Μετάφραση κατά τμήματα του «Ονείρου Πορφυρών Δωματίων».
Το «Όνειρο Πορφυρών Δωματίων» είναι ένα από τα τέσσερα κλασικά βιβλία της Κίνας.
Γράφτηκε από τον Τσάο Σιουε-τσιν περί το 1750, κατά την Δυναστεία Τσινγκ (1644-1911).
Μπορείτε να διαβάσετε τα υπόλοιπα τμήματα εδώ.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΙΙ
Το πνεύμα της κ. Τζια αποχωρεί από την πόλη της Γιανγκ-τσόου
Ο Λενγκ Τζου-σινγκ μιλά για την έπαυλη Ρονγκ Γκουό
Ας συνεχίσουμε. Ο Φενγκ Σου, ακούγοντας τις κραυγές των αγγελιαφόρων, βγήκε έξω αναστατωμένος και με ένα ψεύτικο χαμόγελο, τους ζήτησε τον λόγο, αλλά το μόνο που έκαναν ήταν να συνεχίζουν να φωνάζουν: «Μην αργείτε, πείτε στον κ. Τζεν να έρθει.»
«Λέγομαι Φενγκ», είπε ο Φενγκ Σου, με ένα βεβιασμένο χαμόγελο, «Δεν λέγομαι Τζεν: Είχα έναν γαμπρό με επώνυμο Τζεν, αλλά έχει αφήσει το σπίτι, έχουν περάσει ένα ή δύο χρόνια. Μήπως αυτόν θα θέλατε;»
Οι κρατικοί υπάλληλοι απάντησαν: «Δεν γνωρίζουμε για Τζεν ή Τζια (αλήθεια ή ψέμα), αλλά αφού είναι ο γαμπρός σας, θα σας πάρουμε μαζί για να απαντήσετε στον κύριο διοικητή και να τελειώνουμε.»
Και αμέσως το πλήθος των αγγελιαφόρων πήρε τον Φενγκ Σου, γυρίζοντας πίσω. Όλοι στην οικογένεια Φενγκ είχαν φοβηθεί, και δεν μπορούσαν να καταλάβουν τι γινόταν.
Μόνο μετά την δεύτερη ώρα, ο Φενγκ Σου επέστρεψε στην οικία του, και όλοι τον πλημμύρισαν με ερωτήσεις για το τι συνέβαινε.
«Ο νέος διοικητής», τους είπε, «που λέγεται Τζια στο επώνυμο, με όνομα Χουό, με καταγωγή από την Χου-τσόου, ήταν φίλος παλιότερα με τον γαμπρό μας. Και βλέποντας την Τσιάο Σινγκ, στην πόρτα όταν αγόραζε κλωστές, ο διοικητής σκέφτηκε ότι θα πρέπει [ο Τζεν] να έχει μετακομίσει εδώ, και έτσι οι αγγελιαφόροι του ήρθαν να τον καλέσουν. Του εξήγησα τι έχει συμβεί, και ο διοικητής για κάποια ώρα ήταν πολύ στενοχωρημένος και εξέφραζε την λύπη του. Μετά άρχισε να ρωτά για την εγγονή μου, και του είπα ότι έχει χαθεί, ενώ είχε πάει να δει τις γιορτές. “Δεν έχει σημασία”, είπε ο διοικητής, “θα δώσω εντολή να γίνουν έρευνες, και σίγουρα θα την βρουν και θα σας την φέρουν πίσω.” Μετά συζητήσαμε λίγο, και όταν ετοιμαζόμουν να φύγω, μου έδωσε δύο τέιλ [ουγκιές] (ασημιού).»
Η κυρία της οικογένειας Τζεν είχε συγκινηθεί πολύ από αυτά, και δεν είπε ούτε λέξη όλο το βράδυ.
