύτερης ομάδας, στους οποίους δεν δόθηκε η δυνατότητα να κλείσουν το ρεύμα, έγιναν πολύ πιο ευάλωτοι στις ασθένειες.
Το αντίθετο της ανικανότητας – η θεραπευτική δύναμη της ελπίδας – έχει αποδειχθεί και σε πειράματα με ανθρώπους. Το καλοκαίρι του 1996, ο Δρ Μπρους Μόσλεϋ [Bruce Moseley] οργάνωσε, στο Ιατρικό Κέντρο του Χιούστον, ένα πείραμα με δέκα ασθενείς που έπασχαν από οστεοαρθρίτιδα του γόνατος. Και οι δέκα προγραμματίστηκε να κάνουν χειρουργική επέμβαση για την ανακούφιση του πόνου τους, υποβλήθηκαν σε εξετάσεις, δέχτηκαν αγωγή για ανακούφιση του πόνου και μεταφέρθηκαν στο χειρουργείο.
Όλοι επέστρεψαν σπίτι από το χειρουργείο με πατερίτσες και παυσίπονα. Ωστόσο, στο χειρουργείο, αν και έκαναν τομές στην περιοχή του γόνατος σε όλους, μόνο σε πέντε έγινε πραγματικά η διορθωτική χειρουργική επέμβαση. Οι υπόλοιποι υποβλήθηκαν απλά σε μια προσομοιωμένη, «δήθεν» επέμβαση που ονομάζεται «placebo». Οι ουλές στα γόνατα από τα ράμματα στις τομές δεν φανέρωναν τι είχε συμβεί στην πραγματικότητα.
Τα αποτελέσματα εξέπληξαν τους πάντες: Η εικονική επέμβαση λειτούργησε! Έξι μήνες μετά την επέμβαση, οι ασθενείς δεν γνώριζαν ακόμα ποιοι συγκεκριμένα είχαν υποβληθεί σε πραγματική χειρουργική επέμβαση και ποιοι σε ψευδή, αλλά όλοι ανέφεραν σημαντική ανακούφιση από τον πόνο και αξιοσημείωτες βελτιώσεις στην κινητικότητα. Όσοι έκαναν την πραγματική χειρουργική επέμβαση δεν πήγαν καλύτερα από εκείνους που έκαναν την εικονική.
Το 2002, ο Δρ Μόσλεϋ επανέλαβε το πείραμα, αυτή τη φορά με 180 ασθενείς. Δύο χρόνια μετά τη χειρουργική επέμβαση, όλοι οι ασθενείς ανέφεραν σημαντική ανακούφιση από τον πόνο, και ακόμη και αυτή τη φορά όσοι έκαναν την πραγματική χειρουργική επέμβαση δεν βελτιώθηκαν περισσότερο από εκείνους που έκαναν την εικονική.
«Η ελπίδα επιτρέπει σε ένα άτομο να πιστέψει ότι ακόμα κι αν συμβεί το χειρότερο, μπορεί να σηκωθεί και να προχωρήσει», τονίζει ο Γιάνσεϋ.
Μέσα στην τρύπα του κουνελιού
Υπάρχει και ένα άλλο, βαθύτερο ψυχολογικό επίπεδο. Πριν από περίπου 80 χρόνια, ο Ουκρανός ψυχαναλυτής Έντμουντ Μπέργκλερ [Edmund Bergler, 1899-1962], ο οποίος έγραψε 25 βιβλία ψυχολογίας, παρατήρησε ότι το λειτουργικό σύστημα της ανθρώπινης ψυχολογίας είχε ένα σοβαρό ελάττωμα. Κάτι παρόμοιο με έναν ιό ή ένα σφάλμα στο σύστημα του υπολογιστή.
Ο Μπέργκλερ το ονόμασε «συναισθηματικό μπλοκάρισμα». Όταν αντιμετωπίζουμε δυσκολίες, αντί να προχωρήσουμε, κολλάμε σε αυτές, σαν να αντλούμε ευχαρίστηση από αυτές. Αυτή η ιδέα μοιάζει πολύ με την «προσκόλληση» για την οποία μιλά ο Βουδισμός όταν βιώνουμε συναισθήματα όπως η ζήλια, ο θυμός και άλλα πάθη.
