Εκατόν δέκα χρόνια μετά την έναρξη της συστηματικής εξόντωσης των Αρμενίων από την Οθωμανική Αυτοκρατορία, η Τουρκία παραμένει η μοναδική χώρα στον κόσμο που όχι μόνο αρνείται να αναγνωρίσει τις γενοκτονίες που διέπραξε, αλλά εντείνει την πολιτική καταστολής και απειλών εναντίον όποιων τολμούν να αναφέρουν την ιστορική αλήθεια. Η μελέτη των τουρκικών γενοκτονιών αποκαλύπτει μια συστηματική πολιτική εξόντωσης χριστιανικών πληθυσμών που διήρκεσε από το 1894 έως το 1923, στοιχίζοντας τη ζωή σε πάνω από 3,5 εκατομμύρια ανθρώπους.
Η σημερινή πολιτική της Άγκυρας χαρακτηρίζεται από μια διττή στρατηγική: ενώ δείχνει σχετική ανοχή στη διεθνή αναγνώριση των γενοκτονιών – θεωρώντας τες συμβολικές κινήσεις χωρίς πραγματικές συνέπειες – εντείνει την καταστολή κάθε αναφοράς σε αυτές εντός της τουρκικής επικράτειας. Αυτή η πολιτική σιωπής και άρνησης δεν αποτελεί μόνο ιστορική παραχάραξη, αλλά συνεχίζει να τροφοδοτεί νέες μορφές βίας εναντίον μειονοτήτων και αποτελεί, όπως χαρακτηριστικά έχει ειπωθεί, «τη συνέχεια της γενοκτονίας».
Η Μεγάλη Εξόντωση: 1914-1923
Η γενοκτονία των Αρμενίων: Το πρότυπο της συστηματικής καταστροφής
Η 24η Απριλίου 1915 σηματοδότησε την έναρξη αυτού που οι ιστορικοί θεωρούν την πρώτη γενοκτονία του 20ού αιώνα. Η συστηματική εξόντωση των Αρμενίων από την Οθωμανική Αυτοκρατορία ξεκίνησε με τη σύλληψη 250 Αρμένιων διανοούμενων στην Κωνσταντινούπολη και εξελίχθηκε σε μια καλά οργανωμένη εκστρατεία γενοκτονίας.
Οι «πορείες θανάτου» που ακολούθησαν οδήγησαν εκατοντάδες χιλιάδες Αρμενίους σε στρατόπεδα συγκέντρωσης στη συριακή έρημο, όπου οι περισσότεροι πέθαναν από την πείνα, τις ασθένειες και τις συνεχείς σφαγές. Σύμφωνα με τα επίσημα οθωμανικά στοιχεία που δημοσιεύθηκαν το 1919, 800.000 Αρμένιοι σκοτώθηκαν, ενώ σύγχρονες εκτιμήσεις υπολογίζουν ότι έχασαν τη ζωή τους 1,2-1,5 εκατομμύρια Αρμένιοι.
Τα έγγραφα του Ταλάτ Πασά, που δημοσιεύτηκαν το 1983, αποκαλύπτουν ότι από τους 1.256.000 Αρμενίους που ζούσαν στην Οθωμανική Αυτοκρατορία το 1915, μόνο 284.157 είχαν απομείνει το 1917. Αυτή η δραματική μείωση αντανακλά το συστηματικό χαρακτήρα της γενοκτονίας, που περιελάμβανε όχι μόνο άμεσες σφαγές αλλά και καταναγκαστική ισλαμοποίηση γυναικών και παιδιών.
Η γενοκτονία των Ελλήνων: Η καταστροφή χιλιετηρίδων παρουσίας
Η συστηματική εξόντωση των Ελλήνων της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας άρχισε το 1914 και διήρκεσε έως το 1923, οδηγώντας στον αφανισμό χιλιετηρίδων ελληνικής παρουσίας στη Μικρά Ασία. Η γενοκτονία των Ποντίων αποτέλεσε ξεχωριστό κεφάλαιο αυτής της τραγωδίας, καθώς οι Έλληνες του Πόντου διατηρούσαν συνεχή παρουσία στην περιοχή από τον 7ο αιώνα π.Χ.