Την επόμενη μέρα, νωρίς, ο Γιου-τσιουν έστειλε κάποιους υπαλλήλους να φέρουν δώρα στην γυναίκα του Τζεν, δύο πακέτα ασημιού, και τέσσερα κομμάτια κεντημένου μεταξιού, ως χειρονομία ευγνωμοσύνης, και για τον Φενγκ Σου ένα εμπιστευτικό γράμμα, ζητώντας του να πάρει την άδεια της κ. Τζεν ώστε να του δώσει την βοηθό Τσιάο Σινγκ για γυναίκα.
Ο Φενγκ Σου ήταν τόσο χαρούμενος που τα φρύδια του διευρύνθηκαν, τα μάτια χαμογελούσαν, και ένιωθε ανυπόμονος να ικανοποιήσει τον διοικητή. Χωρίς καθυστέρηση έβαλε σε χρήση όλες του τις δυνάμεις πειθούς προς την κόρη του, και το ίδιο απόγευμα συνόδευσε την Τσιάο Σινγκ μέσα σε μια μικρή καρέκλα μεταφοράς στο Γιάμεν (διοικητικό κέντρο).
Δεν χρειάζεται να πούμε για την χαρά που είχε ο Γιου-τσιουν. Έδωσε στον Φενγκ Σου ένα πακέτο με εκατό ουγκιές χρυσού, και έστειλε πολυάριθμα πολύτιμα αντικείμενα στην κ. Τζεν, προτρέποντάς την «να ζήσει χαρούμενα αναμένοντας τα στοιχεία για την κόρη της.»
Πρέπει να εξηγήσουμε όμως, ότι η βοηθός Τσιάο Σινγκ ήταν το ίδιο άτομο, που, πριν μερικά χρόνια, είχε κοιτάξει πίσω προς τον Γιου-τσιουν και που με μια απλή χωρίς προηγούμενη σκέψη ματιά, δημιούργησε αυτό το περίεργο πεπρωμένο που ήταν πράγματι ένα συμβάν που δύσκολα θα μπορούσε κάποιος να φανταστεί.
Ποιος θα μπορούσε να σκεφτεί ότι η μοίρα και το πεπρωμένο θα την είχαν τόσο βοηθήσει που θα γεννούσε, σε αντίθεση με όλες τις προσδοκίες, έναν γιο, αφότου είχε παντρευτεί τον Γιου-τσιουν περίπου έναν χρόνο, και με την πάροδο ενός χρόνου ακόμα, η πρώτη γυναίκα του Γιου-τσιουν θα εκδήλωνε μια ασθένεια και θα έφευγε από αυτήν την ζωή, και ο Γιου-τσιουν θα ανέβαζε (την Τσιαο Σινγκ) στον βαθμό της πρώτης γυναίκας. Το πεπρωμένο της περιγράφεται καλά από τις παρακάτω γραμμές:
Αν και μόνο μια ματιά, απλή
Σύντομα πήρε θέση υψηλή
Αυτό που είχε γίνει είναι, ότι μόλις ο Γιου-τσιουν έλαβε τα χρήματα από τον Σι-γιν, εκκίνησε αμέσως το ταξίδι του την 16η μέρα για την πρωτεύουσα, και στις τριετείς μεγάλες εξετάσεις, οι ευχές του ευοδώθηκαν πλήρως. Έχοντας επιτύχει θέση τρίτης τάξης, το όνομά του τέθηκε για επιλογή στην λίστα των τοποθετήσεων σε επαρχίες. Εκείνο τον καιρό πήρε τον βαθμό του Διοικητή της περιοχής, αλλά παρά την αριστεία και την επάρκεια των επιτευγμάτων και ικανοτήτων του, δεν μπόρεσε να μην γίνει φιλόδοξος και πιεστικός. Απέτυχε επίσης, με την αυτοπεποίθηση που είχε στα προτερήματά του, να δείξει τον πρέποντα σεβασμό στους ανωτέρους του, με αποτέλεσμα αυτοί οι αξιωματούχοι να τον κοιτούν λοξά, με την άκρη του ματιού τους.