Ο Μπέργκλερ συμφώνησε με τους κλασικούς ψυχαναλυτές ότι από την παιδική ηλικία κουβαλάμε στο μυαλό μας συναισθήματα και εμπειρίες στέρησης, απόρριψης, αδυναμίας, κλπ. Επειδή τα αρνητικά συναισθήματα παραμένουν άλυτα, τα βιώνουμε ξανά και ξανά αργότερα στη ζωή, με επώδυνους τρόπους. Σύμφωνα με τον Μπέργκλερ, ως ενήλικες συχνά ερμηνεύουμε τις εμπειρίες μας με βάση τις συσσωρευμένες από τη βρεφική ηλικία αντιλήψεις.
Όταν βιώνουμε ένα αρνητικό συναίσθημα, τείνουμε να κατηγορούμε αυτόματα τους άλλους και πιστεύουμε ότι μας έκαναν να νιώσουμε έτσι ή ότι είναι η πηγή της απογοήτευσης, του θυμού ή της ζήλιας μας. Λίγοι, σύμφωνα με τον Μπέργκλερ, είναι πρόθυμοι να παραδεχτούν ότι η συναισθηματική ταλαιπωρία που βιώνουν προκαλείται από μια υποβόσκουσα επιθυμία τους να την επεξεργαστούν και να την ξεπεράσουν.
Για παράδειγμα, ένας άνθρωπος που ζηλεύει θα πρέπει να προσπαθήσει να καταλάβει γιατί υποφέρει από ζήλια. Μπορεί να έχει μια βαθύτερη «προσκόλληση» στο συναίσθημα της απόρριψης. Σε νεαρή ηλικία βίωσε την απόρριψη με οδυνηρό τρόπο και από τότε επανεμφανίζεται συνεχώς και εκδηλώνεται με διαφορετικούς τρόπους – μερικές φορές με τη μορφή της ζήλιας. Αυτή είναι η κρυφή πηγή του πόνου του.
Στο βιβλίο του «Γιατί υποφέρουμε» (Why We Suffer, 2015), ο ψυχοθεραπευτής Πήτερ Μάικλσον [Peter Michaelson, γεν. 1952] περιγράφει τη θεωρία του Μπέργκλερ:
«Ας υποθέσουμε ότι περιμένετε στην ουρά στο μπακάλικο και κάποιος ξαφνικά χώνεται μπροστά σας. Μπορεί να αντιδράσετε είτε επιθετικά είτε παθητικά, μη λέγοντας τίποτα. Εάν είστε επιθετικοί, διατρέχετε τον κίνδυνο να «μπείτε σε αρνητική ροή» και να τσακωθείτε. Πιθανότατα θα νιώσετε ενοχές ή ντροπή αργότερα λόγω της υπερβολικής αντίδρασής σας. Αν δεν πείτε τίποτα, πάλι κινδυνεύετε να «μπείτε σε αρνητική ροή», να συγχυστείτε, ακόμη και να θυμώσετε, επικρίνοντας αργότερα τον εαυτό σας για την παθητικότητα που δείξατε όταν επιτρέψατε σε εκείνον τον άνθρωπο «να συμπεριφερθεί τόσο αγενώς».
Πώς μπορείτε να αποφύγετε να αντιδράσετε αρνητικά σε μια τέτοια κατάσταση; Πρέπει, κατ’ αρχάς, να αναλάβετε την ευθύνη για την αρνητικότητα σας. Αυτή η αρνητικότητα είναι δική σας. Ο άνθρωπος που μπήκε μπροστά σας στην ουρά δεν κατέστρεψε τη γραμμή. Μόνο εσάς επηρέασε. Πρέπει να κοιτάξετε, λοιπόν, τα αρνητικά στοιχεία που ενεργοποιούνται μέσα σας. Σας φέρθηκε με ασέβεια και αυτό σας προκάλεσε πόνο. Ίσως αυτό σημαίνει ότι έχετε μια προσκόλληση σε αρνητικά συναισθήματα που συνδέονται με συναισθήματα ασημαντότητας και αναξιότητας.
Σε παρόμοιες περιστάσεις, ο Μάικλσον προτείνει να κάνετε στον εαυτό σας μερικές απλές ερωτήσεις: Γιατί είμαι θυμωμένος; Τι φοβάμαι; Τι με στεναχωρεί; Γιατί νιώθω μοναξιά; Γιατί υποφέρω;
Της Maya Mizrahi