Σύμφωνα με την εκτενή μελέτη του ιστορικού Χάρη Τσιρκινίδη, ο συνολικός αριθμός των θυμάτων της ελληνικής γενοκτονίας ανέρχεται στο 1.574.235. Ο ερευνητής χωρίζει τη γενοκτονία σε τρεις φάσεις: την πρώτη φάση του 1914 με 284.172 θύματα, τη δεύτερη φάση κατά τη διάρκεια του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου με 490.063 θύματα, και την τρίτη φάση της κεμαλικής περιόδου με 800.000 θύματα.
Οι μέθοδοι εξόντωσης περιελάμβαναν τα τάγματα εργασίας, όπου οι άνδρες στρατεύσιμης ηλικίας εργάζονταν μέχρι θανάτου με ποσοστό θνησιμότητας που έφτανε το 90%. Βρετανός αξιωματικός πληροφοριών εκτίμησε ότι «η ζωή ενός Έλληνα σε ένα τάγμα εργασίας διαρκεί περίπου δύο μήνες».
Η γενοκτονία των Ασσυρίων: Το Σπαθί
Η γενοκτονία των Ασσυρίων, γνωστή στη συριακή γλώσσα ως «Sayfo» (Σπαθί), οδήγησε στον αφανισμό 750.000 Ασσυρίων/Σύρων χριστιανών. Οι Ασσύριοι, που ζούσαν κυρίως στις ορεινές και απομακρυσμένες περιοχές της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και της Περσίας, στοχοποιήθηκαν λόγω της χριστιανικής τους ταυτότητας και του αγώνα τους για ανεξαρτησία.
Οι μαζικές σφαγές αμάχων ξεκίνησαν κατά τη διάρκεια της οθωμανικής κατοχής του Αζερμπαϊτζάν από τον Ιανουάριο ως τον Μάιο του 1915, όπου διαπράχθηκαν σφαγές από οθωμανικές δυνάμεις και Κούρδους. Στην επαρχία Μπιτλίς, οθωμανικά στρατεύματα που επέστρεφαν από την Περσία ενώθηκαν με τοπικές κουρδικές φυλές για να σφάξουν τον τοπικό χριστιανικό πληθυσμό.
Η ιδιαιτερότητα της ασσυριακής γενοκτονίας έγκειται στο γεγονός ότι, σε αντίθεση με τις άλλες δύο, δεν έχει λάβει επίσημη εθνική ή διεθνή αναγνώριση, και πολλές αναφορές συζητούν την ασσυριακή γενοκτονία μόνο ως μέρος των μεγαλύτερων γεγονότων που περιλαμβάνονται στην αρμένικη γενοκτονία.
Άλλες ιστορικές παραβάσεις: Η ευρύτερη πολιτική εξόντωσης
Η γενοκτονία των Τσερκεσίων: Το ξεχασμένο έγκλημα του 19ου αιώνα
Παρότι δεν διαπράχθηκε από την Οθωμανική αλλά από τη Ρωσική Αυτοκρατορία, η γενοκτονία των Τσερκεσίων αποτελεί κρίσιμο στοιχείο για την κατανόηση των δημογραφικών αλλαγών στην περιοχή. Οι Τσερκέσιοι που σκοτώθηκαν ή εκτοπίστηκαν από τη Ρωσική Αυτοκρατορία τον 19ο αιώνα κυμαίνονταν στο 1-1,5 εκατομμύριο άτομα, με μόλις το 3-5% του αρχικού πληθυσμού να παραμένει στην πατρίδα.