Μόλις είχε περάσει ένας χρόνος, όταν δέχτηκε επίσημη επίκριση με μια επιστολή προς τον Θρόνο από τις Ανώτερες Επαρχιακές αρχές, που τον κατηγόρησαν πως είχε υπεροπτικό χαρακτήρα, πως πήρε μόνος του την απόφαση να κάνει αλλαγές στις τελετές και έθιμα, ότι εμφανώς, ενώ προσπαθούσε να έχει την φήμη της ακεραιότητας και ορθότητας, στα κρυφά, συνδύαζε την φύση τίγρης και λύκου, με αποτέλεσμα να έχει προκαλέσει πολλά προβλήματα στην περιοχή του, και ότι έκανε την ζωή αφόρητη για τους ανθρώπους, και ούτω καθεξής.
Η δρακόντεια έκφραση του Αυτοκράτορα αλλοιώθηκε από θυμό. Η Μεγαλειότητά του έδωσε εντολές αμέσως, ως απάντηση στην επιστολή, ότι θα πρέπει να του αφαιρεθεί το αξίωμά του.
Με την άφιξη των απεσταλμένων από την κυβέρνηση, κάθε αξιωματούχος ένιωσε μεγάλη χαρά, χωρίς εξαίρεση, στην επαρχία που είχε εποπτεία. Ο Γιου-τσιουν, αν και στην καρδιά εντόνως τεθλιμμένος και θυμωμένος, δεν έδειξε το παραμικρό σημείο εκνευρισμού, αλλά διατήρησε όπως συνήθως, μια χαμογελαστή και ευδιάθετη έκφραση.
Παρέδωσε την διαχείριση όλων των θεμάτων και πήρε τις αποταμιεύσεις που είχε κάνει τα χρόνια που είχε το αξίωμα, πήρε την οικογένειά του και όλο το προσωπικό στην πατρική του οικία, όπου, αφότου έβαλαν τα πάντα σε τάξη, ο ίδιος ταξίδεψε (έφερε τους ανέμους και ενώθηκε με την σελήνη) σε πολλά μακρινά μέρη, επισκεπτόμενος κάθε αξιόλογο πολιτισμικό μνημείο σε ολόκληρη την Αυτοκρατορία.
Όπως τα έφερε η τύχη, μια μέρα ταξιδεύοντας για δεύτερη φορά διαμέσω της περιοχής Γουέι Γιανγκ, άκουσε ότι το Επίτροπος Άλατος που διορίστηκε εκείνη την χρονιά ήταν ο Λιν Τζου-χάι. Αυτός ο Λιν Τζου-χάι είχε το επώνυμο Λιν, όνομα Χάι, και προσωνύμιο Τζου-χάι. Είχε επιτύχει την τρίτη θέση στις προηγούμενες τριετείς εξετάσεις, και είχε, έως τότε, ανέλθει στον βαθμό του Διευθυντή των Ελεγκτών της Αυλής. Καταγόταν από την Κου Σου. Είχε πρόσφατα ονομαστεί με αυτοκρατορική εντολή Ελεγκτής στο Σώμα Επιθεωρητών Άλατος, και είχε μεταβεί στην νέα του θέση πριν λίγο μόλις καιρό.
Στην πραγματικότητα, οι πρόγονοι του Λιν Τζου-χάι, από παλιά, συνεχώς κληρονομούσαν τον τίτλο του Μαρκησίου, ο οποίος μέχρι τον Τζου-χάι είχε ήδη κληροδοτηθεί για πέντε γενεές. Όταν είχε αρχικά αποδοθεί, το δικαίωμα κληροδότησης του τίτλου είχε περιοριστεί σε τρεις γενεές, αλλά τα πρόσφατα χρόνια, σε μια πράξη γενναιόδωρης χάρης και βοήθειας, είχε προσφερθεί εξαιρετική μεγαλοψυχία, και φτάνοντας στον πατέρα του Τζου-χάι, το δικαίωμα είχε επεκταθεί για έναν ακόμη βαθμό. Πλέον είχε παραδοθεί στον Τζου-χάι, ο οποίος είχε, εκτός του τίτλου ευγενείας, αρχίσει την καριέρα του ως επιτυχημένος λόγιος. Αλλά αν και η οικογένειά του ήταν συνεχόμενα για γενεές αποδέκτρια της αυτοκρατορικής χάρης, οι απόγονοί του ήταν όλοι άνθρωποι των γραμμάτων.
