Παρασκευή, 26 Απρ, 2024
Χρωματισμένο λουλούδι, Μα Τσουέν, Δυναστεία Τσινγκ. (Public domain)

Όνειρο Πορφυρών Δωματίων – Κεφάλαιο ΙΙΙ (Μέρος β΄)

Η ελληνική Epoch Times μεταφράζει κατά τμήματα το «Όνειρο Πορφυρών Δωματίων».
Το «Όνειρο Πορφυρών Δωματίων» είναι ένα από τα τέσσερα μεγάλα λογοτεχνικά βιβλία της Κίνας.
Γράφτηκε περί το 1760 από τον Τσάο Σιουε-τσιν, κατά την Δυναστεία Τσινγκ (1644-1911). 

Μπορείτε να διαβάσετε τα υπόλοιπα τμήματα του βιβλίου εδώ.

 

(Συνέχεια)

Από την στιγμή που μπήκε στην καρέκλα μεταφοράς, και πέρασαν μέσα στα τείχη της πόλης, είδε κοιτώντας γύρω, μέσω του υφασμάτινου παραθύρου, την βουή των δρόμων και των δημοσίων χώρων και την τεράστια συρροή ανθρώπων, όλα φυσικά τόσο διαφορετικά από ό,τι είχε δει αλλού.

Αφότου προχώρησαν αρκετά, είδε ξαφνικά στο βόρειο τέλος του δρόμου, δύο τεράστια καθιστά λιοντάρια μαρμάρου και τρεις ψηλές πύλες με μεταλλικά εξαρτήματα χτυπήματος σε σχήμα κεφαλών ζώων. Μπροστά από αυτές τις πύλες, καθιστοί σε σειρά, περίπου δέκα άντρες με χρωματισμένα καπέλα και έξοχη ενδυμασία. Η κύρια πύλη δεν ήταν ανοιχτή. Μόνο από τις διπλανές πόρτες, στα ανατολικά και δυτικά, οι άνθρωποι πηγαινοέρχονταν. Πάνω από την κεντρική πύλη ήταν μια πινακίδα. Σε αυτήν την πινακίδα ήταν χαραγμένα πέντε μεγάλα ιδεογράμματα «Η Έπαυλις Νίνγκ Γκουο Κατασκευασθείσα με Αυτοκρατορική Εντολή».

«Αυτή πρέπει να είναι η κατοικία του μεγαλύτερου γιου της γιαγιάς», σκέφτηκε η Ταϊ-γιού (Φαιομέλανος Νεφρίτης).

Προς την ανατολή, πάλι, σε όχι μεγάλη απόσταση, ήταν τρεις ακόμα ψηλές πύλες, παρόμοιες με αυτές που είχε ήδη δει. Αυτή ήταν η έπαυλη Ρονγκ Γκουό.

Δεν μπήκαν όμως από την κύρια πύλη. Αλλά απλώς εισήλθαν μέσω της ανατολικής βοηθητικής πόρτας.

Με τις καρέκλες στους ώμους, προχώρησαν περίπου σε απόσταση βολής ενός βέλους, όταν γυρίζοντας σε μια γωνία, άφησαν βιαστικά κάτω τις καρέκλες. Οι γυναίκες που έρχονταν από πίσω, όλες επίσης κατέβηκαν. Οι φορείς αλλάχτηκαν με τέσσερις νέους δεκαεπτά ή δεκαοκτώ χρονών, με καπέλα και ενδύματα χωρίς καμία ατέλεια, και ενώ έφεραν την καρέκλα, η όλη συνοδεία των γυναικών ακολουθούσε με τα πόδια.

Όταν έφτασαν μια πύλη καλυμμένη με κισσό, η καρέκλα τοποθετήθηκε κάτω, και όλοι οι νέοι έκαναν πίσω και αποχώρησαν. Οι γυναίκες ήρθαν μπροστά, άνοιξαν την κουρτίνα, και στήριξαν την Ταϊ-γιού για να κατεβεί από την καρέκλα.

