Ο πρόεδρος των Ηνωμένων Πολιτειών, Ντόναλντ Τραμπ, δήλωσε στις 12 Οκτωβρίου ότι εξετάζει το ενδεχόμενο να εγκρίνει την αποστολή πυραύλων μεγάλου βεληνεκούς Τόμαχωκ στην Ουκρανία, εάν η Ρωσία συνεχίσει να αρνείται τον τερματισμό του πολέμου. Σύμφωνα με τον ίδιο, εάν εγκριθεί η αποστολή, οι πύραυλοι θα πουληθούν πρώτα στο ΝΑΤΟ, το οποίο στη συνέχεια θα τους προωθήσει στο Κίεβο.
Ο Τραμπ αποκάλυψε ότι συζήτησε το θέμα με τον Ουκρανό πρόεδρο Βολοντίμιρ Ζελένσκι, επισημαίνοντας ότι η Ουκρανία επιθυμεί την απόκτηση των Τόμαχωκ. Μιλώντας στους δημοσιογράφους εντός του προεδρικού αεροσκάφους Air Force One, κατά τη μετάβασή του στο Ισραήλ, ανέφερε ότι «οι Ουκρανοί θα ήθελαν να έχουν Τόμαχωκ» και πως το ενδεχόμενο παραμένει ανοιχτό.
Όταν ρωτήθηκε αν οι Ηνωμένες Πολιτείες θα προμηθεύσουν την Ουκρανία με τους πυραύλους, ο Τραμπ άφησε να εννοηθεί ότι ίσως συζητήσει το ζήτημα με τον Ρώσο πρόεδρο Βλαντιμίρ Πούτιν πριν λάβει μια οριστική απόφαση. Σύμφωνα με τα λεγόμενά του, θα μπορούσε να πει στον Πούτιν ότι, εάν ο πόλεμος δεν τερματιστεί, η Ουάσιγκτον θα αποστείλει τους πυραύλους. Ο πρόεδρος χαρακτήρισε τους Τόμαχωκ ως «εξαιρετικά ισχυρό και επιθετικό όπλο» και πρόσθεσε ότι «η Ρωσία, πραγματικά, δεν χρειάζεται κάτι τέτοιο».
Σύμφωνα με την κατασκευάστρια εταιρεία Raytheon, οι πύραυλοι Τόμαχωκ έχουν εμβέλεια περίπου 1.600 χιλιομέτρων, ενώ ορισμένες εκδόσεις τους μπορούν να φτάσουν έως τα 2.500 χιλιόμετρα. Αυτό σημαίνει ότι η Ουκρανία θα μπορούσε να πλήξει στόχους ακόμη και στη Μόσχα ή σε άλλες περιοχές της ευρωπαϊκής Ρωσίας, εάν αποκτούσε τα αμερικανικά όπλα.
Ο Τραμπ υπογράμμισε ότι η πιθανή αποστολή των πυραύλων θα αποτελούσε «ένα νέο βήμα επιθετικότητας» στη σύγκρουση. Παράλληλα, τόνισε ότι ενδέχεται να προειδοποιήσει τη ρωσική πλευρά πως, αν ο πόλεμος δεν τερματιστεί, «οι Ηνωμένες Πολιτείες ίσως πράγματι προχωρήσουν στην αποστολή».
Ο Ζελένσκι δήλωσε ότι συνομίλησε με τον Τραμπ για δεύτερη φορά μέσα σε δύο ημέρες, με θέμα την ενίσχυση της ουκρανικής άμυνας, της ανθεκτικότητας και των δυνατοτήτων μακρών πληγμάτων. Επεσήμανε ακόμη ότι οι δύο ηγέτες συζήτησαν για τον ενεργειακό τομέα και ότι «ο πρόεδρος Τραμπ είναι πλήρως ενημερωμένος για όσα συμβαίνουν», ενώ οι ομάδες τους συνεχίζουν τον προγραμματισμό της συνεργασίας τους.
Στις Ηνωμένες Πολιτείες, ο αντιπρόεδρος Τζ. Ντ. Βανς επιβεβαίωσε ότι η κυβέρνηση εξετάζει το ουκρανικό αίτημα για προμήθεια των Τόμαχωκ, αναφέροντας ότι το ζήτημα αποτελεί αντικείμενο διαβούλευσης και με τους Ευρωπαίους συμμάχους. Σε συνέντευξή του στο τηλεοπτικό δίκτυο Fox News, στις 28 Σεπτεμβρίου, είπε ότι «οι Ηνωμένες Πολιτείες εξετάζουν αρκετά αιτήματα των Ευρωπαίων» και ότι η τελική απόφαση ανήκει στον πρόεδρο.
Ο Βανς υπογράμμισε ότι εναπόκειται στις ευρωπαϊκές χώρες να αναλάβουν το κόστος της αποστολής και ότι ο Τραμπ θα αποφασίσει «με βάση το εθνικό συμφέρον των Ηνωμένων Πολιτειών». Τόνισε ότι αυτό το κριτήριο αποτελεί «τον οδηγό για κάθε απόφαση εξωτερικής και αμυντικής πολιτικής» του προέδρου.