Η μόνη κακοτυχία ήταν ότι οι απόγονοι της οικογένειας Λιν δεν μπόρεσαν να αποκτήσουν μεγάλες οικογένειες, και έτσι ο αριθμός των μελών της συνεχώς περιοριζόταν, και αν και υπήρχαν αρκετές οικογένειες, ήταν όλοι συγγενείς του Τζου-χάι όχι εγγύτεροι από πρώτα ξαδέλφια. Και ούτε υπήρχε κάποια σύνδεση ίδιου προγόνου, ή ίδιας γενεαλογικής γραμμής.
Ο Τζου-χάι ήταν τότε πάνω από σαράντα ετών, και είχε μόνο έναν γιο, που είχε αποβιώσει τον προηγούμενο χρόνο, στον τρίτο χρόνο της ηλικίας του. Αν και είχε αρκετές γυναίκες, δεν είχε την καλή τύχη να έχει έναν ακόμα γιο, αλλά και αυτό ήταν ένα θέμα που δεν μπορούσε να διορθωθεί.
Από την γυναίκα του, πρώην Τζια, είχε μια κόρη, στην οποία είχε δοθεί το όνομα Ταϊ Γιου. Ήταν, εκείνο τον καιρό, πέντε ετών. Οι γονείς της εκδήλωναν τα αισθήματά τους για αυτήν σαν να ήταν ένα πολύτιμο μαργαριτάρι στην παλάμη τους. Βλέποντας ότι είχε τα χαρίσματα της ευφυίας και ομορφιάς, θέλησαν επίσης να της δώσουν μια κάποια γνώση των βιβλίων, με σκοπό να ικανοποιήσουν, με αυτόν τον ψεύτικο τρόπο, την επιθυμία τους να μεγαλώσουν έναν γιο και να απομακρύνουν από πάνω τους τον πόνο, λόγω της μοναξιάς και κενού στην οικογένειά τους (γύρω από τα γόνατά τους).
Αλλά ας συνεχίσουμε. Ο Γιου-τσιουν, κατά την διαμονή του σε ένα ξενοδοχείο, ξαφνικά αρρώστησε βαριά. Βρίσκοντας μετά την ανάρρωσή του, ότι οι πόροι του δεν επαρκούσαν για την πληρωμή των απαιτούμενων, σκεφτόταν να βρει κάποιο σπίτι για διαμονή όταν ξαφνικά είδε δύο φίλους που γνώριζαν τον νέο Επίτροπο Άλατος. Γνωρίζοντας ότι αυτός ο αξιωματούχος επιθυμούσε να βρει έναν παιδαγωγό για να διδάξει την κόρη του, πρότειναν αμέσως τον Γιου-τσιουν, που μετακόμισε στο Γιάμεν.
Η μαθήτριά του ήταν μικρή στην ηλικία και αδύναμης φυσικής κατάστασης, και έτσι τα μαθήματά τους δεν ήταν συνεχή. Δίπλα της, βρίσκονταν δύο κορίτσια του υπηρετικού προσωπικού, που παρέμεναν στις υπηρεσίες της κατά την διάρκεια της μελέτης, ώστε ο Γιου-τσιουν δεν χρειαζόταν να κάνει πολλά και είχε μια καλή ευκαιρία να ασχοληθεί με την βελτίωση της υγείας του.
