Τη 2α Δεκεμβρίου, ο πρόεδρος Ντόναλντ Τραμπ υπέγραψε νέα διακομματική νομοθεσία για την Ταϊβάν, προκαλώντας άμεση διαμαρτυρία από το κινεζικό κομμουνιστικό καθεστώς, το οποίο θεωρεί την Ταϊβάν τμήμα της επικράτειάς του.
Ο Τραμπ υπέγραψε τον νόμο Taiwan Assurance Implementation Act, ο οποίος υποχρεώνει το αμερικανικό υπουργείο Εξωτερικών να επανεξετάζει και να επικαιροποιεί τις κατευθυντήριες γραμμές για τις σχέσεις των ΗΠΑ με την Ταϊβάν τουλάχιστον μία φορά κάθε πέντε χρόνια. Στόχος της πρωτοβουλίας είναι η εμβάθυνση των αμερικανοταϊβανέζικων σχέσεων, παρά την απουσία επίσημων διπλωματικών σχέσεων.
Στις 3 Δεκεμβρίου, ο πρόεδρος της Ταϊβάν, Λάι Τσινγκ-τε, εξέφρασε την εκτίμησή του για την απόφαση του Τραμπ στην πλατφόρμα X, σημειώνοντας ότι αναδεικνύει τη σημασία της αμερικανικής εμπλοκής με την Ταϊβάν. «Στο εξής, θα συνεργαστούμε ακόμη στενότερα με τις ΗΠΑ σε όλους τους τομείς, ώστε να διασφαλίσουμε την ειρήνη, τη σταθερότητα και την ευημερία στην περιοχή», πρόσθεσε ο Λάι.
Η εκπρόσωπος της προεδρίας της Ταϊβάν, Κάρεν Κουό, σχολίασε τη σημασία της νομοθεσίας, δηλώνοντας: «Ο νόμος αυτός επιβεβαιώνει την αξία της αμερικανικής αλληλεπίδρασης με την Ταϊβάν, στηρίζει στενότερες ταϊβανέζικo-αμερικανικές σχέσεις και αποτελεί σταθερό σύμβολο των κοινών μας αξιών για δημοκρατία, ελευθερία και σεβασμό στα ανθρώπινα δικαιώματα».
Η Κουό τόνισε επίσης πως «μια ισχυρή ταϊβανέζικo-αμερικανική σχέση αποτελεί ακρογωνιαίο λίθο για τη διατήρηση της ειρήνης και της σταθερότητας στην περιοχή Ινδικού-Ειρηνικού».
Τον Ιανουάριο του 2021, λίγο πριν τη λήξη της πρώτης θητείας Τραμπ, ο τότε υπουργός Εξωτερικών Μάικ Πομπέο ήρε τους αυτοεπιβληθέντες περιορισμούς στις επαφές αξιωματούχων μεταξύ ΗΠΑ και Ταϊβάν, οι οποίοι είχαν τεθεί σε ισχύ έπειτα από τη διπλωματική αναγνώριση του Πεκίνου αντί της Ταϊπέι το 1979.
Ο υπουργός Εξωτερικών της Ταϊβάν, Λιν Τσι-λουνγκ, ενημέρωσε δημοσιογράφους ότι ο νέος νόμος θα διευκολύνει την είσοδο στελεχών της Ταϊβάν σε ομοσπονδιακές υπηρεσίες των ΗΠΑ για συναντήσεις, αν και το κείμενο της νομοθεσίας δεν το αναφέρει ρητά.
Σε αντίδραση προς τη νέα αμερικανική νομοθεσία, ο Λιν Τζιν, εκπρόσωπος του Υπουργείου Εξωτερικών του κινεζικού καθεστώτος, δήλωσε κατά την τακτική ενημέρωση των εκπροσώπων Τύπου πως «η Κίνα αντιτίθεται σθεναρά σε κάθε μορφή επίσημων επαφών μεταξύ των Ηνωμένων Πολιτειών και της περιφέρειας της Ταϊβάν», σύμφωνα με το κρατικό πρακτορείο Xinhua.
Το νομοθέτημα κατατέθηκε στη Βουλή τον Φεβρουάριο από τους εκπροσώπους Αν Γουάγκνερ, Τζέρι Κόνολι και Τεντ Λίου και εγκρίθηκε τον Μάιο με φωνητική ψηφοφορία. Στις 3 Δεκεμβρίου, η Γουάγκνερ δήλωσε: «Ο νέος νόμος θα ενισχύσει την εθνική ασφάλεια των ΗΠΑ και θα αντιμετωπίσει την επιθετικότητα του Κινεζικού Κομμουνιστικού Κόμματος. Οι Ηνωμένες Πολιτείες στέκονται στο πλευρό της Ταϊβάν και δεν θα επιτρέψουμε στην Κίνα να αποσταθεροποιήσει τον κόσμο περισσότερο απ’ όσο έχει ήδη καταφέρει». Η ίδια προσέθεσε: «Ο νόμος Taiwan Assurance Implementation Act ενισχύει την αμερικανική υπεροχή σε μια κρίσιμη στιγμή της ιστορίας και αποτελεί ένα ισχυρό βήμα προς τα εμπρός υπέρ της αδιάλειπτης στήριξής μας στην Ταϊβάν, καθώς αυτή αντιστέκεται στην επιθετικότητα και τις επιχειρήσεις επιρροής του ΚΚΚ. Η νομοθεσία θωρακίζει τη δική μας εθνική ασφάλεια και θα μας βοηθήσει να αποτρέψουμε την Κίνα να εδραιώσει περαιτέρω επικίνδυνη παρουσία στην περιοχή και παγκοσμίως».
Το γραφείο της Γουάγκνερ τόνισε ότι οι τακτικές αξιολογήσεις και επικαιροποιήσεις που απαιτεί ο νέος νόμος θα αποτελέσουν ευκαιρίες για ενίσχυση της συνεργασίας ΗΠΑ–Ταϊβάν και για την προώθηση ειρηνικής επίλυσης ζητημάτων που αφορούν τα στενά της Ταϊβάν.
Η ίδια νομοθεσία προτάθηκε στη Γερουσία από τους γερουσιαστές Τζον Κόρνιν και Κρις Κουνς τον Μάρτιο και εγκρίθηκε τον Νοέμβριο. Ο γερουσιαστής Τοντ Γιάνγκ σχολίασε στις 3 Δεκεμβρίου: «Η στενή συνεργασία με την Ταϊβάν είναι κρίσιμη για την ανάσχεση της κινεζικής επιθετικότητας και τη διατήρηση της ειρήνης μέσω αποτροπής στον Ειρηνικό».
Πρόσφατα, ο Λίου πρότεινε αμυντικές δαπάνες ύψους 40 δισεκατομμυρίων δολαρίων για την αντιμετώπιση ενδεχόμενης στρατιωτικής επίθεσης της Κίνας κατά της νήσου έως το 2027, πρόταση που έχει συγκεντρώσει ευρεία διακομματική στήριξη στο Κογκρέσο.
Ο Τραμπ, ο οποίος είχε συναντηθεί με τον Κινέζο ηγέτη Σι Τζινπίνγκ κατά τη Σύνοδο Οικονομικής Συνεργασίας Ασίας-Ειρηνικού στη Νότια Κορέα τον Οκτώβριο, αναμένεται να επισκεφθεί την Κίνα τον ερχόμενο Απρίλιο.
Με τη συμβολή του Reuters