Η Λιν Ταϊ-γιού εισήλθε στην πύλη με τον κισσό, στηριζόμενη στο χέρι μιας γυναίκας.

Δεξιά και αριστερά ήταν μια βεράντα, σαν δύο απλωμένα χέρια. Μια Αίθουσα Εισόδου βρισκόταν στο κέντρο, στην μέση της οποίας ήταν ένα πέτασμα θύρας από μάρμαρο Τα Λι, τοποθετημένο μέσα σε πλαίσιο εβένου. Από την άλλη πλευρά της θύρας ήταν τρεις πολύ μικρές αίθουσες. Πίσω από αυτές ήταν μια μεγάλη αυλή, που ανήκε στο κυρίως κτήριο.

Στο εμπρός μέρος ήταν πέντε αίθουσες υποδοχής, οι ζωφόροι στην οροφή των οποίων ήταν όλες σκαλισμένες, και οι κίονες διακοσμημένοι. Σε κάθε πλευρά, ήταν καλυμμένα μονοπάτια, που θύμιζαν περάσματα μέσα από βράχο. Στα παράπλευρα δωμάτια βρίσκονταν κρεμασμένα κλουβιά, γεμάτα παπαγάλους κάθε χρώματος, τσίχλες, και πουλιά κάθε είδους.

Στα σκαλοπάτια της βεράντας, κάθονταν αρκετές κόρες προσωπικού, ντυμένες σε ερυθρό και πράσινο, και όλη η ομάδα τους ήρθε μπροστά, με περιχαρή πρόσωπα, να τους χαιρετήσει, όταν τους είδαν να πλησιάζουν. «Η αξιότιμη δεσποσύνη της», είπαν, «σκεφτόταν αυτήν την στιγμή για εσάς, δεσποινίς, και, με μια περίεργη σύμπτωση, εδώ είστε.»

Τρεις ή τέσσερις από αυτές αμέσως συναγωνίστηκαν η μία την άλλη στο να σηκώσουν την κουρτίνα, ενώ την ίδια στιγμή ακούστηκε κάποιος να ανακοινώνει: «Η δεσποινίς Λιν έχει καταφτάσει».

Μόλις εισήλθε στο δωμάτιο, είδε δύο γυναίκες να στηρίζουν μια αξιοσέβαστη κυρία, με αργυρά-λευκά μαλλιά, που ερχόταν μπροστά να την χαιρετίσει. Όντας σίγουρη ότι αυτή η κυρία θα πρέπει να είναι η γιαγιά της, ήταν έτοιμη να υποκλιθεί πέφτοντας στο έδαφος, όταν γρήγορα βρέθηκε στην αγκαλιά της γιαγιάς της που την κρατούσε σφιχτά. Και όπως την αποκαλούσε «ήπαρ μου! Σώμα μου!» (ΣτΜ: αγάπη μου! Παιδί μου!) άρχισε να κλαίει δυνατά.

Οι παρευρισκόμενες επίσης, αμέσως, χωρίς μία εξαίρεση, έλιωσαν στα δάκρυα, και η Ταϊ-γιού η ίδια το βρήκε δύσκολο να συγκρατήσει τους λυγμούς της. Λίγο λίγο όλη η ομάδα κατάφερε να την καθησυχάσει, και η Ταϊ-γιού τελικά υποκλίθηκε στην γιαγιά της. Η δεσποσύνη της τότε τις έδειξε όλες μία προς μία στην Ταϊ-γιού. «Αυτή», είπε, «είναι η γυναίκα του θείου σου, του μεγαλύτερου αδελφού της μητέρας σου. Αυτή είναι η γυναίκα του θείου σου, του δεύτερου αδελφού της. Και αυτή είναι η μεγαλύτερη αδελφή σου εξ αγχιστείας Τσου, η γυναίκα του μεγάλου σου εξαδέλφου Τσου.»