Μέσα σε μικρό διάστημα, ακόμα ένας χρόνος και παραπάνω πέρασε, και όταν δεν αναμενόταν καθόλου, η μητέρα της μαθήτριάς του, πρώην Τζια, απεβίωσε μετά από σύντομη ασθένεια. Η μαθήτριά του (κατά την διάρκεια της ασθένειας της μητέρας της) την πρόσεχε με επιμέλεια, και ετοίμαζε τα φάρμακα για αυτήν. (Και μετά τον θάνατό της) θρήνησε πολύ όπως αναφέρεται στους κανόνες των τελετών, και εκδήλωσε τέτοια θλίψη που, εκ φύσεως αδύναμη όπως ήταν, η παλιά της ασθένεια, λόγω αυτού, εκδηλώθηκε πάλι.
Ανίκανη για μεγάλο διάστημα να συνεχίσει τα μαθήματά της, ο Γιου-τσιουν ζούσε χωρίς κάποιο καθήκον και δεν είχε δουλειά που έπρεπε να κάνει. Όποτε ο άνεμος ήταν ευνοϊκός και ο ήλιος ήπιος, περπατούσε σε διάφορα μέρη, αφότου τελείωνε τα γεύματά του.
Μια συγκεκριμένη μέρα, αυτός, κατά λάθος, περπάτησε πέρα από τα προάστια, και επιθυμώντας να δει την φύση του αγροτικού τοπίου, με γρήγορα βήματα, βρέθηκε σε ένα μέρος περιτριγυρισμένο με λόφους και πισίνες με καταρράκες, με πλούσια βλάστηση δέντρων και πυκνές ομάδες μπαμπού. Μέσα σε πυκνή βλάστηση βρισκόταν ένας ναός. Οι θύρες και οι αυλές είχαν καταστραφεί. Οι τοίχοι, εσωτερικοί και εξωτερικοί, είχαν αρχίσει να χαλούν. Μια επιγραφή σε μια πινακίδα βεβαίωνε ότι αυτός ήταν ο ναός της Πνευματικής Αντίληψης. Εκατέρωθεν της θύρας υπήρχε ένα ζεύγος παλιών και ημικατεστραμμένων παπύρων με τους ακόλουθους αινιγματικούς στίχους:
Ενώπιον πολλών πραγμάτων δεν γίνεται, ασυγκίνητος να μείνεις, όταν ο νους δεν δίνει προσοχή, έως ότου,
Ενώπιον της θνητής οράσεως δεν υπάρχει μονοπάτι, όταν πρόκειται την θέληση να αλλάξεις.
«Αυτές οι δύο προτάσεις,» συλλογιζόταν ο Γιου-τσιουν, «αν και απλές στην γλώσσα, έχουν βαθιά νοήματα. Πριν από αυτόν έχω επισκεφθεί πολλούς μεγάλους ναούς, σε γνωστά βουνά, αλλά ποτέ δεν είδα επιγραφή τέτοιου είδους. Το νόημα αυτών των λέξεων πρέπει, είμαι σίγουρος, να πηγάζει από τις εμπειρίες κάποιου προσώπου, αλλά δεν γράφεται. Αλλά γιατί να μην πάω μέσα να δω ο ίδιος;»
Εισερχόμενος, είδε με μια ματιά μόνο έναν πολύ ηλικιωμένο μοναχό, αχτένιστο, να μαγειρεύει το ρύζι του. Όταν ο Γιου-τσιουν αντιλήφθηκε ότι δεν του έδινε καμία σημασία, πήγε δίπλα του και του ρώτησε μια δυο ερωτήσεις, αλλά καθώς ο γέρος ιερέας δεν είχε καλή ακοή και είχε χάσει το μυαλό του, είχε χάσει επίσης και τα δόντια του, και η γλώσσα του ακόμα δεν λειτουργούσε καλά, έδινε κάποιες ακατανόητες απαντήσεις.
