Η νέα ποινική υπόθεση του Ντόναλντ Τραμπ, η οποία κατατέθηκε σε ομοσπονδιακό δικαστήριο της νότιας Φλόριντα κληρώθηκε, σύμφωνα με το δικαστικό μητρώο, στην περιφερειακή δικαστή των ΗΠΑ Αϊλίν Κάνον.
Η Κάνον είναι μία από τους 26 δικαστές που λειτουργούν στην περιφέρεια, στους οποίους ανατίθενται τυχαία οι νέες υποθέσεις, σύμφωνα με τον εσωτερικό κανονισμό του δικαστηρίου.
Πρώην εισαγγελέας των ΗΠΑ, διορίστηκε το 2020 δικαστής από τον τότε πρόεδρο Ντόναλντ Τραμπ και είχε αναλάβει αρχικά και την παλαιότερη υπόθεσή του, που αφορούσε αρχεία που κατασχέθηκαν από το σπίτι του στο Μαρ-α-Λάγκο από το FBI, στις 8 Αυγούστου του 2022. Μετά την εκτέλεση του εντάλματος έρευνας στο θέρετρό του, ο πρώην πρόεδρος κινήθηκε δικαστικά κατά της κυβέρνησης, ζητώντας να διοριστεί ένα ανεξάρτητο πρόσωπο που ονομάζεται ειδικός επόπτης [1], ο οποίος θα βοηθούσε στην εκδίκαση της αντιδικίας σχετικά με τα έγγραφα που κατέσχεσε το FBI, πολλά από τα οποία δεν είχαν χαρακτηριστεί διαβαθμισμένα, επειδή, όπως είπε, πολλά από τα έγγραφα δεν επιτρεπόταν να κατασχεθούν βάσει του εντάλματος.
Αξιωματούχοι του υπουργείου Δικαιοσύνης (DOJ) αντιτάχθηκαν στο αίτημα, ισχυριζόμενοι ότι ο διορισμός ειδικού επόπτη θα έβλαπτε την εθνική ασφάλεια και θα δυσχέραινε την ποινική έρευνα κατά του Τραμπ.
Στις 5 Σεπτεμβρίου 2022, ωστόσο, η Κάνον αποφάνθηκε ότι ένας ειδικός επόπτης θα βοηθούσε στον εντοπισμό προσωπικών εγγράφων που μπορεί να δικαιούτο ο Τραμπ, όπως φορολογικά έγγραφα που η κυβέρνηση είχε αναγνωρίσει ότι κατασχέθηκαν, σημειώνοντας ότι η κυβέρνηση είχε παραδεχθεί ότι είχε κάνει λάθος στην εξέταση των εγγράφων για δυνητικά προνομιακό υλικό και ότι η ομάδα που ήταν υπεύθυνη για την εξέταση δεν «θεωρούνταν πάντοτε τόσο αμερόληπτη όσο οι ειδικοί επόπτες».
«Οι ανησυχίες σχετικά με την αντίληψη περί δίκαιης διαδικασίας αυξάνονται όταν, όπως συμβαίνει εδώ, η ομάδα εξέτασης του απορρήτου και η ομάδα έρευνας περιλαμβάνουν μέλη από το ίδιο τμήμα εντός του ίδιου τμήματος του υπουργείου Δικαιοσύνης, ακόμη και αν διαχωρίζονται για σκοπούς άμεσης αναφοράς στο συγκεκριμένο θέμα», είχε δηλώσει τότε η Κάνον, προσθέτοντας αργότερα:
«Το Δικαστήριο έχει υπόψη του ότι οι περιορισμοί στις ποινικές διώξεις δεν ευνοούνται, αλλά θεωρεί ότι αυτές οι πρωτοφανείς περιστάσεις απαιτούν μια σύντομη παύση για να επιτραπεί ένας ουδέτερος έλεγχος από τρίτους, ώστε να διασφαλιστεί μια δίκαιη διαδικασία με επαρκείς εγγυήσεις».
Η Κάνον είχε ορίσει τον περιφερειακό δικαστή των ΗΠΑ Ρέιμοντ Ντίρι, διορισμένο από τον Ρήγκαν, ως ειδικό επόπτη και του επέτρεψε να δει υλικό με σήμανση διαβάθμισης.
