Η απειλή του Αμερικανού προέδρου Ντόναλντ Τραμπ να επιβάλει δασμούς ύψους 50% στην Ευρωπαϊκή Ένωση από τις 9 Ιουλίου προκάλεσε αναβρασμό στις Βρυξέλλες, οδηγώντας τους ευρωπαίους αξιωματούχους σε έναν αγώνα δρόμου για συνάντηση με τους ομολόγους τους στην Ουάσιγκτον πριν τη λήξη της προθεσμίας. Η αναμενόμενη αύξηση εντάσεων στις διατλαντικές εμπορικές σχέσεις έρχεται να προστεθεί σε ένα ιστορικά δύσκολο υπόβαθρο, που χαρακτηρίζεται από διαχρονική απογοήτευση της Ουάσιγκτον με την πολυσύνθετη ευρωπαϊκή αγορά.
Όπως σημειώνει ο πρώην υπουργός Εμπορίου των ΗΠΑ, Γουίλμπουρ Ρος, «υπάρχουν 27 κράτη-μέλη και το καθένα έχει διαφορετικές εμπορικές προτεραιότητες», σκιαγραφώντας μια από τις βασικές αιτίες των συχνών τριβών μεταξύ ΗΠΑ και ΕΕ στη χάραξη κοινής εμπορικής πολιτικής. Η έλλειψη εσωτερικής συνοχής και ο ιδιαίτερος χαρακτήρας των ευρωπαϊκών προτεραιοτήτων αποτελούν βραχνά για τις ΗΠΑ, που αναζητούν πιο άμεση και ενιαία διαπραγμάτευση με τον ευρωπαϊκό εταίρο.
Ιστορικό εντάσεων και βασικά αίτια
Οι σχέσεις ΗΠΑ-ΕΕ στο εμπόριο ταλανίζονται επί δεκαετίες από διαφωνίες γύρω από τους δασμούς, τις ποσοστώσεις, τις επιδοτήσεις και τα τεχνολογικά πρότυπα. Παρά τις κατά καιρούς προσπάθειες σύγκλισης, η αμερικανική πλευρά καταγγέλλει συχνά την ύπαρξη «εμποδίων» που εμποδίζουν την ελεύθερη πρόσβαση αμερικανικών προϊόντων στην ενιαία ευρωπαϊκή αγορά.
Η διοίκηση Τραμπ είχε ήδη από την πρώτη θητεία της υιοθετήσει μια σκληρότερη γραμμή απέναντι στην ΕΕ, κατηγορώντας την για αθέμιτο ανταγωνισμό, ιδιαίτερα στον τομέα της αυτοκινητοβιομηχανίας και των αγροτικών προϊόντων. Το εμπορικό έλλειμμα των ΗΠΑ με την ΕΕ παραμένει διαχρονικά υψηλό — μια πραγματικότητα που ενισχύει το αφήγημα της Ουάσιγκτον περί «ανισότιμων όρων».
Η τρέχουσα απειλή για τεράστια αύξηση των δασμών, που θα έθιγε εκατοντάδες δισεκατομμύρια δολάρια αξίας ευρωπαϊκών εξαγωγών, θεωρείται από πολλούς αναλυτές εργαλείο πίεσης της αμερικανικής διοίκησης, προκειμένου να εξαναγκάσει τους Ευρωπαίους σε παραχωρήσεις σε μακροχρόνια ανοιχτά ζητήματα του εμπορικού ισοζυγίου.
Ανάμεσα στους βασικούς λόγους της δυσαρέσκειας του Τραμπ συγκαταλέγονται:
– Οι περίπλοκες εσωτερικές διαδικασίες λήψης αποφάσεων της ΕΕ, που παρατείνουν τις διαπραγματεύσεις.
– Η έλλειψη ενιαίας γραμμής στα εμπορικά θέματα λόγω των διαφορετικών εθνικών προσεγγίσεων των κρατών-μελών.
– Τα υφιστάμενα μη δασμολογικά εμπόδια, όπως ρυθμιστικά πρότυπα και γραφειοκρατικά κωλύματα, που περιορίζουν την είσοδο αμερικανικών προϊόντων.
– Το μεγάλο εμπορικό πλεόνασμα της ΕΕ έναντι των ΗΠΑ.
Προσπάθειες διαλόγου και διαπραγμάτευσης
Η αντίδραση των Βρυξελλών στις τελευταίες αμερικανικές απειλές ήταν άμεση, με ευρωπαίους αξιωματούχους να αναζητούν εσπευσμένες διαβουλεύσεις στις ΗΠΑ, ελπίζοντας να προλάβουν τα χειρότερα. Αν και η έκβαση των συζητήσεων παραμένει αβέβαιη, παρατηρητές εκτιμούν ότι η ΕΕ προσέρχεται στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων σε πιο αδύναμη θέση σε σχέση με το παρελθόν, πιθανόν δείχνοντας μεγαλύτερη διάθεση συμβιβασμού προκειμένου να αποτραπεί το οικονομικό σοκ μιας εμπορικής «έκρηξης» με τις ΗΠΑ.
Όπως δήλωσε ο Γουίλμπουρ Ρος: «Υπάρχουν 27 κράτη-μέλη, και το καθένα έχει διαφορετικές εμπορικές προτεραιότητες», αναδεικνύοντας το δομικό πρόβλημα της κατακερματισμένης ευρωπαϊκής στάσης απέναντι στις αμερικανικές αξιώσεις.

Η επιμονή του Τραμπ σε επιθετικές εμπορικές τακτικές με την ΕΕ δεν αποτελεί απλώς προσωποποιημένη στρατηγική αλλά αντικατοπτρίζει βαθύτερες αμερικανικές ανησυχίες για τη διαρθρωτική ισορροπία του παγκόσμιου εμπορίου και τον φόβο απώλειας ανταγωνιστικότητας. Όμως ο διατλαντικός οικονομικός δεσμός παραμένει καθοριστικός για τα συμφέροντα και των δύο πλευρών, καθώς εκατομμύρια θέσεις εργασίας εξαρτώνται από τη ροή αγαθών και υπηρεσιών μεταξύ των δύο οικονομιών.
Η πιθανότητα επιβολής δασμών ύψους 50% απειλεί να επιφέρει σημαντικά αντίποινα από την ΕΕ, με ορατό το ενδεχόμενο ενός εκτεταμένου εμπορικού πολέμου που θα πλήξει ιδιαίτερα ευαίσθητους βιομηχανικούς τομείς.
Η ιστορική διάσταση της δυσκολίας συνεννόησης μεταξύ ΗΠΑ και ΕΕ αναδύεται για άλλη μία φορά με οξυμένη ένταση, καθώς η απειλή του προέδρου Τραμπ για δυσθεώρητους δασμούς δημιουργεί νέα δεδομένα στις εμπορικές τους σχέσεις. Το κατά πόσο οι επικείμενες διαπραγματεύσεις θα αποτρέψουν μια εμπορική αναμέτρηση και θα οδηγήσουν σε ουσιαστικές παραχωρήσεις, μένει να φανεί τις επόμενες εβδομάδες — όμως η πάγια δυσκολία συντονισμού στον ευρωπαϊκό χώρο διατηρεί το διατλαντικό χάσμα ανοιχτό και απειλητικό.