Ο Γιου-τσιουν δεν είχε άλλη υπομονή, και έφυγε από το κτήριο, θέλοντας να πάει στο χωριό για ένα δύο ποτήρια, ώστε να χαρεί περισσότερο το άγριο τοπίο. Με άνετο βήμα, προχώρησε προς τον οικισμό. Μόλις είχε φτάσει στην ταβέρνα, και αμέσως είδε έναν από τους θαμώνες που καθόταν στο ντιβάνι πίνοντας κρασί, να σηκώνεται όρθιος και να τον χαιρετά, με ένα μεγάλο χαμόγελο.
«Τι περίεργη συνάντηση! Τι περίεργη συνάντηση!» είπε δυνατά.
Ο Γιου-τσιουν τον κοίταξε γρήγορα, (και θυμήθηκε) ότι αυτός ο άνθρωπος, πριν κάποια χρόνια, είχε ένα κατάστημα ψιλικών στην πρωτεύουσα, και ότι το επώνυμό του ήταν Λενγκ και το προσωνύμιό του Τζου-σινγκ.
Υπήρχε μια κοινή φιλία μεταξύ τους κατά την διαμονή τους, πριν χρόνια, στην πρωτεύουσα. Και καθώς ο Γιου-τσιουν είχε την καλύτερη άποψη για τον Λενγκ Τζου-σινγκ, θεωρώντας τον άντρα της δράσης και μεγάλων ικανοτήτων, ενώ ο αυτός ο Λενγκ Τζου-σινγκ, από την άλλη μεριά, γνώριζε για την φήμη της εξευγενισμένης καλλιέργειας που έχαιρε ο Γιου-τσιουν, οι δύο είχαν ζήσει όλο τον καιρό σε τέλεια αρμονία και παρέα.
«Πότε έφτασες εδώ;» Είπε ο Γιου-τσιουν με ανυπομονησία, επίσης χαμογελώντας. «Δεν γνώριζα καθόλου για την άφιξή σου. Αυτή η αναπάντεχη συνάντηση είναι πραγματικά ένα περίεργο κομμάτι καλής τύχης.»
«Επέστρεψα στο πατρικό μου σπίτι,» απάντησε ο Τζου-σινγκ, «περίπου στο τέλος του προηγούμενου χρόνου, αλλά τώρα καθώς πρέπει να πάω πάλι στην πρωτεύουσα, πέρασα από εδώ ενώ έψαχνα έναν φίλο για να πούμε κάποια πράγματα. Είχε την καλοσύνη να με πιέσει να μείνω μαζί του μερικές μέρες ακόμα, και καθώς δεν έχω κάποια βιαστική δουλειά, έμεινα για λίγες μέρες, αλλά έχω σκοπό να ξεκινήσω στα μισά του φεγγαριού. Ο φίλος μου είναι απασχολημένος σήμερα, έτσι περπάτησα μην έχοντας τι να κάνω μέχρι εδώ, και δεν θα μπορούσα να φανταστώ μια τέτοια καλή συνάντηση.»
Καθώς μιλούσαν, έβαλε τον Γιου-τσιουν να καθίσει στο ίδιο τραπέζι, και παρήγγειλε νέο κρασί και φαγώσιμα. Και καθώς οι δύο φίλοι έλεγαν για διάφορα, έπιναν αργά το κρασί τους.
Η συζήτηση πήγε στο τι έγινε αφότου ο Γιου-τσιουν έφυγε, και ο Γιου-τσιουν ρώτησε: «Υπάρχουν νέα οποιουδήποτε είδους από την πρωτεύουσα;»
«Δεν υπάρχει τίποτα νέο απολύτως,» απάντησε ο Τζου-σινγκ. «Μόνο ένα πράγμα: Στην οικογένεια ενός εκ των αξίων συγγενών σου, με το ίδιο όνομα με εσένα, ένα καθημερινό, αλλά εκπληκτικό πράγμα συνέβη.»
«Κανείς εκ των συγγενών μου δεν διαμένει στην πρωτεύουσα», είπε ο Γιου-τσιουν με χαμόγελο. «Τι εννοείς;»
«Πως γίνεται και εσείς με το ίδιο όνομα δεν ανήκετε στην ίδια οικογένεια;» παρατήρησε ο Τζου-σινγκ σαρκαστικά.