Η Ταϊ-γιού υποκλίθηκε σε κάθε μία (με παλάμες ενωμένες μπροστά από το στήθος.)

«Πείτε τις νεαρές να έρθουν», είπε η πρώτη κυρία Τζια, «πείτε της ότι μια φιλοξενούμενη από μακριά έχει μόλις φτάσει, μία που έρχεται για πρώτη φορά, και ότι μπορούν να μην πάνε στα μαθήματά τους.»

Οι κόρες εξέφρασαν την συμφωνία τους με μία φωνή, και δύο από αυτές πήγαν γρήγορα να εκτελέσουν τις οδηγίες.

Όχι πολύ μετά τρεις γυναίκες και πέντε ή έξι κόρες ήρθαν φέρνοντας τρεις δεσποινίδες. Η πρώτη ήταν κάπως γεμάτη φιγούρα και μέσου ύψους· τα μάγουλά της είχαν μια σφιχτή εμφάνιση, σαν φρέσκο λίτσι· η μύτη της ήταν γυαλιστερή σαν λίπος χήνας. Ήταν χαριτωμένη, συνεσταλμένη και αξιαγάπητη να την βλέπεις.

Η δεύτερη είχε ριγμένους ώμους, και λεπτή μέση. Ψηλή και αδύνατη στο παράστημα, με πρόσωπο σαν αυγό χήνας. Τα μάτια της ήταν τόσο όμορφα, με τα καλοσχηματισμένα φρύδια, και είχαν στο κοίταγμά τους μια μαγευτική, σαγηνευτική λάμψη. Μόνο στην όψη των εξευγενισμένων και κομψών τρόπων της κάθε σκέψη χυδαιότητας είχε ξεχαστεί.

Η τρίτη ήταν κάτω από το μέσο ύψος, και το παράστημά της ήταν, ακόμα, παιδικό.

Στα κοσμήματα των μαλλιών τους, στα άλλα κοσμήματα και στην ενδυμασία, η εμφάνιση των τριών δεσποινίδων ήταν ίδια.

Η Ταϊ-γιού αμέσως πήγε να τις χαιρετίσει και να ανταλλάξουν χαιρετισμούς. Αφότου συστήθηκαν η μία στην άλλη, όλες κάθισαν, όπου οι κόρες τους έφεραν τσάι. Η συζήτησή τους περιορίστηκε στην μητέρα της Ταϊ-γιού, – πως αρρώστησε, ποιοι γιατροί την εξέτασαν, ποια φάρμακα της δόθηκαν, και πως ετάφη και θρηνήθηκε· και η κυρία Τζια ήταν και πάλι φυσικά εντός μεγάλης λύπης.

«Από όλες τις κόρες μου», παρατήρησε, «η μητέρα σου ήταν η πιο αγαπητή σε εμένα, και τώρα σε μια στιγμή, έχει φύγει, πριν από εμένα επίσης, και δεν μπόρεσα ούτε να δω το πρόσωπό της. Πως να μην είναι η καρδιά μου λυπημένη;»

Και καθώς εκδήλωσε αυτά τα αισθήματα, πήρε το χέρι της Ταϊ-γιού στο δικό της, και πάλι άρχισε να κλαίει· και μόνο αφότου μέλη της οικογένειας χρησιμοποίησαν πολλές προτροπές και πειθώ, κατάφεραν σιγά σιγά να σταματήσουν τα δάκρυά της.

Όλες κατάλαβαν ότι η Ταϊ-γιού, παρά την μικρή ηλικία της και εμφάνισή της, ήταν σαν κυρία στην συμπεριφορά και ομιλία της, και παρόλο το αδύναμο παράστημα και όψη της, (έμοιαζε σαν να) ήταν ανίκανη να σηκώσει το ίδιο το βάρος των ρούχων της, κατείχε, ωστόσο, έναν κάποιον γοητευτικό αέρα. Και καθώς γρήγορα εντόπισαν τα συμπτώματα μιας αδύναμης κράσης, άρχισαν λόγω αυτού να ρωτούν ποια φάρμακα παίρνει συνήθως, και πως ήταν και το πρόβλημά της δεν είχε θεραπευθεί.