Η πλειονότητα των επιζώντων Τσερκεσίων κατέφυγε στην Οθωμανική Αυτοκρατορία, όπου χρησιμοποιήθηκαν από τις οθωμανικές αρχές ως ‘αντίβαρο’ σε χριστιανικές περιοχές που διεκδικούσαν ανεξαρτησία. Αυτή η πολιτική μετεγκατάστασης μουσουλμανικών πληθυσμών σε χριστιανικές περιοχές θα αποτελούσε αργότερα μέρος της στρατηγικής δημογραφικής αλλαγής που εφάρμοσε η Οθωμανική Αυτοκρατορία.
Η καταστολή των αλεβιτών: Αιώνες διώξεων
Οι διώξεις των αλεβιτών στην Οθωμανική Αυτοκρατορία ανάγονται στον 14ο αιώνα, με την πιο γνωστή περίοδο να σχετίζεται με τη βασιλεία του σουλτάνου Σελίμ Α΄ (1512-1520). Οι αλεβίτες, που αποτελούν μειονότητα εντός του Ισλάμ, διώχθηκαν γενικά λόγω της συμπάθειας τους προς τη βασιλική δυναστεία των Σαφαβιδών, στην Περσία.
Η γενοκτονία του Ντερσίμ το 1937-1938 από το τουρκικό κράτος αποτελεί το πιο σκοτεινό κεφάλαιο αυτής της ιστορίας. Εκατοντάδες χιλιάδες αλεβίτες Κούρδοι σκοτώθηκαν και χιλιάδες αναγκάστηκαν να ζήσουν στα βουνά σε συνθήκες φτώχειας. Οι αλεβίτες εξακολουθούν να αντιμετωπίζουν διακρίσεις στη σύγχρονη Τουρκία, με τα θρησκευτικά τους κέντρα να μην αναγνωρίζονται επίσημα από το κράτος.
Η καταπίεση των Κούρδων: Συνεχιζόμενη πολιτική αφομοίωσης
Η τουρκική πολιτική εναντίον των Κούρδων χαρακτηρίζεται από συστηματικές προσπάθειες αφομοίωσης και καταστολής της κουρδικής ταυτότητας. Από την έναρξη της ένοπλης σύγκρουσης το 1984 μεταξύ του τουρκικού στρατού και του PKK, περισσότεροι από ένα εκατομμύριο Κούρδοι εκτοπίστηκαν βιαίως από αγροτικές και αστικές περιοχές στην ανατολική και νοτιοανατολική Τουρκία.
Μέχρι το 1996, το κράτος διατήρησε τον έλεγχο της νοτιοανατολικής Τουρκίας μέσω της βίαιης εκκένωσης πάνω από 3.000 κουρδικών χωριών, προκαλώντας την εξαθλίωση 3 εκατομμυρίων ανθρώπων. Οι συστηματικές καταστροφές χωριών αποτέλεσαν βασικό παράγοντα στη γρήγορη αστικοποίηση της Τουρκίας τις τελευταίες δεκαετίες.
Η σημερινή κατάσταση: Άρνηση, απειλές και διεθνής πίεση
Η Τουρκία παραμένει η μόνη χώρα που αρνείται συστηματικά την αναγνώριση των γενοκτονιών που διέπραξε η Οθωμανική Αυτοκρατορία. Αυτή η άρνηση δεν αποτελεί απλώς ιστορική διαφωνία, αλλά συνειδητή πολιτική στρατηγική που έχει ως στόχο τη διατήρηση του εθνικού αφηγήματος και την αποφυγή νομικών και πολιτικών συνεπειών.
Η βασική επιχειρηματολογία της άρνησης παραμένει σταθερή: «Δεν υπήρξε γενοκτονία, και οι Αρμένιοι φταίνε για αυτήν». Αυτή η αντιφατική στάση αποκαλύπτει τη βαθιά ριζωμένη νοοτροπία που χαρακτηρίζει την τουρκική προσέγγιση στο ζήτημα.
