Σε μία κίνηση που αναμένεται να προκαλέσει συζητήσεις και έντονο προβληματισμό, οι κυβερνήσεις της Πολωνίας, της Εσθονίας, της Λετονίας και της Λιθουανίας ανακοίνωσαν την αποχώρησή τους από τη διεθνή Σύμβαση της Οττάβα, η οποία απαγορεύει την παραγωγή, αποθήκευση και χρήση ναρκών κατά προσωπικού. Πρόκειται για ένα σημαντικό βήμα, το οποίο σηματοδοτεί τη ριζική αναθεώρηση της αμυντικής τους πολιτικής εν μέσω της αυξανόμενης απειλής από τη Ρωσία.
Η απειλή στα ανατολικά σύνορα έχει πολλαπλασιαστεί
Με κοινή τους δήλωση, οι υπουργοί Άμυνας των τεσσάρων αυτών χωρών του ΝΑΤΟ τονίζουν ότι η κατάσταση ασφαλείας έχει επιδεινωθεί δραματικά τα τελευταία χρόνια. Όπως αναφέρουν χαρακτηριστικά, «οι στρατιωτικές απειλές απέναντι στα κράτη-μέλη του ΝΑΤΟ που συνορεύουν με τη Ρωσία και τη Λευκορωσία έχουν αυξηθεί σημαντικά» και συνεπώς «είναι αναγκαίο να επανεκτιμηθούν όλα τα διαθέσιμα μέσα για την ενίσχυση της αποτρεπτικής και αμυντικής μας ικανότητας».
Οι υπουργοί υπογραμμίζουν ότι η απόφαση αυτή δίνει μεγαλύτερη ευελιξία στις στρατιωτικές δυνάμεις τους, επιτρέποντάς τους «να επιλέξουν και να εφαρμόσουν νέες στρατηγικές και οπλικά συστήματα». Πιο συγκεκριμένα, η απόφαση σχετίζεται άμεσα με την ανάγκη ενίσχυσης της άμυνας των συνόρων τους και την αποτελεσματική αντιμετώπιση ενδεχόμενης επιθετικότητας από τη Ρωσία.
Διεθνείς αντιδράσεις και ανησυχία για τους αμάχους
Η σύμβαση της Οττάβα, που υπογράφηκε το 1997 και τέθηκε σε ισχύ το 1999, έχει επικυρωθεί από 164 κράτη, αποτελώντας ένα από τα πλέον σημαντικά διεθνή κείμενα για την προστασία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων στον πόλεμο. Ωστόσο, σημαντικά κράτη όπως οι ΗΠΑ, η Ρωσία και η Κίνα δεν έχουν ενταχθεί σε αυτή τη σύμβαση.
Η ανακοίνωση της αποχώρησης προκάλεσε έντονη κριτική από διεθνείς οργανώσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Η International Campaign to Ban Landmines δήλωσε ότι η απόφαση των τεσσάρων κρατών αποτελεί «καταστροφική είδηση», κατηγορώντας τις κυβερνήσεις ότι έτσι «διακινδυνεύουν τη ζωή αμάχων».
Από την πλευρά τους, η Πολωνία και οι Βαλτικές χώρες ξεκαθάρισαν ότι εξακολουθούν να τηρούν το Διεθνές Ανθρωπιστικό Δίκαιο και δεσμεύονται για την προστασία των αμάχων σε περίπτωση πολεμικής σύγκρουσης.
Το παράδειγμα της Φινλανδίας και η εμπειρία της Ουκρανίας
Η Φινλανδία, η οποία επίσης συνορεύει με τη Ρωσία, εξέφρασε τον Δεκέμβριο παρόμοιες σκέψεις, δηλώνοντας ότι θα αξιολογήσει έως τις αρχές του 2025 τη θέση της στη Σύμβαση της Οττάβα, λαμβάνοντας υπόψη τις νέες προκλήσεις ασφαλείας αλλά και την εμπειρία του πολέμου στην Ουκρανία.
Σύμφωνα με στοιχεία του ΟΗΕ, η Ουκρανία αναδεικνύεται αυτή τη στιγμή στην πλέον ναρκοθετημένη χώρα στον κόσμο, με το 23% των εδαφών της να είναι πιθανώς επηρεασμένο από νάρκες και εκρηκτικά υπολείμματα πολέμου. Το κόστος για την εκκαθάριση από τις νάρκες υπολογίζεται στα 34,6 δισεκατομμύρια δολάρια, γεγονός που αναδεικνύει την τεράστια πρόκληση και το βάρος που αποτελούν αυτά τα όπλα.
Οι τελευταίες εξελίξεις καταδεικνύουν ότι η αστάθεια στην Ανατολική Ευρώπη επηρεάζει βαθιά την αμυντική στρατηγική των κρατών της περιοχής, καθιστώντας αβέβαιο το μέλλον των ανθρωπιστικών συμβάσεων που ισχύουν εδώ και δεκαετίες. Οι τέσσερις αυτές χώρες, καθώς και πιθανώς και άλλοι γείτονες της Ρωσίας, φαίνεται να προσανατολίζονται όλο και περισσότερο προς αυστηρότερα μέτρα άμυνας, αντανακλώντας μια νέα γεωπολιτική πραγματικότητα στην καρδιά της Ευρώπης.