«Είμαι», εξήγησε η Ταϊ-γιού, «σε αυτήν την κατάσταση από την γέννησή μου, αν και έχω πάρει φάρμακα από την στιγμή που μπορούσα να φάω ρύζι, μέχρι σήμερα, και με έχουν εξετάσει τόσοι πολλοί γιατροί μεγάλης φήμης, αλλά δεν είχα κάποια ωφέλεια. Όταν ήμουν μόνο τριών χρονών, θυμάμαι έναν μοναχό με κεφάλι με δερματική πάθηση να έρχεται στο σπίτι μας, και να λέει ότι θα με έπαιρνε, και θα με έκανε μοναχή· αλλά ο πατέρας και μητέρα μου δεν θα έδιναν ποτέ την συγκατάθεσή τους. “Καθώς δεν αντέχετε να την αποχωριστείτε και να την εγκαταλείψετε” είπε τότε, “το πρόβλημά της, φοβάμαι, δεν θα θεραπευθεί ποτέ στην ζωή της. Αν θέλετε να την δείτε υγιή, μπορεί μόνο να γίνει αν δεν την αφήσετε, από αυτήν την μέρα, σε καμία περίπτωση, να ακούσει τον ήχο κλάματος, ή να δει, με εξαίρεση τους γονείς της, κανέναν συγγενή εκτός του οικογενειακού κύκλου. Τότε μόνο θα μπορέσει να περάσει από αυτήν την ύπαρξη με ειρήνη και ηρεμία.” Κανένας δεν έδωσε σημασία στα παράλογα λόγια αυτού του περίεργου μοναχού, αλλά να που μέχρι και σήμερα, παίρνω χάπια τζίνσενγκ ως τονωτικό.»

«Τι τυχερή σύμπτωση!» παρεμβλήθηκε η κυρία Τζια· «κάποια από αυτά τα χάπια κατασκευάζονται εδώ, και απλώς θα τους πω να φτιάχνουν μια πρόσθετη ποσότητα, αυτό είναι όλο.»

Σχεδόν δεν είχε τελειώσει αυτά τα λόγια, όταν ένας ήχος γέλωτα ακούστηκε από την πίσω αυλή. «Ορίστε άργησα!» είπε η φωνή, «και δεν είμαι στην ώρα μου να υποδεχτώ τον μακρινό επισκέπτη!»

«Η κάθε μία από αυτές», σκέφτηκε η Ταϊ-γιού, «κρατά την ηρεμία της και ελέγχει την ίδια την αναπνοή του στόματός της· και ποια, αναρωτιέμαι, είναι αυτή που έρχεται με αυτόν τον απρόσεκτο και αγενή τρόπο;»

Καθώς ασχολούνταν με αυτές τις σκέψεις, είδε ένας πλήθος παντρεμένων γυναικών και κορών να εισέρχεται από το πίσω δωμάτιο, περιτριγυρίζοντας μια πραγματική ομορφιά.