Από τη δεκαετία του 1960, η Τουρκία ανέπτυξε μια πολυεπίπεδη στρατηγική άρνησης που περιλαμβάνει την επιρροή δημοσιογράφων, εκπαιδευτικών και δημόσιων αξιωματούχων, με την παρουσίαση «της άλλης πλευράς της ιστορίας». Ξένοι ακαδημαϊκοί ενθαρρύνθηκαν να αναθεωρήσουν το αρχείο της γενοκτονίας, παρουσιάζοντας μια εκδοχή που κατηγορούσε κυρίως τους Αρμενίους ή, σε μια άλλη εκδοχή, τις πολεμικές συνθήκες που στοίχισαν τη ζωή σε περισσότερους Τούρκους παρά Αρμενίους.
Το άρθρο 301 του Τουρκικού Ποινικού Κώδικα, που τέθηκε σε ισχύ την 1η Ιουνίου 2005, καθιστά παράνομη την προσβολή της Τουρκίας, της τουρκικής εθνότητας ή των τουρκικών κυβερνητικών θεσμών. Από την εφαρμογή του, έχουν απαγγελθεί κατηγορίες σε περισσότερες από 60 υποθέσεις, πολλές από τις οποίες αφορούν δημοσιευμένες ή προφορικές απόψεις που αμφισβητούν την επίσημη εκδοχή ευαίσθητων ζητημάτων, όπως η πραγματικότητα της αρμένικης γενοκτονίας.
Παρότι το άρθρο τροποποιήθηκε το 2008 αντικαθιστώντας τον όρο «τουρκικότητα» με τον όρο «τουρκικό έθνος» και μειώνοντας τη μέγιστη ποινή από τρία σε δύο χρόνια, εξακολουθεί να αποτελεί σοβαρή απειλή για την ελευθερία της έκφρασης στην Τουρκία. Το 2022, έντεκα πρώην μέλη της Κεντρικής Εκτελεστικής Επιτροπής του HDP κατηγορήθηκαν βάσει του άρθρου 301 για δήλωση που έκαναν για τη γενοκτονία των Αρμενίων στις 24 Απριλίου 2021.
Παρά την εντατική διπλωματική πίεση της Τουρκίας, τριάντα τέσσερις χώρες έχουν επίσημα αναγνωρίσει τη γενοκτονία των Αρμενίων, συμπεριλαμβανομένων των ΗΠΑ, της Γερμανίας, της Γαλλίας και της Ιταλίας. Η Ουρουγουάη ήταν η πρώτη χώρα που αναγνώρισε τη γενοκτονία το 1965, ενώ οι ΗΠΑ την αναγνώρισαν επίσημα το 2021.
Η αντίδραση της Τουρκίας στις διεθνείς αναγνωρίσεις χαρακτηρίζεται από τυποποιημένες δηλώσεις καταδίκης, όπως ότι η δήλωση θα «ανοίξει ένα βαθύ τραύμα που υπονομεύει την αμοιβαία εμπιστοσύνη και φιλία». Ωστόσο, αυτές οι αντιδράσεις σπάνια οδηγούν σε ουσιαστικές διπλωματικές κυρώσεις, καθώς η Τουρκία αναγνωρίζει ότι οι οικονομικές και στρατηγικές της σχέσεις με τις χώρες αυτές είναι σημαντικότερες από την ιστορική αναγνώριση.
Ένα από τα πιο χτυπητά παραδείγματα της τουρκικής υποκρισίας αποτελεί η απόφαση της χώρας να συμμετάσχει στην υπόθεση της Νότιας Αφρικής εναντίον του Ισραήλ για τη φερόμενη γενοκτονία στη Γάζα, στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης. Η Τουρκία, που αρνείται τις δικές της γενοκτονίες για έναν αιώνα, παρουσιάζεται τώρα ως υπερασπιστής της Σύμβασης Γενοκτονίας του 1948.