Την ίδια περίοδο, ο ειδικός απεσταλμένος των ΗΠΑ στην Ουκρανία, Κηθ Κέλλογκ, δήλωσε ότι ο Τραμπ είχε δώσει τη συγκατάθεσή του για επιθέσεις μεγάλης εμβέλειας εντός ρωσικού εδάφους. Ο Αμερικανός πρόεδρος είχε ήδη επισημάνει ότι, αφού μελέτησε διεξοδικά τη στρατιωτική και οικονομική κατάσταση, θεωρεί πως η Ουκρανία —με την υποστήριξη του ΝΑΤΟ και της Ευρωπαϊκής Ένωσης— βρίσκεται σε θέση να πολεμήσει και να ανακτήσει όλα τα εδάφη της.
Η απάντηση Πούτιν
Οι δηλώσεις αυτές προκάλεσαν την έντονη αντίδραση της Μόσχας, με τον Ρώσο πρόεδρο, Βλαντιμίρ Πούτιν, να προειδοποιεί στις 5 Οκτωβρίου ότι οποιαδήποτε αποστολή πυραύλων Τόμαχωκ στην Ουκρανία θα έχει ως αποτέλεσμα «την καταστροφή των σχέσεων» της Ρωσίας και των Ηνωμένων Πολιτειών ή, τουλάχιστον, «στην αναίρεση των θετικών τάσεων που είχαν αρχίσει να διαφαίνονται». Η δήλωσή του προβλήθηκε σε βίντεο από τον δημοσιογράφο Πάβελ Ζαρούμπιν της ρωσικής κρατικής τηλεόρασης.
Αυτή η εξέλιξη δεν απέχει παρά μόλις δύο μήνες από τη συνάντηση των δύο προέδρων στην Αλάσκα, η οποία είχε αναπτερώσει τις ελπίδες για ειρήνη μεταξύ Μόσχας και Κιέβου. Από τότε, η Ρωσία ενέτεινε τις επιχειρήσεις της στην Ουκρανία, ενώ δυτικές πηγές αναφέρουν ότι ρωσικά μη επανδρωμένα αεροσκάφη έχουν πραγματοποιήσει πτήσεις στον εναέριο χώρο του ΝΑΤΟ. Παράλληλα, η Ουάσιγκτον φαίνεται διατεθειμένη να υποστηρίξει πιο επιθετικές επιχειρήσεις εναντίον του πρώην αντιπάλου της από την εποχή του Ψυχρού Πολέμου.

Ο εκπρόσωπος του Κρεμλίνου, Ντμίτρι Πεσκόφ, δήλωσε ότι η Ρωσία «αναλύει προσεκτικά» τις δηλώσεις των Αμερικανών αξιωματούχων, αλλά θεωρεί ότι οι Τόμαχωκ δεν θα αποτελέσουν καθοριστικό παράγοντα στο πεδίο της μάχης. Όπως ανέφερε, «δεν υπάρχει κανένα μαγικό όπλο που να αλλάζει τη δυναμική στο μέτωπο» και, είτε πρόκειται για Τόμαχωκ είτε για άλλους πυραύλους, «η κατάσταση για το καθεστώς του Κιέβου δεν θα αλλάξει».
Στις 2 Οκτωβρίου, ο Πούτιν δήλωσε ότι η χρήση των Τόμαχωκ από την Ουκρανία θα απαιτούσε την άμεση συμμετοχή αμερικανικού στρατιωτικού προσωπικού και ότι οποιαδήποτε αποστολή τους στο Κίεβο θα θεωρηθεί κλιμάκωση. Ο Ρώσος πρόεδρος προειδοποίησε ότι κάτι τέτοιο «θα σηματοδοτούσε μια εντελώς νέα, ποιοτικά διαφορετική φάση της σύγκρουσης», όχι μόνο στο πεδίο των επιχειρήσεων, αλλά και στις σχέσεις Ρωσίας-ΗΠΑ.
Παρά τις προειδοποιήσεις του, ο Πούτιν παραδέχθηκε ότι, αν και οι πύραυλοι αυτοί θα μπορούσαν να προκαλέσουν ζημιά στη Ρωσία, η Μόσχα «θα τους καταρρίψει και θα ενισχύσει περαιτέρω τα συστήματα της αντιαεροπορικής της άμυνας».
Με παρόμοιες δηλώσεις εκατέρωθεν, η ένταση ανάμεσα στις δύο υπερδυνάμεις φαίνεται να αυξάνεται εκ νέου, φέρνοντας τον κόσμο ένα ακόμη βήμα πιο κοντά σε μια νέα φάση αντιπαράθεσης ανάλογη με εκείνη του Ψυχρού Πολέμου.
Των Aldgra Fredly και Jacob Burg
Με πληροφορίες από το Reuters