Εφετείο ανέτρεψε την απόφασή της
Όμως μια επιτροπή του εφετείου κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η Κάνον “πιθανόν έκανε λάθος” όταν επέτρεψε τη διάθεση του υλικού στον Ντίρι και στους δικηγόρους του Τραμπ. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα να τροποποιήσει η Κάνον τη διαταγή της και να τους εμποδίσει να δουν τα έγγραφα. Το Ανώτατο Δικαστήριο αρνήθηκε να παρέμβει.
Η υπόθεση του Τραμπ απορρίφθηκε αργότερα, αφού η ίδια επιτροπή του εφετείου δήλωσε ότι η Κάνον δεν είχε τη δικαιοδοσία να διορίσει ειδικό επόπτη.
Η νέα υπόθεση κατά του Τραμπ πηγάζει εν μέρει από τα ίδια έγγραφα που είχε κατασχέσει τότε το FBI. Οι αρχές λένε ότι ο Τραμπ κράτησε παράνομα απόρρητο υλικό και άλλα ευαίσθητα έγγραφα πέραν της προεδρίας του στο Μαρ-α-Λάγκο και έδειξε ορισμένα από αυτά σε τρίτους στο Νιου Τζέρσεϊ κατά παράβαση του ομοσπονδιακού νόμου.
«Η μη εξουσιοδοτημένη αποκάλυψη αυτών των διαβαθμισμένων εγγράφων θα μπορούσε να θέσει σε κίνδυνο την εθνική ασφάλεια των Ηνωμένων Πολιτειών, τις εξωτερικές σχέσεις, την ασφάλεια του στρατού των Ηνωμένων Πολιτειών, καθώς και το ανθρώπινο δυναμικό και τη συνεχή βιωσιμότητα των ευαίσθητων μεθόδων συλλογής πληροφοριών», αναφέρεται στο κατηγορητήριο, το οποίο παρουσιάστηκε από την ομάδα του ειδικού εισαγγελέα Τζακ Σμιθ και εγκρίθηκε από το σώμα ενόρκων της Φλόριντα.
Ο Τραμπ λέει ότι αποχαρακτήρισε το απόρρητο υλικό πριν από την αποχώρησή του από το αξίωμα και ότι είναι αθώος. Επισημαίνει επίσης ότι δεν έχουν απαγγελθεί κατηγορίες σε πολλούς πρώην κορυφαίους αξιωματούχους, όπως η πρώην υπουργός Εξωτερικών των ΗΠΑ Χίλαρι Κλίντον, παρότι χειρίστηκαν λανθασμένα διαβαθμισμένο υλικό.
Αίτημα για εξαίρεση;
Σύμφωνα με τον ομοσπονδιακό νόμο, εάν οι εισαγγελείς πιστεύουν ευλόγως ότι η Κάνον δεν μπορεί να είναι δίκαιη, θα μπορούσαν να υποβάλουν ένορκη δήλωση με την οποία θα ζητούν από την Κάνον να εξαιρεθεί από την υπόθεση, υποστηρίζοντας ότι έχει προσωπική μεροληψία ή προκατάληψη. Εάν εκείνη κρίνει ότι η ένορκη βεβαίωση είναι «επαρκής», πρέπει να παραιτηθεί.
Πρέπει επίσης να παραιτηθεί εάν μπορεί να υποστηριχθεί ότι η «αμεροληψία της μπορεί εύλογα να αμφισβητηθεί» από τα διάδικα μέρη ή το κοινό.
Δεδομένης της αναίρεσης της περσινής απόφασης της Κάνον, «φαίνεται ότι υπάρχει ήδη ένας βάσιμος λόγος για την απομάκρυνσή της, επειδή το κοινό θα μπορούσε εύλογα να αμφισβητήσει την αμεροληψία της, ακόμη και αν δεν υπάρχει αποδεικτική βάση για τον ισχυρισμό ή τη διαπίστωση προσωπικής μεροληψίας ή προκατάληψης», υποστηρίζει ο καθηγητής νομικής του Πανεπιστημίου του Μαϊάμι Άντονι Αλφιέρι, ιδρυτικός διευθυντής του Κέντρου Δεοντολογίας και Δημόσιας Υπηρεσίας του.