Τα ενδύματα αυτού του ατόμου δεν έμοιζαν με αυτά των νεαρών κυριών. Σε όλη της την μεγαλοπρέπεια και λάμψη, έμοιαζε με νεράιδα ή θεά. Στην κόμμωσή της, είχε περίτεχνα χρυσά κοσμήματα, που αναπαριστούσαν τα οκτώ πολύτιμα πράγματα, διακοσμημένα με μαργαριτάρια· και φορούσε πινέζες, στην κεφαλή της καθεμίας ήταν πέντε φοίνικες σε μια έντονη στάση, με κρεμαστά μαργαριτάρια. Στον λαιμό της, είχε ένα κοκκινωπό χρυσό περιδέραιο σαν κουλουριασμένους δράκοντες, με κρόσι θυσάνου. Στο σώμα της, φορούσε ένα πανωφόρι με στενά μανίκια, σκούρου πορφυρού μεταξιού με κεντημένα άνθη, καλυμμένο με εκατοντάδες πεταλούδες, κεντημένες με χρυσό, ανάμεικτες με άνθη. Πάνω από όλα, είχε ένα παλτό από βαρύ μετάξι, με τελειώματα σε γκριζοκυανή γούνα ερμίνας (κουναβιού)· ενώ τα εσωτερικά της ενδύματα αποτελούνταν από κοντό χιτώνιο σε χρώμα αλκυόνας (πολύχρωμο με πολύ φουξ) σε ξενικό κρεπ ύφασμα, κεντημένο με άνθη.

Είχε ένα ζεύγος ματιών, τριγωνικά σε σχήμα σαν αυτά του ερυθρού φοίνικα, δύο φρύδια κυρτωμένα προς τα πάνω σαν φύλλα ιτιάς. Το παράστημά της ήταν κομψό· η φιγούρα της χαριτωμένη· το πουδραρισμένο πρόσωπό της σαν την αρχή της άνοιξης, μαγικό, αλλά όχι υπεροπτικό. Τα χείλη της σε χρώμα γαρίφαλου, πολύ πριν χωριστούν, πρόδιδαν ένα μειδίαμα.

Η Ταϊ-γιού σηκώθηκε με ενθουσιασμό να την χαιρετήσει.

Η γηραιά κυρία Τζια τότε χαμογέλασε. «Δεν την γνωρίζεις», παρατήρησε. «Αυτή είναι μια πονηρή αλεπού, μια μέγαιρα, που έχει κάνει δυνατό όνομα σε αυτήν την οικογένεια! Στην Νανκίνγκ, κατείχει την επωνυμία μέγαιρα, και αν απλώς την αποκαλείς Μέγαιρα Φενγκ, θα είναι εντάξει.»

Η Ταϊ-γιού δεν ήξερε πραγματικά πως να την αποκαλέσει, όταν όλες οι εξαδέλφες της την ενημέρωσαν, ότι αυτή ήταν η εξ αγχιστείας αδελφή της Λιέν [ομόηχο της Αγάπης].

Η Ταϊ-γιού, είναι αλήθεια, δεν την γνώριζε από παλαιότερα, αλλά είχε ακούσει την μητέρα της να αναφέρει ότι ο γιος του μεγαλύτερου θείου της Τζια Σε από την πλευρά της μητέρας, ο Τζια Λιέν [ομόηχο του Ψεύτικος Ερωτικός], είχε πάρει για γυναίκα την ανηψιά της Κυρίας Γουάνγκ, της γυναίκας του μικρότερου αδελφού της, μια κόρη που από την παιδική της ηλικία την πρόσεχαν για να παράσχει στην οικογένεια έναν γιο, και στην οποία είχε δοθεί το όνομα Γουάνγκ Σι-φενγκ όταν ήταν μικρή.

Η Ταϊ-γιού επέστρεψε αμέσως το χαμόγελό της και την χαιρέτισε με όλο τον σεβασμό, απευθυνόμενη προς αυτήν ως αδελφή [εξ αγχιστείας]. Αυτή η Σι-φενγκ κράτησε το χέρι της Ταϊ-γιου, και την εξέτασε πολύ προσεκτικά, για λίγο, από την κεφαλή έως κάτω· και μετά την οδήγησε πίσω δίπλα στην κυρία Τζια, όπου αμφότερες κάθισαν.