Αυτή η κίνηση προκάλεσε εσωτερικές ανησυχίες στην Τουρκία, καθώς η αντιπολίτευση προειδοποίησε ότι το άρθρο 63 του Καταστατικού του ΔΔΧ θα μπορούσε να δώσει τις ίδιες δικαστικές εξουσίες σε άλλα κράτη που ενδεχομένως να μηνύσουν την Τουρκία για παρόμοιες κατηγορίες.
Νομικές και πολιτικές συνέπειες
Τα στρατοδικεία που διεξήχθησαν στην Κωνσταντινούπολη μεταξύ 1919 και 1922 από την οθωμανική κυβέρνηση αναγνώρισαν επίσημα τις σφαγές των Αρμενίων ως «εγκλήματα πολέμου» και καταδίκασαν τους δράστες σε θάνατο. Αυτές οι δίκες αποτέλεσαν την πρώτη προσπάθεια δίωξης υπεύθυνων γενοκτονίας στην ιστορία.
Οι δίκες επικεντρώθηκαν στους διοργανωτές της γενοκτονίας, σε αυτούς που διεξήγαγαν τις εκκαθαρίσεις στις επαρχίες, και αυτούς που εμπλέκονταν σε «οικονομικά εγκλήματα». Ο Ταλάτ, ο Εβέρ, ο Τζεμάλ και ο Δρ Ναζίμ καταδικάστηκαν για «φόνο πρώτου βαθμού μεγάλης κλίμακας» και καταδικάστηκαν σε θάνατο ερήμην. Ωστόσο, το 1921, κατά την ανάκαμψη του Τουρκικού Εθνικιστικού Κινήματος, δόθηκε αμνηστία σε όσους κρίθηκαν ένοχοι. Αυτή η αμνηστία εξασφάλισε την ατιμωρησία των δραστών και έθεσε το προηγούμενο για τη μετέπειτα πολιτική άρνησης.
Παρά τα χρόνια που έχουν περάσει, περισσότερα από εκατό, οι νομικές δυνατότητες για την αντιμετώπιση της τουρκικής ευθύνης δεν έχουν εξαντληθεί. Το Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης θα μπορούσε θεωρητικά να ασχοληθεί με το ζήτημα, καθώς η Σύμβαση Γενοκτονίας θεωρείται ενδεικτική του υφιστάμενου εθιμικού του Διεθνούς Δικαίου.
Ωστόσο, οι πρακτικές προκλήσεις είναι τεράστιες. Η Τουρκία θα μπορούσε να αμφισβητήσει τη δικαιοδοσία του δικαστηρίου βάσει της νομικής συνέχειας από την Οθωμανική Αυτοκρατορία. Επιπλέον, το ζήτημα της χρονικής δικαιοδοσίας θα αποτελούσε βασικό εμπόδιο, καθώς η Σύμβαση Γενοκτονίας υπεγράφη το 1948.
Η άρνηση της γενοκτονίας δεν αποτελεί μόνο ιστορικό ζήτημα αλλά επηρεάζει άμεσα τη σύγχρονη τουρκική πολιτική. Όπως επισημαίνουν οι ερευνητές, η άρνηση της γενοκτονίας «εξορθολογίζει τη βίαιη δίωξη των θρησκευτικών και εθνικών μειονοτήτων» και αποευαισθητοποιεί τον πληθυσμό σε σχέση με μελλοντικά επεισόδια μαζικής βίας.
Μέχρι το τουρκικό κράτος να αναγνωρίσει τη γενοκτονία, υπάρχει πάντα το ενδεχόμενο να την επαναλάβει. Αυτή η προειδοποίηση αποτελεί ιδιαίτερα επίκαιρη δεδομένων της πρόσφατης δράσης της Τουρκίας στη Συρία, στο Αρτσάχ και εναντίον κουρδικών πληθυσμών.