Η Κάνον εργαζόταν προηγουμένως ως βοηθός εισαγγελέα των ΗΠΑ, κυρίως από το γραφείο ομοσπονδιακών εισαγγελέων στο Φορτ Πιρς της Φλόριντα, το οποίο ανήκει στην ίδια ομοσπονδιακή περιφέρεια με το Μαϊάμι, αλλά βρίσκεται περίπου 209 χιλιόμετρα βορειότερα. Από το 2013, η Κάνον άσκησε δίωξη σε 41 υποθέσεις ως μέλος του Τμήματος Μείζονος Εγκλήματος, ενώ αργότερα χειρίστηκε εφέσεις ποινικών καταδικαστικών αποφάσεων και ποινών.
Υπήρξε επίσης μέλος της Federalist Society, μιας συντηρητικής νομικής οργάνωσης που έχει υποστηρίξει δικαστές που διόρισε ο Τραμπ, περιλαμβανομένων των δικαστών του Ανώτατου Δικαστηρίου Νηλ Γκόρσουτς, Μπρετ Κάβανω και Έιμι Κόνι Μπάρετ.
Γεννημένη στο Κάλι της Κολομβίας το 1981, η Κάνον ήρθε στις Ηνωμένες Πολιτείες ως παιδί και αποφοίτησε από το Πανεπιστήμιο Ντιουκ το 2003.
Μία από τις υποθέσεις της ως εισαγγελέας αφορούσε έναν κατηγορούμενο σε ένα μεγάλο «σχέδιο Πόνζι», ύψους 800 εκατομμυρίων δολαρίων, ο οποίος άσκησε ανεπιτυχώς έφεση για τις πολυάριθμες καταδίκες του για απάτη στο 11ο Εφετείο των ΗΠΑ με έδρα την Ατλάντα. Ο αντίπαλος δικηγόρος της σε εκείνη την υπόθεση, ο επί μακρόν συνήγορος υπεράσπισης στο Μαϊάμι Ρίτσαρντ Κλου, περιέγραψε την Κάνον ως «πολύ έξυπνη και ταλαντούχο» και δίκαιη προς την υπεράσπιση.
«Δεν είδα τίποτα που θα μπορούσα να χαρακτηρίσω ως κάτι άλλο εκτός από καλή δικηγορία και [δεν είδα] καμία απολύτως πολιτική προκατάληψη», δήλωσε ο Κλου, σημειώνοντας ότι έχει εργαστεί σε υποθέσεις που διαχειρίστηκε η Κάνον, αν και δεν έχει εμφανιστεί στην αίθουσα του δικαστηρίου της.
«[Ως δικαστής] Είναι γνωστή για την εξασφάλιση δίκαιων διαδικασιών και ακροάσεων. Συμπαθείς κάποιον που πραγματικά σε ακούει και σου επιτρέπει να ολοκληρώσεις».
[Η Κάνον] Ρωτήθηκε κατά τη διάρκεια της διαδικασίας επικύρωσής της στη Γερουσία το 2020 αν είχε συζητήσει με οποιονδήποτε, περιλαμβανομένων ανθρώπων στον Λευκό Οίκο ή στο υπουργείο Δικαιοσύνης, περί αφοσίωσης στον πρόεδρο Τραμπ. Η Κάνον απάντησε γραπτώς «Όχι».
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
1. Special master: Στο δίκαιο των Ηνωμένων Πολιτειών, ο special master (ειδικός επόπτης) είναι ένας υφιστάμενος υπάλληλος που διορίζεται από έναν δικαστή για να διασφαλίσει ότι τηρούνται οι δικαστικές εντολές ή, εναλλακτικά, για να ακούσει στοιχεία εκ μέρους του δικαστή και να κάνει συστάσεις στον δικαστή ως προς τη διάθεση ενός θέματος.
2. O όρος «σχήμα ή σχέδιο Πόνζι» (Ponzi Scheme) αναφέρεται σε οποιαδήποτε χρηματική απάτη στηρίζεται σε «πυραμίδα» επενδυτών.
Το Associated Press συνέβαλε σε αυτό το ρεπορτάζ
Επιμέλεια: Αλία Ζάε