«Εάν πραγματικά υπάρχει ον τέτοιας ομορφιάς στον κόσμο», παρατήρησε μετά με χαμόγελο, «θα πρέπει μάλλον να πειστώ ότι του έριξα μια ματιά σήμερα! Επιπλέον, στον όλον αέρα της, στην πραγματικότητα δεν μοιάζει με εγγονή σας από κόρη, αξιότιμε πρόγονε, αλλά μοιάζει σε όλα σαν μια κοντινή εγγονή της δεσποσύνης σας! [από γιο] Δεν εκπλήσσομαι που η σεβαστή δεσποσύνη σας τότε, μέρα με την μέρα, δεν την ξεχνούσε, ούτε δευτερόλεπτο, σε χείλη και καρδιά. Είναι κρίμα, όμως, ότι αυτή η εξαδέλφη μου είχε μια τέτοια σκληρή τύχη! Πως και η θεία μας πέθανε σε μια τόσο πρώιμη περίοδο;»

Καθώς άρθρωνε αυτές τις λέξεις, πήρε βιαστικά το μαντήλι της και σκούπισε τα δάκρυα από τα μάτια της.

«Μόλις που ηρέμησα από το κλάμα», είπε η μεγάλη κυρία Τζια, χαμογελώντας, «και ήρθες πάλι να με αναστατώσεις; Η εξαδέλφη σου μόλις κατέφθασε από μακρύ ταξίδι, και είναι τόσο εύθραστη! Επιπλέον, πριν λίγα λεπτά καταφέραμε να σταματήσουμε τον θρήνο της, έτσι παράτησε αμέσως την σκέψη να κάνεις κάποια νύξη στα προηγούμενά σου σχόλια!»

Αυτή η Σι-φενγκ, ακούγοντας αυτές τις λέξεις, αμέσως μετέτρεψε την λύπη της σε χαρά.

«Πολύ σωστά», παρατήρησε. «Αλλά βλέποντας την εξαδέλφη μου, όλη μου η καρδιά απορροφήθησε σε αυτήν, και ένιωσα χαρούμενη, και ταυτόχρονα πληγωμένη στην καρδιά: αλλά έχοντας αδιαφορήσει για την παρουσία της σεβαστής μου προγόνου, αξίζω να με χτυπήσουν, πραγματικά το αξίζω!»

Και βιαστικά παίρνοντας ακόμα μια φορά το χέρι της Ταϊ-γιου στο δικό της: «Ποια είναι η ηλικία σου, ξαδέλφη;» ρώτησε· «Έχεις πάει σχολείο; Τι φάρμακα παίρνεις; Όσο ζεις εδώ, δεν θα πρέπει να στενοχωριέσαι για το σπίτι σου· και αν υπάρχει κάτι που θέλεις να φας, ή να παίξεις, να θυμηθείς να έρθεις να μου το πεις! Ή αν οι κόρες του προσωπικού ή η γυναίκες δεν εκτελούν καλά τα καθήκοντά τους, μην ξεχάσεις επίσης να τις αναφέρεις σε εμένα.»

Πως μπορείτε να μας βοηθήσετε ώστε να συνεχίσουμε να σας κρατάμε ενημερωμένους

Ποιος είναι ο λόγος που χρειαζόμαστε την βοήθειά σας για την χρηματοδότηση του ερευνητικού ρεπορτάζ μας; Επειδή είμαστε ένας ανεξάρτητος οργανισμός ειδήσεων που δεν επηρεάζεται από καμία κυβέρνηση, εταιρεία ή πολιτικό κόμμα. Από την ημέρα που ξεκινήσαμε, έχουμε έρθει αντιμέτωποι με προσπάθειες αποσιώπησης της αλήθειας κυρίως από το Κινεζικό Κομμουνιστικό Κόμμα. Αλλά δεν θα λυγίσουμε. Η ελληνική έκδοση της Epoch Times βασίζεται ολοκληρωτικά στις γενναιόδωρες συνεισφορές σας για να διατηρήσει την παραδοσιακή δημοσιογραφία ζωντανή και υγιή στην Ελληνική γλώσσα. Μαζί, μπορούμε να συνεχίσουμε να διαδίδουμε την αλήθεια.

Σχολιάστε