Διεθνείς συνέπειες και μελλοντικές προκλήσεις
Η άρνηση της γενοκτονίας από την Τουρκία έχει γίνει μια βασική παράμετρος των διεθνών σχέσεων στην περιοχή. Χώρες όπως το Ισραήλ και η Μεγάλη Βρετανία αποφεύγουν την αναγνώριση της γενοκτονίας για να μην βλάψουν τις σχέσεις τους με την Άγκυρα. Η συνενοχή των διεθνών δρώντων, όπως την έχουν χαρακτηρίσει ιστορικοί, επιτρέπει στην Τουρκία να συνεχίζει την πολιτική άρνησης χωρίς ουσιαστικές συνέπειες.
Η στρατηγική σημασία της Τουρκίας ως μέλους του ΝΑΤΟ και η γεωπολιτική της θέση στη Μέση Ανατολή τής παρέχουν σημαντικό έρεισμα για να επιμένει στην άρνηση των γεγονότων. Ωστόσο, αυτή η κατάσταση μπορεί να αλλάξει καθώς η Τουρκία γίνεται ολοένα πιο αυταρχική και απομακρύνεται από τους δυτικούς συμμάχους της.
Παρά την επίσημη πολιτική άρνησης, σημαντικό τμήμα της τουρκικής κοινωνίας αρχίζει να αναγνωρίζει την ιστορική αλήθεια. Μια δημοσκόπηση του 2014 από το τουρκικό ερευνητικό ίδρυμα EDAM έδειξε ότι το 9% των Τούρκων πολιτών αναγνωρίζει τη γενοκτονία. Αν και το ποσοστό είναι χαμηλό, αντιπροσωπεύει μια σημαντική αλλαγή στη συνείδηση.
Ιστορίες τουρκικών οικογενειών που ανακαλύπτουν την κρυφή τους αρμένικη κληρονομιά ή υποστηρίζουν προσπάθειες ανοικοδόμησης αρμένικων εκκλησιών δείχνουν ότι η επίσημη εκδοχή δεν είναι πλέον αποδεκτή. Αυτοί οι «ηγέτες της σκέψης» δρουν, μερικές φορές με σοβαρό προσωπικό κίνδυνο, για το καλό της χώρας τους και από αγάπη για την πατρίδα τους.
Το μέλλον της δικαιοσύνης
Η αναγνώριση των τουρκικών γενοκτονιών δεν αποτελεί μόνο ιστορική ανάγκη αλλά και προϋπόθεση για τη δημοκρατική εξέλιξη της Τουρκίας. Όπως έχουν επισημάνει ερευνητές, η συνεχιζόμενη άρνηση εμποδίζει την Τουρκία να επιτύχει πλήρη δημοκρατία που να περιλαμβάνει πλουραλισμό και ανθρώπινα δικαιώματα.
Η «μόλυνση της πολιτικής κουλτούρας ολόκληρων κοινωνιών, όπου η βία και οι απειλές γίνονται μέρος μιας πολιτικής άσκησης που υποβαθμίζει τα βασικά δικαιώματα και τη δημοκρατική πρακτική, δεν μπορεί να συνεχιστεί επ’ αόριστον». Όπως είχε πει ο Πάπας Φραγκίσκος κατά την αναγνώριση της αρμένικης γενοκτονίας τον Απρίλιο του 2015, «η απόκρυψη ή η άρνηση του κακού είναι σαν να αφήνουμε ένα τραύμα να αιμορραγεί χωρίς να το επιδέσουμε».
Η διεθνής κοινότητα έχει την υποχρέωση να συνεχίσει να πιέζει την Τουρκία για την αναγνώριση των γενοκτονιών που διέπραξε. Μόνο μέσω της αναγνώρισης, της συγγνώμης και της αποζημίωσης μπορεί να επιτευχθεί πραγματική συμφιλίωση και να αποφευχθούν μελλοντικές τραγωδίες. Ο αιώνας της άρνησης και της ατιμωρησίας πρέπει να τελειώσει – τόσο για χάρη των θυμάτων όσο και για το μέλλον της περιοχής.