«Σε ποιά οικογένεια;» Ρώτησε ο Γιου-τσιουν.
«Στην οικογένεια Τζια», απάντησε ο Τζου-σινγκ χαμογελώντας, «που διαμένει στην Έπαυλη Ρονγκ Γκουό, και έτσι δεν προκαλεί κάποια ζημία στο δικό σου όνομα, άξιε φίλε».
«Τι!» κραύγασε ο Γιου-τσιουν, «αυτό το συμβάν έγινε σε αυτήν την οικογένεια; Αν αναλύσουμε τα πράγματα, θα βρούμε ότι τα μέλη της οικογένειάς μου δεν είναι πολλά. Από τον καιρό του προγόνου μας Τζια Φου, που ζούσε όταν η Ανατολική Δυναστεία Χαν είχε τον Θρόνο, οι διάφοροι συγγενείς μου από πιο απομακρυσμένα κλαδιά του γενεαλογικού δέντρου, ήταν πολλοί και ευημερούσαν. Τώρα μπορούν να βρεθούν σε κάθε μία επαρχία, και ποιος θα μπορούσε, με ακρίβεια, να πει που βρίσκονται; Σχετικά με την Ρονγκ-Γκουό συγκεκριμένα, τα ονόματά τους είναι καταγεγραμμένα στο ίδιο αρχείο με τα δικά μας, αλλά πλούσιοι και τιμημένοι όπως είναι, δεν σκεφτήκαμε ποτέ να τους θεωρήσουμε συγγενείς, και έτσι απομακρυνθήκαμε όλο και περισσότερο.»
«Μην κάνεις τέτοιες δηλώσεις», είπε ο Τζου-σινγκ αναστενάζοντας, «οι παρούσες δύο επαύλεις των Ρονγκ και Νινγκ έχουν επίσης υποφέρει δυσκολίες, και δεν μπορούν να συγκριθούν με την κατάσταση του παρελθόντος τους.»
«Μέχρι σήμερα, αυτά τα δύο σπίτια των Νινγκ και Ρονγκ,» είπε ο Γιου-τσιουν, «διατηρούν ακόμα ένα πολύ μεγάλο πλήθος υπηρετικού προσωπικού, και πως θα μπορούσε να έχουν υποφέρει δυσκολίες;»
«Είναι μεγάλη ιστορία», είπε ο Λενγκ Τζου-σινγκ.
«Πέρυσι», συνέχισε ο Γιου-τσιουν, «επισκέφθηκα την Τσιν Λινγκ, καθώς επιθυμούσα να δω τα σημεία ενδιαφέροντος των έξι δυναστειών, και καθώς εκείνη την μέρα εισήλθα στην περιτειχισμένη πόλη της Σι Τόου, πέρασα δίπλα από την είσοδο αυτής της έπαυλης. Στα ανατολικά του δρόμου, βρισκόταν η έπαυλη Νινγκ Γκουό. Στα δυτικά, η Ρονγκ Γκουό, και αυτές οι δύο, δίπλα όπως είναι, καλύπτουν το μισό μήκος της οδού. Έξω από την μπροστινή είσοδο όλα ήταν, είναι αλήθεια, ατημέλητα και παρατημένα, αλλά κοιτάζοντας μέσα πίσω από τον τοίχο, είδα πως τα κτήρια, μικρά και μεγάλα, οι διώροφες κατασκευές και οι βεράντες ακόμα είχαν μια μεγαλοπρεπή και εξευγενισμένη εμφάνιση. Ακόμα και ο ανθόκηπος, που εκτείνεται σε ολόκληρη την πίσω περιοχή, με τα δέντρα και βράχους του, επίσης είχε μέχρι εκείνη την μέρα τον αέρα της πολυτέλειας και φρεσκάδας, χωρίς σημεία φθοράς και διάβρωσης.»
[Συνεχίζεται.]